Ας αφήσουµε την κυβέρνηση να δουλέψει και βλέπουµε…
Άρθρο γνώμης
Επειδή η Ελλάδα δεν είναι συνηθισµένη σε θεσµικό κενό, όπως για παράδειγµα µια σειρά άλλων ευρωπαϊκών χωρών, το χάος που θα προκύψει είναι επικίνδυνο

Στην Ελλάδα κανείς σώφρων άνθρωπος, πολύ περισσότερο πολιτικός, δεν θέλει πρόωρες εκλογές. Είναι τέτοια η εικόνα του κοµµατικού συστήµατος της χώρας, όπως τουλάχιστον ιχνηλατείται στις δηµοσκοπήσεις, που κυβέρνηση δεν δείχνει να προκύπτει µε µονές ή διπλές εκλογές αλλά µάλλον µε τριπλές.
Τι σηµαίνει αυτό; Ότι σε συνθήκες διεθνούς πανικού η χώρα µας θα µείνει ακυβέρνητη και αποσυντονισµένη για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Μηνών. Επειδή µάλιστα η Ελλάδα δεν είναι συνηθισµένη σε θεσµικό κενό τέτοιου τύπου, όπως για παράδειγµα µια σειρά άλλων ευρωπαϊκών χωρών, το χάος που θα προκύψει είναι επικίνδυνο όχι µόνο για τους πλούσιους και διάσηµους αλλά πολύ περισσότερο για τους οικονοµικά ευάλωτους και την απέραντη µέση κοινωνική τάξη.
Μπορεί σε µια αρχική φάση να είχαµε µια παραίτηση υφυπουργού, του κ. ∆οξιάδη, ή µπορεί να βρίσκονται στο στόχαστρο της αντιπολίτευσης δύο άλλοι υφυπουργοί, ο κ. Τσάφος και η Άννα Ευθυµίου, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, αλλά η επιχείρηση «δολιοφθορά» στο νέο κυβερνητικό σχήµα θα πρέπει κάπου να οριοθετηθεί.
Τα απόνερα των Τεµπών και η αβελτηρία του προηγούµενου κυβερνητικού σχήµατος, που είχε για καιρό χάσει την ενάργεια, τη συνοχή και την αποτελεσµατικότητά του, οδήγησαν τον πρωθυπουργό να αλλάξει τις δοµές και τις αρµοδιότητες τόσο του κυβερνητικού όσο και του επιτελικού του σχήµατος. Ο ανασχηµατισµός, που αντικατοπτρίζει προσωπικές επιλογές και αξιολογήσεις σε επίπεδο προσώπων, χαρακτηρίζεται πιο δοµικός και ευρύς από προηγούµενους ανάλογους. Πολύ σηµαντικές ευθύνες ανέλαβε η νέα γενιά πολιτικών της Κεντροδεξιάς, ενώ η συµµετοχή του επονοµαζόµενου «γαλάζιου ΠΑΣΟΚ» κρίνεται εκλογικευµένη.
Σήµερα πλέον υπάρχουν δύο συστηµικές επιλογές. Η µία είναι να αφήσουµε όλοι τη νέα κυβέρνηση να δουλέψει. Αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν θα υπάρχει ενηµέρωση ή πολύ περισσότερο προτάσεις και προβολές για το τι πρέπει να γίνει. Αλλά η µικροπολιτική και το «ξεδόντιασµα» τέλος. Τουλάχιστον επί του παρόντος. Η δεύτερη επιλογή είναι να γιγαντωθεί το χάος και η απορρύθµιση του κυβερνητικού έργου. Αλλά ποιος κερδίζει από αυτό; Σίγουρα όχι τα κύρια κόµµατα της αντιπολίτευσης όπως το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκονται σε κατάσταση απορρύθµισης.
