Κυριαρχούν οι φοβίες και η αµηχανία για την ακύρωση των δεδοµένων και των λογιζόµενων ως «κεκτηµένων» από τις διεθνείς ανατροπές που φέρνει η εποχή Τραµπ.

Κι όµως, η αλλαγή προτύπου στην κοσµοθεωρία και την αρχιτεκτονική του παγκόσµιου και φυσικά του ευρωπαϊκού power game κουβαλά ευκαιρίες για την Ελλάδα.

Επί της ουσίας, µε τα νέα δεδοµένα µιλάµε για στροφή στην εθνικοποίηση. Αυτό δεν θα πρέπει να δηµιουργεί σύγχυση ότι ο λόγος είναι για κρατικοποιήσεις ή επιστροφή σε παλιά µεταπολεµικά µοντέλα ανάπτυξης. Ας µείνουµε στο σήµερα. Στην πορεία που έχει πάρει η χώρα στην έξοδο από τα µνηµόνια της χρεοκοπίας και τα όσα θετικά προβλήθηκαν ή επετεύχθησαν επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη.

Η Ευρώπη στην παρούσα φάση κλονίζεται. Τόσο ως προς τη συνοχή της όσο πολύ περισσότερο ως προς την επάρκειά της. Αν µιλούσαµε και προσδιορίζαµε την εθνική µας ανάταξη στον «πράσινο µονόδροµο», τότε, ναι, θα ήταν πολύ προβληµατικό το γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά Ταµεία Συνοχής και Ανάπτυξης από τα οποία αιµατοδοτούνται οι ιδιωτικές και δηµόσιες επενδύσεις στη χώρα µας θα αντιµετωπίσουν ρήγµατα. Αλλά οι πράσινες επενδύσεις και η σχετική επιχειρηµατική δραστηριότητα έχουν δείξει πλέον τα όριά τους.

Το να επενδύουµε σε θαλάσσια αιολικά πάρκα ή όλο και νέους θερµοσίφωνες δεν αποτελεί σοβαρή πολιτική. Η Ελλάδα εκτός των άλλων δεν είναι µια χώρα γεωγραφικά και γεωοικονοµικά ανάλογη µε τις σκανδιναβικές. Πέραν αυτού, η συγκεκριµένη οπτική ναρκοθετήθηκε από το κερδοσκοπικό παιχνίδι του χρηµατιστηρίου ενέργειας µε βάση την Ολλανδία που εκτόξευσε τις τιµές του ρεύµατος για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, δηµιουργώντας µεγαλύτερη κρίση κόστους στην ενέργεια από την εποχή του άνθρακα, εκτός της δυστοκίας που προκάλεσε ο πόλεµος στην Ουκρανία. Τώρα, πλέον, η ευρωπαϊκή στρατηγική κινείται από την πράσινη µετάβαση στην πολεµική οικονοµία.

Με δεδοµένο ότι η Ελλάδα στο πεδίο των στρατιωτικών δαπανών κινείται ήδη στο 3% του αναιµικού ΑΕΠ της καλύπτοντας ακόµη και τις προσδοκίες της προεδρίας Τραµπ για τα κράτη-µέλη του ΝΑΤΟ, το βασικό στοίχηµα είναι η εκ νέου εκβιοµηχάνισή της µέσα από µια κεντρική στρατηγική προσέλκυσης επενδύσεων και τεχνολογίας στην πολεµική βιοµηχανία της. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα έχουν επαναλειτουργήσει τα τρία βασικά ναυπηγεία της µε τη σύµπραξη Ελλήνων εφοπλιστών και του κρατικού αµερικανικού ταµείου DFC δείχνει τον δρόµο και αυξάνει τις προσδοκίες. Στο πεδίο της πολεµικής βιοµηχανίας βρισκόµαστε στον αντίποδα της Τουρκίας.

Μπορούµε να δηλώσουµε κατεστραµµένοι και ανενεργοί. Στην παρούσα φάση λοιπόν θα πρέπει να βρούµε τη µεθοδολογία και τις διεθνείς διαδροµές µέσα από τις οποίες θα αναπτύξουµε πολεµική οικονοµία αλλά και διεθνή συσχετισµό. Το βασικό µοντέλο σύµπραξης σε κονσόρτσιουµ από την προηγούµενη φάση της πράσινης ανάπτυξης µπορεί να είναι αυτό της ∆ΕΗ.

Όπου το ελληνικό ∆ηµόσιο ακολουθώντας τη στρατηγική των Σ∆ΙΤ (σύµπραξη δηµόσιου και ιδιωτικού τοµέα) να διατηρεί στρατηγική µειοψηφία της τάξης του 35% χωρίς µάνατζµεντ. Ήδη πολύ ισχυροί για τα εγχώρια δεδοµένα επιχειρηµατικοί όµιλοι, όπως η ΜΕΤΚΑ του Οµίλου Μυτιληναίου που έχει παρελθόν στον συγκεκριµένο τοµέα αλλά ενδεχοµένως και η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, και φυσικά αρκετοί άλλοι, σκέπτονται να στραφούν στη συγκεκριµένη επιχειρηµατική δραστηριότητα.

Η κρατική στρατηγική, σχετικά, δεν πρέπει σε καµία περίπτωση να είναι εθνικά ερµητική ή να συγκροτηθεί στη βάση επιµέρους ιδιωτικών προτεραιοτήτων.

Η πολεµική βιοµηχανία µιας χώρας, όπως η Ελλάδα, εκτός από την κλασικού τύπου ή στο πεδίο της ανάπτυξης drones, οφείλει να συνδεθεί πλήρως µε την καινοτοµία διαφεύγοντας την παγίδα της διαφθοράς.

Κρίσιµοι διεθνείς εταίροι στη µεταφορά τεχνολογίας και το µάνατζµεντ δεν µπορεί να είναι άλλοι από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, στη βάση και της γεωπολιτικής δυναµικής.

Από πλευράς κεφαλαίων αλλά και συνεργειών οι α ραβικές ηγεσίες δίνουν δυναµική και η προοπτική της Ινδίας µέγεθος.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 13/03/2025