Το λάθος στον διάλογο Ελλάδας - Τουρκίας
Άρθρο γνώμης
Υπήρξε ένα µακρύ διάστηµα που οι διεθνείς και οι περιφερειακές συνθήκες έκαναν αναγκαίο ένα κλίµα κατευνασµού µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προκειµένου να αποφευχθούν συνθήκες κλιµάκωσης των µεταξύ τους εντάσεων
![erntogan-fintan-tourkia](https://s.parapolitika.gr/images/1130x667/jpg/files/2025-02-01/erntogan-fintan-tourkia.jpg)
Υπήρξε ένα µακρύ διάστηµα που οι διεθνείς και οι περιφερειακές συνθήκες έκαναν αναγκαίο ένα κλίµα κατευνασµού µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προκειµένου να αποφευχθούν συνθήκες κλιµάκωσης των µεταξύ τους εντάσεων. Στο διάστηµα αυτό, που ξεκινούσε από την άνοιξη του 2023 και έφθανε στον Νοέµβριο του 2024, υπήρχε µια σειρά παραµέτρων που βρίσκονταν σε µετάβαση. Αρχικά οι εκλογές σε εθνικό επίπεδο στις δύο χώρες. Αργότερα, το καλοκαίρι του 2024, οι ευρωπαϊκές εκλογές και η νέα διάρθρωση της Κοµισιόν και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Τελικά οι αµερικανικές προεδρικές εκλογές στα τέλη του 2024. Το λάθος της ελληνικής πολιτικής στην προκειµένη περίπτωση ήταν ότι, πέρα από το κλίµα κατευνασµού που ήταν εύλογη επιλογή, ακολούθησε στρατηγική κατευνασµού απέναντι σε µια Τουρκία που υπό τον Ερντογάν και τον Χ. Φιντάν στο υπουργείο Εξωτερικών κάθε άλλο παρά έδειχνε σηµεία σύγκλισης µε την Ελλάδα στη διαφορά του πυρήνα που είναι ζητήµατα εθνικής κυριαρχίας και δικαιοδοσίας της Ελλάδας. Είναι σηµαντικό, για παράδειγµα, ότι της ∆ιακήρυξης των Αθηνών, που θα µπορούσε να χαρακτηρισθεί αφετηρία αυτής της περιόδου, δεν είχε προηγηθεί καµιά διάθεση ακύρωσης του casus belli από την Άγκυρα για βελτίωση του κλίµατος διαπραγµατεύσεων. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο καλλιεργήθηκε στην Αθήνα ένα κλίµα υπεραισιοδοξίας για την εξέλιξη του διαλόγου µε την Τουρκία. Υπήρξε περιττή αισιοδοξία σε επίπεδο δηλώσεων και από την πλευρά του υπουργείου Εξωτερικών, πολιτικών, συµβούλων, στελεχών think tanks, σχολιασµού και αρθρογραφίας στον Τύπο, σειράς ανταποκρίσεων από την Τουρκία και ειδικά από την Κωνσταντινούπολη.
Επιτελικά και κυβερνητικά στελέχη, φυσικά η ιεραρχία των διπλωµατών δεν προστάτευσαν τον πρωθυπουργό από το να αναλάβει κεντρικό ρόλο σε µια διαπραγµάτευσησυζήτηση µε τον Ερντογάν και την τουρκική ηγεσία, που ήταν σαφές από την αρχή ότι θα έχει περιορισµένο εύρος. Υπήρξε λάθος στη µεθοδολογία των συζητήσεων και της συχνότητας των Ανώτατων Συµβουλίων Συνεργασίας σε διµερές επίπεδο µε τις συναντήσεις Μητσοτάκη - Ερντογάν στο επίκεντρο. Κάθε συγκροτηµένη και έµπειρη διπλωµατική υπηρεσία θα εισηγείτο µια πιο επιφυλακτική στάση προκειµένου να µη σταλούν µεταξύ των άλλων λάθος µηνύµατα σε συµµάχους και διεθνείς ανταγωνιστές.