Ούτε το ΚΚΕ που παραδοσιακά δεν θέλει να εµπλέκεται σε διαδικασίες ανατροπής των κυβερνήσεων. Αλλά ούτε και τα ευκαιριακά σε πλεονεκτική θέση, αντισυστηµικά επονοµαζόµενα κόµµατα όπως η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου ή η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου, η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου και ούτω καθεξής. Είναι δεδοµένο ότι ο αντισυστηµισµός στη µετά τα µνηµόνια Ελλάδα δεν έχει και σπουδαία τύχη στις κάλπες. Τουλάχιστον ανάλογη µε τις εντυπώσεις που δηµιουργεί σε µη εκλογικούς χρόνους.
Στο παρασκήνιο κινούνται πολλές και διαφορετικές δυνάµεις, συµφέροντα ή τάσεις που δηλώνουν ότι έχουν κουραστεί από την πραγµατικότητα που δηµιουργεί η διακυβέρνηση Μητσοτάκη και θέλουν να δηµιουργήσουν προδιάθεση για µια επόµενη µέρα. Άλλες οµάδες ανησυχούν πολύ σοβαρά για το αν στη συνέχεια και µε τις παρούσες διεθνείς συνθήκες επανακαθορισµού αξιών και συσχετισµών υπάρξει συναίνεση από την Αθήνα για µια πλήρη σύνδεση µε τα συµφέροντα της Τουρκίας που επεκτείνονται στην Ευρώπη. Άλλες δυνάµεις εκτιµούν ότι η διακυβέρνηση επιµέτρησε τις δυνατότητές της.
Φυσικά υπάρχουν προσωπικές φιλοδοξίες και επιχειρηµατικοί ανταγωνισµοί που περιπλέκουν τις καταστάσεις, ειδικά όσον αφορά την τετραετία 2027- 2031. Το παρασκήνιο αυτό όµως δεν είναι συντονισµένο και πολύ περισσότερο δηµιουργικό. ∆εν έχει να προτείνει δηλαδή εναλλακτική κυβερνητισµού και πολύ περισσότερο συγκροτηµένες στρατηγικές για την προοπτική της χώρας στους νέους καιρούς, που έχουν σαν αφετηρία τη δεύτερη θητεία Τραµπ στον Λευκό Οίκο.
Άρα η ανατροπή της διακυβέρνησης Μητσοτάκη δεν µπορεί να επιλεγεί αντί για τη λελογισµένη πίεση προκειµένου να υπάρξει διαφάνεια και διαβούλευση για τις στρατηγικές επιλογές που κάνει , αλλά και κριτική ή προτάσεις για τις επιµέρους πολιτικές που προωθεί το νέο κυβερνητικό σχήµα.
Τι σηµαίνει αυτό; Ότι σε συνθήκες διεθνούς πανικού η χώρα µας θα µείνει ακυβέρνητη και αποσυντονισµένη για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Μηνών. Επειδή µάλιστα η Ελλάδα δεν είναι συνηθισµένη σε θεσµικό κενό τέτοιου τύπου, όπως για παράδειγµα µια σειρά άλλων ευρωπαϊκών χωρών, το χάος που θα προκύψει είναι επικίνδυνο όχι µόνο για τους πλούσιους και διάσηµους αλλά πολύ περισσότερο για τους οικονοµικά ευάλωτους και την απέραντη µέση κοινωνική τάξη.
Μπορεί σε µια αρχική φάση να είχαµε µια παραίτηση υφυπουργού, του κ. ∆οξιάδη, ή µπορεί να βρίσκονται στο στόχαστρο της αντιπολίτευσης δύο άλλοι υφυπουργοί, ο κ. Τσάφος και η Άννα Ευθυµίου, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, αλλά η επιχείρηση «δολιοφθορά» στο νέο κυβερνητικό σχήµα θα πρέπει κάπου να οριοθετηθεί.
