Η ελληνική στρατηγική από τη δεκαετία του 1970 κινείτο σε µια βασική παραδοχή: ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ΕΟΚ παλαιότερα, και οι ΗΠΑ συνυπήρχαν και αποτελούσαν στην πραγµατικότητα µια ενότητα. Αυτό που ονοµαζόταν ∆ύση. Ακόµη και οι πολιτικές δυνάµεις της χώρας, όπως τα κόµµατα της Αριστεράς ή το ΠΑΣΟΚ, που αντιµάχονταν τη δυτική τοποθέτηση της χώρας, µιλώντας για µεγαλύτερη αυτονοµία ή ουδετερότητα σε σχέση µε τους µεγάλους πολυµερείς συνασπισµούς της ∆ύσης, δεν κουράζονταν να φωνάζουν: «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».

Σε όλο το εύρος της µεταπολεµικής περιόδου, ακόµη και στην προγενέστερη αυτής, την εποχή του δόγµατος Μονρόε ή του «αποµονωτισµού» πέραν του Ατλαντικού για τις ΗΠΑ, δεν υπήρχε ανοιχτός ανταγωνισµός -πολύ περισσότερο σύγκρουση- µεταξύ Ουάσινγκτον και ευρωπαϊκών δυνάµεων. Σε κάποιους κόµβους της Ιστορίας, όπως στην περίπτωση των πολέµων εναντίον της τροµοκρατίας και την επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράκ, όπου δεν υπήρξε απόλυτη σύµπτωση απόψεων µεταξύ των δυνάµεων ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού, την εποχή των Μπους στις ΗΠΑ, προέκυψαν συµµαχίες των «προθύµων» από την πλευρά της Ευρώπης, µε ηγετική δύναµη σε αυτές τις συγκλίσεις τη Μ. Βρετανία, που συµµετείχαν στους πολέµους στην Ασία.

Από το 2008 και µετά, περισσότερο στο οικονοµικό και εµπορικό επίπεδο -µε αφετηρία την εποχή του Μπ. Οµπάµα στον Λευκό Οίκο, µέχρι και πριν από λίγους µήνες- πολλές φορές υπήρξαν συζητήσεις και εντάσεις εντός πλαισίου µεταξύ των Αµερικανών και της ευρωπαϊκής ηγεσίας για το εµπορικό έλλειµµα σε βάρος των ΗΠΑ ή την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών των ευρωπαϊκών δυνάµεων και µελών του ΝΑΤΟ ως µεγέθους του εθνικού ΑΕΠ τους. Ποτέ όµως αυτές οι πιέσεις από την πλευρά των Αµερικανών δεν ξεπέρασαν κάποια όρια ή δεν απείλησαν την ευρωατλαντική συµφωνία για την ασφάλεια της Ευρώπης. Ακόµη και στην πρώτη θητεία του προέδρου Τραµπ στο ανώτατο αξίωµα της αµερικανικής οµοσπονδίας το 2017-2021, οπότε ετέθησαν µε µεγαλύτερη πίεση αυτά τα θέµατα, δεν υπήρξε κρίση στις ευρωατλαντικές σχέσεις που να προσοµοιάζει µε τη σηµερινή.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις -κεντροδεξιές, κεντροαριστερές ή συνασπισµού από το 2000 και τη συγκρότηση της ευρωζώνης, εδώ και 25 χρόνια δηλαδή, ακολούθησαν ένα και µόνον αφήγηµα στη διεθνή πολιτική της χώρας: αυτό της Ελλάδας ως µέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Υπήρχαν αποχρώσες διαφοροποιήσεις, αναλόγως µε τις συγκυρίες και τις εθνικές προτεραιότητες, αλλά σε καµία περίπτωση δεν υπήρξε παράκαµψη ουσιαστική του κυρίαρχου αυτού άξονα αναφοράς για τη χώρα.

Η Ελλάδα στην εξωτερική της πολιτική κατέστησε εθνικό της αφήγηµα τον θεσµικό φορµαλισµό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να ανησυχεί για τον αµερικανικό ακτιβισµό στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. ∆ιαδοχικές κυβερνήσεις της χώρας και υπουργοί Εξωτερικών µιλούσαν -κατά τρόπο ανιαρό πολλές φορές για τους ξένους συνοµιλητές τους για την ανάγκη εφαρµογής του ∆ιεθνούς ∆ικαίου, για τα ψηφίσµατα του ΟΗΕ και για την αποτροπή οποιουδήποτε αναθεωρητισµού ως προς τη χάραξη των συνόρων «όπου Γης», µε το βλέµµα στην πάντα επιθετική Τουρκία.

Με αφετηρία το 2009-2010 δέσµες ιδεών που προβλήθηκαν στην Ελλάδα -αρχικά χαρακτηρίστ ηκαν σχεδόν αιρετικές ως προς τον ευρωπαϊκό µονόδροµο- επιζητούσαν ως νέα κύρια παράµετρο στη διεθνή πολιτική της χώρας την ισχυρή παρουσία στη Μεσόγειο και µια αναβάθµιση της σχέσης διµερώς µε τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τις αραβικές ηγεσίες, µε επίκεντρο την Ιορδανία, τα Εµιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Η Ελλάδα βρισκόταν σε συντονισµό µε την Κύπρο στο πεδίο αυτό. Από το 2016 και µετά οι διµερείς σχέσεις µε τις ΗΠΑ και τους µεσογειακούς εταίρους απογειώθηκαν στη δεύτερη θητεία Οµπάµα, την πρώτη θητεία Τραµπ και την τελευταία θητεία Μπάιντεν, µε την Ελλάδα αρχικά υπό δηµοσιονοµικό έλεγχο και στη συνέχεια σε εθνική ανασυγκρότηση. Στην παρούσα φάση πλέον, ό,τι ίσχυε δεν ισχύει και η παρούσα διακυβέρνηση υπό την πρωθυπουργία Μητσοτάκη θα κληθεί να προσαρµόσει τη γεωπολιτική της χώρας στα αχαρτογράφητα νερά του σχίσµατος της δυτικής ενότητας µεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Καθόλου εύκολη υπόθεση για τον ελληνικό φορµαλισµό…