Σε πρακτικό επίπεδο ήταν σωστή η εκτίµηση ότι υπήρχαν περιθώρια αναβάθµισης της διµερούς συνεργασίας στην επονοµαζόµενη «θετική ατζέντα», που θα είχε ως αποτέλεσµα την ενίσχυση του «ιντερµέτζο» κατευνασµού για τη συγκεκριµένη περίοδο διεθνούς ασάφειας. Υπήρχαν περιθώρια συµφωνιών στο πεδίο του εµπορίου, των µεταφορών, του πολιτισµού και άλλα επιµέρους. Αυτά όµως τα χειρίζονται οι αρµόδιοι υπουργοί από τις δύο πλευρές. Όχι οι ηγεσίες των χωρών. Και όταν αυτά αποκτήσουν όγκο, δικαιολογούν µια συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν για την υπογραφή τους και µια σειρά δηλώσεων-ευχολογίων για µια καλύτερη επόµενη µέρα. Όχι όµως το αντίστροφο, όπως συνέβη στην προκειµένη στρατηγική. Η κλασική διπλωµατική µεθοδολογία κάτι τέτοιο δεν θα το επέτρεπε.
Στην προκειµένη περίπτωση όµως, µε την υπεραισιοδοξία που καλλιεργήθηκε στην Ελλάδα, η χώρα και η διεθνής πολιτική της βρίσκεται στην παρούσα φάση εκτεθειµένη, γιατί όλο αυτό το διάστηµα ουσιαστικά έδωσε «λευκό διαβατήριο» στην Τουρκία και στη συνεχιζόµενη και συνεπή επιθετική πολιτική της στη Μεσόγειο, το Αιγαίο και την Ανατολή, µε την Αθήνα κατά παράλογο τρόπο να επιθυµεί να την εντάξει, χωρίς προδιαγραφές προς όφελός της αλλά το αντίθετο, στην «κοινότητα» της Ανατολικής Μεσογείου και ενεργειακά και γεωπολιτικά.
Ακόµη και όταν κλιµακώθηκαν η ένταση και ο ανταγωνισµός µεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας ή στα λόµπι στην Αµερική, η Ελλάδα παρέµεινε εγκλωβισµένη σε λάθος στρατηγική σε σχέση µε την Τουρκία. Σήµερα µάλιστα έχει να πείσει Ευρωπαίους συµµάχους ή συνοµιλητές όπως η γαλλική, η ιταλική ή η γερµανική ηγεσία ότι έχουν άδικο οι Άγγλοι που υποστηρίζουν µε κάθε τρόπο τον περαιτέρω εξοπλισµό της στενής συµµάχου τους Τουρκίας, σε βάρος της ελληνικής ασφάλειας.
Τελικά οι αµερικανικές προεδρικές εκλογές στα τέλη του 2024. Το λάθος της ελληνικής πολιτικής στην προκειµένη περίπτωση ήταν ότι, πέρα από το κλίµα κατευνασµού που ήταν εύλογη επιλογή, ακολούθησε στρατηγική κατευνασµού απέναντι σε µια Τουρκία που υπό τον Ερντογάν και τον Χ. Φιντάν στο υπουργείο Εξωτερικών κάθε άλλο παρά έδειχνε σηµεία σύγκλισης µε την Ελλάδα στη διαφορά του πυρήνα που είναι ζητήµατα εθνικής κυριαρχίας και δικαιοδοσίας της Ελλάδας. Είναι σηµαντικό, για παράδειγµα, ότι της ∆ιακήρυξης των Αθηνών, που θα µπορούσε να χαρακτηρισθεί αφετηρία αυτής της περιόδου, δεν είχε προηγηθεί καµιά διάθεση ακύρωσης του casus belli από την Άγκυρα για βελτίωση του κλίµατος διαπραγµατεύσεων. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο καλλιεργήθηκε στην Αθήνα ένα κλίµα υπεραισιοδοξίας για την εξέλιξη του διαλόγου µε την Τουρκία. Υπήρξε περιττή αισιοδοξία σε επίπεδο δηλώσεων και από την πλευρά του υπουργείου Εξωτερικών, πολιτικών, συµβούλων, στελεχών think tanks, σχολιασµού και αρθρογραφίας στον Τύπο, σειράς ανταποκρίσεων από την Τουρκία και ειδικά από την Κωνσταντινούπολη.