Τα απόνερα των Τεµπών και η αβελτηρία του προηγούµενου κυβερνητικού σχήµατος, που είχε για καιρό χάσει την ενάργεια, τη συνοχή και την αποτελεσµατικότητά του, οδήγησαν τον πρωθυπουργό να αλλάξει τις δοµές και τις αρµοδιότητες τόσο του κυβερνητικού όσο και του επιτελικού του σχήµατος. Ο ανασχηµατισµός, που αντικατοπτρίζει προσωπικές επιλογές και αξιολογήσεις σε επίπεδο προσώπων, χαρακτηρίζεται πιο δοµικός και ευρύς από προηγούµενους ανάλογους. Πολύ σηµαντικές ευθύνες ανέλαβε η νέα γενιά πολιτικών της Κεντροδεξιάς, ενώ η συµµετοχή του επονοµαζόµενου «γαλάζιου ΠΑΣΟΚ» κρίνεται εκλογικευµένη.
Σήµερα πλέον υπάρχουν δύο συστηµικές επιλογές. Η µία είναι να αφήσουµε όλοι τη νέα κυβέρνηση να δουλέψει. Αυτό δεν σηµαίνει ότι δεν θα υπάρχει ενηµέρωση ή πολύ περισσότερο προτάσεις και προβολές για το τι πρέπει να γίνει. Αλλά η µικροπολιτική και το «ξεδόντιασµα» τέλος. Τουλάχιστον επί του παρόντος. Η δεύτερη επιλογή είναι να γιγαντωθεί το χάος και η απορρύθµιση του κυβερνητικού έργου. Αλλά ποιος κερδίζει από αυτό; Σίγουρα όχι τα κύρια κόµµατα της αντιπολίτευσης όπως το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκονται σε κατάσταση απορρύθµισης.
Ούτε το ΚΚΕ που παραδοσιακά δεν θέλει να εµπλέκεται σε διαδικασίες ανατροπής των κυβερνήσεων. Αλλά ούτε και τα ευκαιριακά σε πλεονεκτική θέση, αντισυστηµικά επονοµαζόµενα κόµµατα όπως η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου ή η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου, η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου και ούτω καθεξής. Είναι δεδοµένο ότι ο αντισυστηµισµός στη µετά τα µνηµόνια Ελλάδα δεν έχει και σπουδαία τύχη στις κάλπες. Τουλάχιστον ανάλογη µε τις εντυπώσεις που δηµιουργεί σε µη εκλογικούς χρόνους.
Στο παρασκήνιο κινούνται πολλές και διαφορετικές δυνάµεις, συµφέροντα ή τάσεις που δηλώνουν ότι έχουν κουραστεί από την πραγµατικότητα που δηµιουργεί η διακυβέρνηση Μητσοτάκη και θέλουν να δηµιουργήσουν προδιάθεση για µια επόµενη µέρα. Άλλες οµάδες ανησυχούν πολύ σοβαρά για το αν στη συνέχεια και µε τις παρούσες διεθνείς συνθήκες επανακαθορισµού αξιών και συσχετισµών υπάρξει συναίνεση από την Αθήνα για µια πλήρη σύνδεση µε τα συµφέροντα της Τουρκίας που επεκτείνονται στην Ευρώπη. Άλλες δυνάµεις εκτιµούν ότι η διακυβέρνηση επιµέτρησε τις δυνατότητές της.
Φυσικά υπάρχουν προσωπικές φιλοδοξίες και επιχειρηµατικοί ανταγωνισµοί που περιπλέκουν τις καταστάσεις, ειδικά όσον αφορά την τετραετία 2027- 2031. Το παρασκήνιο αυτό όµως δεν είναι συντονισµένο και πολύ περισσότερο δηµιουργικό. ∆εν έχει να προτείνει δηλαδή εναλλακτική κυβερνητισµού και πολύ περισσότερο συγκροτηµένες στρατηγικές για την προοπτική της χώρας στους νέους καιρούς, που έχουν σαν αφετηρία τη δεύτερη θητεία Τραµπ στον Λευκό Οίκο.
Άρα η ανατροπή της διακυβέρνησης Μητσοτάκη δεν µπορεί να επιλεγεί αντί για τη λελογισµένη πίεση προκειµένου να υπάρξει διαφάνεια και διαβούλευση για τις στρατηγικές επιλογές που κάνει , αλλά και κριτική ή προτάσεις για τις επιµέρους πολιτικές που προωθεί το νέο κυβερνητικό σχήµα.
*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»