Η Ευρώπη εξοπλίζεται περιµένοντας εµπορικό πόλεµο
Άρθρο γνώμης
Η Ελλάδα νιώθει καλά µε τις εξελίξεις που έχει προκαλέσει ο Τραµπ, γιατί µπορεί να υπάρξει κοινό Ταµείο για την άµυνα, να αποφασισθεί αντιπυραυλική ασπίδα και οι στρατιωτικές δαπάνες να µην υπολογίζονται στο έλλειµµα
Από όλα όσα έχουν συµβεί ή προαναγγελθεί µετά την επικράτηση Τραµπ στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, αυτό που αιφνιδίασε λιγότερο τις ευρωπαϊκές ηγεσίες είναι τα µηνύµατά του για τον επανεξοπλισµό της. Εξελίχθηκε µια µακρά αναζήτηση για τον τόπο όπου θα γινόταν η χθεσινή Σύνοδος Κορυφής, µε τη µορφή δείπνου εργασίας, για κοινή δράση στον στρατιωτικό τοµέα και τους εξοπλισµούς, ώστε να υπογραµµισθεί ο άτυπος χαρακτήρας.
Η σκέψη αυτή του νέου επικεφαλής Αντόνιο Κόστα δείχνει την καχεξία που χαρακτηρίζει το ευρωπαϊκό γκρουπ ακόµη και σε αναµενόµενο θέµα όπως αυτό. Επισπεύδουσες χώρες από τα κράτη-µέλη είναι η Φινλανδία και οι Γερµανία Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα.
Οι υπόλοιπες χώρες, πλην της Πολωνίας που είναι θετικά διακείµενη, διατηρούν µια αδιάφορη στάση και απόσταση από τη συγκεκριµένη πρωτοβουλία. ∆εν είναι τυχαίο ότι πέραν της Ελλάδας που ουσιαστικά είναι καταναλωτής στρατιωτικών εξοπλισµών, οι υπόλοιπες χώρες αποτελούν µεγάλους παραγωγούς στον βιοµηχανικό και τον τεχνολογικό τοµέα τους. Από την άλλη, η Ελλάδα διαθέτει σε αναλογία µε το µέγεθος και τον όγκο πληθυσµού της από τις πλέον εξοπλισµένες, οργανωµένες και σύγχρονες Ένοπλες ∆υνάµεις σε επιχειρησιακή ετοιµότητα στην ήπειρο.
Μεγάλες δυνάµεις της Ευρώπης, που µάλιστα επιχείρησαν τους προηγούµενους µήνες να αποτελέσουν τρίγωνο ισχύος και αποφάσεων για λογαριασµό όλων, όπως η Γερµανία, η Γαλλία και η Βρετανία, επί δεκαετίες αποδεκάτισαν στην κυριολεξία τον όγκο και τους εξοπλισµούς των Ενόπλων ∆υνάµεων, µε στόχο να ελαχιστοποιήσουν το κόστος συντήρησής τους παρά τα οπλικά συστήµατα που παράγουν.
Από την πρώτη θητεία Τραµπ στον Λευκό Οίκο (2017- 2021) είχε τεθεί µε ένταση το θέµα τα κράτη-µέλη του ΝΑΤΟ που στην πλειονότητά τους είναι ευρωπαϊκές δυνάµεις να αυξήσουν τον εξοπλισµό τους µέχρι το 2%-3% του ΑΕΠ τους, ώστε να µειωθεί η συνδροµή των ΗΠΑ σε χρήµατα και στρατιωτικές δυνάµεις στον συνασπισµό.
