Οι έντονες διαβουλεύσεις, διεργασίες και το παρασκήνιο για τον επανεξοπλισµό της Ευρώπης και την ανάληψη της ευθύνης για την ασφάλεια και την άµυνά της από τους Αµερικανούς καταλήγουν σε κάτι απλό και σύνηθες για τα ευρωπαϊκά δεδοµένα. Ενα κοινό ταµείο, της τάξης των 150 δισ. ευρώ, και προτάσεις από την πλευρά της Κοµισιόν για το ποιοι θα είναι οι κανόνες του παιχνιδιού, υπό τον βαρύγδουπο τίτλο της Λευκής Βίβλου.

Στις προτάσεις αυτές, µε την επιµέλεια των δύο επιτρόπων από τις βαλτικές χώρες, Κάλας και Κοµπίλιους, καθρεφτίζεται η γαλλική λογική, που σίγουρα συναντάται µε το γερµανικό consensus και σύµφωνα µε την οποία τα ποσά που θα επενδυθούν στην άµυνα και τον εξοπλισµό των εθνικών κρατών της Ευρώπης καθώς και τα έργα κοινού ενδιαφέροντος και ενωσιακής ταυτότητας, όπως η αντιπυραυλική-αντιαεροπορική άµυνα, θα πρέπει να επιστρέψουν ως όφελος για την πολεµική βιοµηχανία και τις τεχνολογίες ευρωπαϊκών δυνάµεων. Κύριες µεταξύ αυτών οι γαλλικές και οι γερµανικές εταιρείες και τα εργοστάσια. Φυσικά, ωφεληµένες θα είναι από το συγκεκριµένο πλαίσιο αναφοράς η ιταλική και η ισπανική πολεµική βιοµηχανία.

Πέραν της ευρωπαϊκής ενότητας, υπάρχει εξαίρεση στο πεδίο των τρίτων χωρών για τη Νορβηγία και την Ουκρανία. Το παιχνίδι των χρηµατοοικονοµικών λόµπι, που πάντα έχουν ισχυρό λόγο στις αποφάσεις των Βρυξελλών, διαφαίνεται από τη ρύθµιση που προτείνεται και σύµφωνα µε την οποία τα κράτη-µέλη θα πρέπει να αγοράζουν επιλέξιµα προϊόντα, µέσω ευνοϊκών ως προς τους όρους δανείων και εθνικών σχεδίων από τα 150 δισ. ευρώ, από οντότητες που θα έχουν έδρα στις χώρες της Ε.Ε., αλλά και στην Ελβετία, το Λιχτενστάιν, τη Νορβηγία και την Ουκρανία.

Αν δούµε τη Λευκή Βίβλο που ανακοινώθηκε, θα πρέπει να συγκρατήσουµε ότι το 65% των κονδυλίων θα δοθούν αποκλειστικά για σχέδια προµηθειών από ευρωπαϊκές βιοµηχανίες. Το υπόλοιπο 35% αναφέρεται σε τρίτες χώρες. Οµως, για να µπορούν αυτές να συµµετάσχουν, όπως για παράδειγµα η Βρετανία ή η Τουρκία αλλά και οι ΗΠΑ, θα πρέπει να έχουν «εταιρική συµφωνία για την ασφάλεια και την άµυνα» µε την Ευρώπη. Η Βρετανία όµως δεν έχει τέτοια συµφωνία µετά το Brexit και δεν θα είναι εύκολη µια τέτοια εξέλιξη, αφού για τη Βρετανία, για παράδειγµα, και σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις των «Financial Times» ή άλλων διεθνών µίντια, δεν θα είναι εύκολο κάτι τέτοιο, καθώς σχετίζεται και µε τοµείς όπως τα αλιεύµατα, η ελεύθερη διακίνηση, η µετανάστευση και άλλες εκκρεµότητες που υφίστανται. Αρα, εκτός η Βρετανία στην πρώτη φάση.

Το ίδιο συµβαίνει και µε την Τουρκία, που, αν και εξαγόρασε δύο ιταλικές βιοµηχανίες τέτοιου τύπου, δεν έχει εταιρικό σύµφωνο µε την Ευρώπη και, όταν µιλάµε για άµυνα και ασφάλεια, είναι λογικό ότι, για παράδειγµα, Ελλάδα και Κύπρος θα θέσουν το ζήτηµα ότι κάτι τέτοιο δεν µπορεί να συµφωνηθεί µε µια τρίτη χώρα, την Τουρκία, η οποία κατέχει µέρος των εδαφών της Κύπρου µε στρατιωτική εισβολή και κατοχή, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας διατηρεί σε ισχύ casus belli.

Το τι θα συµβεί µε τις ΗΠΑ είναι προς µελέτη, αφού η προεδρία Τραµπ και η Ουάσινγκτον δεν προκύπτει ότι θα δεχθούν τον αποκλεισµό τους από τους ευρωπαϊκούς εξοπλισµούς, παίζοντας µε τους δασµούς και άλλα αντίµετρα, για να έχουν ασφαλή πρόσβαση στη νέα εποχή για την Ευρώπη. Στη συγκεκριµένη περίπτωση έχει ιδιαίτερη σηµασία ότι, για παράδειγµα, τα συστήµατα Ρatriot δεν µπορούν να υποκατασταθούν, τουλάχιστον επί του παρόντος, από ευρωπαϊκά οπλικά συστήµατα, ενώ διακηρύξεις όπως αυτή της σε µεταβατική περίοδο πολιτικά Πορτογαλίας, ότι θα ακυρώσει την προµήθεια των αεροσκαφών τύπου F-35 προκειµένου να τα αντικαταστήσει µε ευρωπαϊκά ανάλογα, ανεβάζουν τον πήχη της αντιπαράθεσης.

Σε γενικές γραµµές και στην περίπτωση του επανεξοπλισµού, οι Βρυξέλλες κινούνται εταιρικά υπέρ των Γάλλων και των Γερµανών, που προβλέπεται να προσαρµόσουν µέρος της αυτοκινητοβιοµηχανίας τους σε εργοστάσια οπλικών συστηµάτων, δηµιουργώντας ακόµα ένα Ταµείο τύπου Ανάκαµψης για την επόµενη πενταετία. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, δηλώνει, και λογικά, ικανοποιηµένη, ενώ το όλο πλαίσιο θα έχει καθορισθεί οριστικά µέχρι τη Σύνοδο Κορυφής και το Συµβούλιο των εθνικών ηγεσιών τον Ιούνιο.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά»