Υπάρχουν πολύ σοβαρά ζητήµατα που πρέπει να χειρισθεί η Ελλάδα και αφορούν την προοπτική της σε βάθος χρόνου. Είναι αυτά της διεθνούς πολιτικής, το ενδεχόµενο εµπορικού πολέµου Ευρώπης - ΗΠΑ, αλλά και το µέλλον της Ευρώπης που µπορεί να διασπασθεί. Τυχόν θερµή κρίση µε την Τουρκία ή στην αντιστροφή αυτού µια δηµιουργία τετελεσµένων, χωρίς σύγκρουση, σε βάρος της Ελλάδας από την Τουρκία.

Είναι τα ζητήµατα λειτουργίας του κράτους και το τέλος του «πράσινου µονόδροµου» στην οικονοµία, που έχει ποντάρει στρατηγικά η χώρα. Η εποχή Τραµπ δηµιουργεί πολλές ανατροπές και απρόβλεπτες εξελίξεις και σε σχέση µε Ρωσία - Βαλκάνια και πολύ περισσότερο στα θέµατα της Μεσογείου και της «νέας τάξης» στην Ανατολή.

Φυσικά, υπάρχουν και τα ζητήµατα εσωτερικής πολιτικής, µεταξύ των οποίων δεσπόζουν και η έρευνα και η προανάκριση για το δυστύχηµα των Τεµπών. Η Ελλάδα επαρκώς σταθεροποιηµένη σε σχέση και µε κύριες χώρες της Ευρώπης έχει µια ιδιαιτερότητα. Αυτή είναι ότι έχει και σήµερα -εξαιτίας της προηγούµενης χρεοκοπίας της- το µεγαλύτερο δηµόσιο χρέος στην Ευρωζώνη, που ναι µεν είναι ρυθµισµένο, αλλά οι αναταράξεις της παρούσας περιόδου µπορεί και να δηµιουργήσουν σηµαντικές αναταράξεις.

Οι επιχειρήσεις, οι τράπεζες και τα νοικοκυριά κινούνται, αλλά -όπως και σε όλη την Ευρώπη- έχουν να υπολογίζουν έναν θολό, αρκετά οµιχλώδη ορίζοντα.

Η κοινωνική συγκρότηση στην Ελλάδα είναι επαρκώς συνεκτική και δεν παρατηρούνται φαινόµενα αναταραχής και βίας, όπως σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης.

Σε κάθε περίπτωση, όµως, το πολιτικό της σύστηµα έχει εξελιχθεί σε ιδιότυπο.

Ουσιαστικά, υπάρχει ένα µεγάλο κόµµα, αυτό της διακυβέρνησης. Τα υπόλοιπα κόµµατα σε ένα πολυδιασπασµένο Κοινοβούλιο είναι µεσαία και ως επί το πλείστον µικρά.

Αυτή η διάταξη του κοµµατικού συστήµατος της χώρας, επειδή κατά βάση δεν απευθύνεται στη διακυβέρνηση, πλην της Νέας ∆ηµοκρατίας, δεν παρακολουθεί τα µεγάλα και τα κρίσιµα στοιχήµατα της εποχής, αλλά διαγκωνίζονται οι πολιτικοί σχηµατισµοί και οι ασταθείς ηγεσίες τους για το ποιο σχήµα θα αποκτήσει δυναµική από µικρό σε µεσαίας επιρροής κόµµα ή το αντίθετο.

Πώς θα ανασχεθεί για το καθένα από αυτά η πτωτική πορεία αρκετά κάτω από τον πήχυ του 10%. Στην Ελλάδα δεν προβλέπονται εκλογές µέχρι περίπου την άνοιξη του 2027.

Πολύ µακριά από το σήµερα, δηλαδή, όταν πολλά στοιχήµατα του σήµερα θα έχουν κριθεί υπέρ ή κατά της Ελλάδας. Εξελίσσονται όµως δηµοσκοπήσεις που φέρνουν νεύρωση στις «χλοµές» ηγεσίες της αντιπολίτευσης. Η Ελλάδα, για να κινηθεί σωστά, χρειάζεται και την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση σε µια διαλεκτική, δηµιουργική σχέση.

Αυτό δεν υπάρχει και πολύ δύσκολα πλέον µπορεί να αποκτηθεί. Οι µέτριες ηγεσίες και οι καχεκτικοί πολιτικοί -από πλευράς χαρακτήρα και ιδεολογίας- είναι συνήθως και κατά βάση τοξικοί.

Όταν δεν υπάρχουν όραµα και στρατηγική στο κοµµατικό σύστηµα µιας χώρας, κυριαρχούν η µικροπρέπεια και η παραπολιτική. ∆εσπόζουν οι προσωπικές φιλοδοξίες των µικρών ανθρώπων, που η θεσµική σκιά τους ξεπερνά κατά πολύ το µπόι τους. Και τότε δηµιουργούνται παρεξηγήσεις και εντυπώσεις.

Η Ελλάδα πολύ δύσκολα θα βγει κερδισµένη από αυτή την ατµόσφαιρα της µικροπρέπειας.

Η χώρα στηρίζεται στον πρωθυπουργό, Κ. Μητσοτάκη, αφού ακόµη και αυτή η πλειοψηφική Νέα ∆ηµοκρατία δείχνει κοµµατικές ρωγµές στην αξιοπιστία και τη στρατηγική ενάργειά της.

Το κράτος και η πολιτική χρειάζονταν κάποια χρόνια ακόµη, µε συνεπείς προσπάθειες, για να ανακτήσουν τον σεβασµό της κοινωνίας και το θεσµικό κύρος τους.

Ο χρόνος αυτός τελικά δεν υπάρχει. Κάποιοι µπορεί και να οραµατίζονται αναταραχή και αµφισβήτηση της τάξης στο εσωτερικό. Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες δεν έχουν τέτοια περιθώρια. Ας βάλουµε µια αφετηρία. Το δυστύχηµα των Τεµπών δεν µπορεί να είναι το δεσπόζον θέµα του δηµόσιου διαλόγου. ∆εν επιτρέπει κάτι τέτοιο η εποχή.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 12/02/2025