Στο µεσοδιάστηµα από τότε οι ευρωπαϊκές δυνάµεις αξιοποίησαν τη λιγότερο πιεστική διακυβέρνηση Μπάιντεν για να µειώσουν ακόµη περισσότερο και πιο επιθετικά τις Ένοπλες ∆υνάµεις και τους εξοπλισµούς τους. Μάλιστα, σύµφωνα µε τις κεντρικές αποφάσεις στο γκρουπ, στο πεδίο της Κοµισιόν και της ΕΚΤ, τιµωρούνται όποιες χώρες, όπως η Ελλάδα, επιχειρούσαν να ενισχύσουν τις δυνάµεις και τα όπλα τους µε το να επιβαρύνονται σε δηµοσιονοµικό επίπεδο, τιµωρητικά σχεδόν, για τους εξοπλισµούς αυτούς. Στην παρούσα φάση, ο Ντόναλντ Τραµπ προετοιµάζεται να κηρύξει πολιτική δασµών απέναντι στην Ευρώπη, παρόµοια µε αυτή σε βάρος του Καναδά, του Μεξικού και της Κίνας. Ταυτόχρονα, όµως, επιτίθεται στην Ευρώπη για τις πρακτικές της στο πλαίσιο των υποχρεώσεων στο Ατλαντικό Σύµφωνο που έχει ακολουθήσει. Απέναντι στην πίεση αυτή στο επίσηµο δείπνο εργασίας χθες ήταν προσκεκληµένοι και συµµέτοχοι ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρµερ, και ο γενικός γραµµατέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, µε στόχο τον συντονισµό των αποφάσεων και των στρατηγικών.
Είναι κάπως γελοίο το ότι οι ευρωπαϊκές δυνάµεις στην πλειονότητά τους µιλούν για έναν πόλεµο Ουκρανίας - Ρωσίας χωρίς τέλος και για τη στρατιωτική απειλή που αποτελεί η Ρωσία του Πούτιν συνολικά, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν να µη βρίσκουν τον τρόπο να συντονισθούν για µια πιο πολεµική οικονοµία, αρνούµενες να διαφύγουν έστω κατ’ ελάχιστον από τον σπάταλο και µέχρι κάποιο βαθµό ανούσιο «πράσινο µονόδροµο».
Η Ελλάδα στο προκείµενο πεδίο έχει κάθε λόγο να νιώθει πολύ καλά µε τις εξελίξεις που έχει προκαλέσει ήδη η ηγεσία Τραµπ, πρώτον γιατί µπορεί να υπάρξει κάποιο κοινό ευρωπαϊκό Ταµείο για στρατιωτικούς εξοπλισµούς της τάξης των 100 δισ. ευρώ, σύµφωνα µε τη θέση Μητσοτάκη, δεύτερον γιατί µπορεί να αποφασισθεί αντιπυραυλική ασπίδα για την προστασία και των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης και τρίτον γιατί µπορεί οι στρατιωτικές δαπάνες να µη συνυπολογίζονται στο δηµοσιονοµικό έλλειµµα των εθνικών κρατών- µελών.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 4/02/2025
Η σκέψη αυτή του νέου επικεφαλής Αντόνιο Κόστα δείχνει την καχεξία που χαρακτηρίζει το ευρωπαϊκό γκρουπ ακόµη και σε αναµενόµενο θέµα όπως αυτό. Επισπεύδουσες χώρες από τα κράτη-µέλη είναι η Φινλανδία και οι Γερµανία Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Ελλάδα.
Οι υπόλοιπες χώρες, πλην της Πολωνίας που είναι θετικά διακείµενη, διατηρούν µια αδιάφορη στάση και απόσταση από τη συγκεκριµένη πρωτοβουλία. ∆εν είναι τυχαίο ότι πέραν της Ελλάδας που ουσιαστικά είναι καταναλωτής στρατιωτικών εξοπλισµών, οι υπόλοιπες χώρες αποτελούν µεγάλους παραγωγούς στον βιοµηχανικό και τον τεχνολογικό τοµέα τους. Από την άλλη, η Ελλάδα διαθέτει σε αναλογία µε το µέγεθος και τον όγκο πληθυσµού της από τις πλέον εξοπλισµένες, οργανωµένες και σύγχρονες Ένοπλες ∆υνάµεις σε επιχειρησιακή ετοιµότητα στην ήπειρο.
Μεγάλες δυνάµεις της Ευρώπης, που µάλιστα επιχείρησαν τους προηγούµενους µήνες να αποτελέσουν τρίγωνο ισχύος και αποφάσεων για λογαριασµό όλων, όπως η Γερµανία, η Γαλλία και η Βρετανία, επί δεκαετίες αποδεκάτισαν στην κυριολεξία τον όγκο και τους εξοπλισµούς των Ενόπλων ∆υνάµεων, µε στόχο να ελαχιστοποιήσουν το κόστος συντήρησής τους παρά τα οπλικά συστήµατα που παράγουν.
Από την πρώτη θητεία Τραµπ στον Λευκό Οίκο (2017- 2021) είχε τεθεί µε ένταση το θέµα τα κράτη-µέλη του ΝΑΤΟ που στην πλειονότητά τους είναι ευρωπαϊκές δυνάµεις να αυξήσουν τον εξοπλισµό τους µέχρι το 2%-3% του ΑΕΠ τους, ώστε να µειωθεί η συνδροµή των ΗΠΑ σε χρήµατα και στρατιωτικές δυνάµεις στον συνασπισµό.
Στο µεσοδιάστηµα από τότε οι ευρωπαϊκές δυνάµεις αξιοποίησαν τη λιγότερο πιεστική διακυβέρνηση Μπάιντεν για να µειώσουν ακόµη περισσότερο και πιο επιθετικά τις Ένοπλες ∆υνάµεις και τους εξοπλισµούς τους. Μάλιστα, σύµφωνα µε τις κεντρικές αποφάσεις στο γκρουπ, στο πεδίο της Κοµισιόν και της ΕΚΤ, τιµωρούνται όποιες χώρες, όπως η Ελλάδα, επιχειρούσαν να ενισχύσουν τις δυνάµεις και τα όπλα τους µε το να επιβαρύνονται σε δηµοσιονοµικό επίπεδο, τιµωρητικά σχεδόν, για τους εξοπλισµούς αυτούς. Στην παρούσα φάση, ο Ντόναλντ Τραµπ προετοιµάζεται να κηρύξει πολιτική δασµών απέναντι στην Ευρώπη, παρόµοια µε αυτή σε βάρος του Καναδά, του Μεξικού και της Κίνας. Ταυτόχρονα, όµως, επιτίθεται στην Ευρώπη για τις πρακτικές της στο πλαίσιο των υποχρεώσεων στο Ατλαντικό Σύµφωνο που έχει ακολουθήσει. Απέναντι στην πίεση αυτή στο επίσηµο δείπνο εργασίας χθες ήταν προσκεκληµένοι και συµµέτοχοι ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρµερ, και ο γενικός γραµµατέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, µε στόχο τον συντονισµό των αποφάσεων και των στρατηγικών.
Είναι κάπως γελοίο το ότι οι ευρωπαϊκές δυνάµεις στην πλειονότητά τους µιλούν για έναν πόλεµο Ουκρανίας - Ρωσίας χωρίς τέλος και για τη στρατιωτική απειλή που αποτελεί η Ρωσία του Πούτιν συνολικά, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζουν να µη βρίσκουν τον τρόπο να συντονισθούν για µια πιο πολεµική οικονοµία, αρνούµενες να διαφύγουν έστω κατ’ ελάχιστον από τον σπάταλο και µέχρι κάποιο βαθµό ανούσιο «πράσινο µονόδροµο».
Η Ελλάδα στο προκείµενο πεδίο έχει κάθε λόγο να νιώθει πολύ καλά µε τις εξελίξεις που έχει προκαλέσει ήδη η ηγεσία Τραµπ, πρώτον γιατί µπορεί να υπάρξει κάποιο κοινό ευρωπαϊκό Ταµείο για στρατιωτικούς εξοπλισµούς της τάξης των 100 δισ. ευρώ, σύµφωνα µε τη θέση Μητσοτάκη, δεύτερον γιατί µπορεί να αποφασισθεί αντιπυραυλική ασπίδα για την προστασία και των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης και τρίτον γιατί µπορεί οι στρατιωτικές δαπάνες να µη συνυπολογίζονται στο δηµοσιονοµικό έλλειµµα των εθνικών κρατών- µελών.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 4/02/2025