Επιτελικά και κυβερνητικά στελέχη, φυσικά η ιεραρχία των διπλωµατών δεν προστάτευσαν τον πρωθυπουργό από το να αναλάβει κεντρικό ρόλο σε µια διαπραγµάτευσησυζήτηση µε τον Ερντογάν και την τουρκική ηγεσία, που ήταν σαφές από την αρχή ότι θα έχει περιορισµένο εύρος. Υπήρξε λάθος στη µεθοδολογία των συζητήσεων και της συχνότητας των Ανώτατων Συµβουλίων Συνεργασίας σε διµερές επίπεδο µε τις συναντήσεις Μητσοτάκη - Ερντογάν στο επίκεντρο. Κάθε συγκροτηµένη και έµπειρη διπλωµατική υπηρεσία θα εισηγείτο µια πιο επιφυλακτική στάση προκειµένου να µη σταλούν µεταξύ των άλλων λάθος µηνύµατα σε συµµάχους και διεθνείς ανταγωνιστές.
Σε πρακτικό επίπεδο ήταν σωστή η εκτίµηση ότι υπήρχαν περιθώρια αναβάθµισης της διµερούς συνεργασίας στην επονοµαζόµενη «θετική ατζέντα», που θα είχε ως αποτέλεσµα την ενίσχυση του «ιντερµέτζο» κατευνασµού για τη συγκεκριµένη περίοδο διεθνούς ασάφειας. Υπήρχαν περιθώρια συµφωνιών στο πεδίο του εµπορίου, των µεταφορών, του πολιτισµού και άλλα επιµέρους. Αυτά όµως τα χειρίζονται οι αρµόδιοι υπουργοί από τις δύο πλευρές. Όχι οι ηγεσίες των χωρών. Και όταν αυτά αποκτήσουν όγκο, δικαιολογούν µια συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν για την υπογραφή τους και µια σειρά δηλώσεων-ευχολογίων για µια καλύτερη επόµενη µέρα. Όχι όµως το αντίστροφο, όπως συνέβη στην προκειµένη στρατηγική. Η κλασική διπλωµατική µεθοδολογία κάτι τέτοιο δεν θα το επέτρεπε.
Στην προκειµένη περίπτωση όµως, µε την υπεραισιοδοξία που καλλιεργήθηκε στην Ελλάδα, η χώρα και η διεθνής πολιτική της βρίσκεται στην παρούσα φάση εκτεθειµένη, γιατί όλο αυτό το διάστηµα ουσιαστικά έδωσε «λευκό διαβατήριο» στην Τουρκία και στη συνεχιζόµενη και συνεπή επιθετική πολιτική της στη Μεσόγειο, το Αιγαίο και την Ανατολή, µε την Αθήνα κατά παράλογο τρόπο να επιθυµεί να την εντάξει, χωρίς προδιαγραφές προς όφελός της αλλά το αντίθετο, στην «κοινότητα» της Ανατολικής Μεσογείου και ενεργειακά και γεωπολιτικά.
Ακόµη και όταν κλιµακώθηκαν η ένταση και ο ανταγωνισµός µεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας ή στα λόµπι στην Αµερική, η Ελλάδα παρέµεινε εγκλωβισµένη σε λάθος στρατηγική σε σχέση µε την Τουρκία. Σήµερα µάλιστα έχει να πείσει Ευρωπαίους συµµάχους ή συνοµιλητές όπως η γαλλική, η ιταλική ή η γερµανική ηγεσία ότι έχουν άδικο οι Άγγλοι που υποστηρίζουν µε κάθε τρόπο τον περαιτέρω εξοπλισµό της στενής συµµάχου τους Τουρκίας, σε βάρος της ελληνικής ασφάλειας.
*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»