Για κάποιον αδιευκρίνιστο, στην ουσία ή στο πεδίο, λόγο η Ελλάδα πάσχει από τον φόβο της Τουρκίας στη διεθνή πολιτική της. Μπορεί διεθνώς να άλλαξαν οι συνθήκες και οι παράµετροι µετά την εκλογή του Ντ. Τραµπ, αλλά η Τουρκία και η ηγεσία της επιθετικές ήταν πριν, επιθετικές παραµένουν και σήµερα. Η ανασφάλεια που προέκυψε στην ελληνική ηγεσία και την εγχώρια πολιτική ανάλυση σε σχέση µε τη θέση που θα λάβουν οι ΗΠΑ στη δική τους διεθνή πολιτική, όπου υπερπροβλήθηκε στην ελληνική δηµοσιογραφία η τυχόν σηµασία της προσωπικής σχέσης µεταξύ του προέδρου Τραµπ και του προέδρου Ερντογάν, φυσικά δεν είχε και δεν έχει κάποιο βάθος ή εκ των εξελίξεων ευθυκρισία. Η αµερικανική πολιτική σε σχέση µε την Ελλάδα και την Τουρκία είναι επαρκώς διακριτή, έχοντας δοµήσει ειδική σχέση ως αξιόπιστου και πλέον στενού συµµάχου µε την Ελλάδα και ως σηµαντικού περιφερειακού δρώντος µε την Τουρκία η οποία αν και επιδεικνύει αναξιόπιστη στάση σε σχέση µε τη ∆ύση προτιµώντας µια «επιτήδεια ουδετερότητα» έναντι της Ανατολής, παραµένει µέλος του ΝΑΤΟ. Οι Αµερικανοί, από την εποχή της πρώτης θητείας Τραµπ στον Λευκό Οίκο και σε όλη τη διάρκεια της θητείας Μπάιντεν στη συνέχεια, έχουν δείξει τις προθέσεις και τη στρατηγική τους απέναντι στις δύο χώρες, µε συνεκτικό σηµείο ότι για τις ΗΠΑ η Ελλάδα και η Τουρκία δεν αποτελούν ενότητα. Βρισκόµαστε πολύ µακριά δηλαδή από τη δεκαετία του 1950 και την οπτική του Σχεδίου Μάρσαλ, αλλά και τη συγκρότηση του ΝΑΤΟ στο µέσον εκείνης της δεκαετίας.

Η ελληνική ανασφάλεια των τελευταίων, αρκετών, µηνών στο ενεργειακό αλλά και το διπλωµατικό επίπεδο δεν επιβεβαιώνεται από την πραγµατικότητα της διοίκησης Τραµπ

Βεβαίως, η Ουάσινγκτον σε καµία περίπτωση δεν θέλει σύγκρουση ειδικά στρατιωτική µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Είναι σχεδόν µη ανεκτό για τους Αµερικανούς να βρεθούν στη δύσκολη θέση να έχουν ρόλο διαιτητή κατά τη διάρκεια ή ύστερα από ένα θερµό επεισόδιο στο Αιγαίο µεταξύ Άγκυρας και Αθήνας. Για τον λόγο αυτό πιέζουν συνεχώς για διάλογο µεταξύ των δύο ηγεσιών, µέτρα οικοδόµησης εµπιστοσύνης, ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας µεταξύ των διπλωµατικών και στρατιωτικών ηγεσιών Ελλάδας και Τουρκίας. Σε καµία περίπτωση, όµως, δεν έχουν πιέσει για παράδειγµα την Ελλάδα για στρατηγικές υποχωρήσεις σε θέµατα εθνικής επικρατείας και οικονοµικών ζωνών δικαιοδοσίας. Η Ελλάδα και η Τουρκία ειδικά την τελευταία δεκαετία έχουν δοµήσει διαφορετικού τύπου διµερείς επαφές µε τις ΗΠΑ, αλλά και εν γένει διαφορετικές στρατηγικές στην ευρύτερη περιοχή. Έχουν επίσης περιφερειακές συµµαχίες ανταγωνιστικές µεταξύ τους. Με την Τουρκία να έχει ευθυγραµµισθεί µε την πλέον ακραία ισλαµική επιθετικότητα από την πλευρά των σουνιτών και ως συµπληρωµατική δύναµη στο σιιτικό Ιράν. Αντίθετα, η Ελλάδα κινείται στον άξονα της στενής σχέσης µε το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Εµιράτα, τη Σαουδική Αραβία και την Ιορδανία.

Η ελληνική ανασφάλεια των τελευταίων, αρκετών µηνών, στο ενεργειακό αλλά και το διπλωµατικό επίπεδο, µε το επιχείρηµα ότι οι Αµερικανοί θα στραφούν προς την Τουρκία και δεν θα τιµήσουν τη διµερή στρατηγική σχέση τους µε την Ελλάδα δεν επιβεβαιώνεται από την πραγµατικότητα της διοίκησης Τραµπ. Ούτε σε επίπεδο ανακοινώσεων ούτε πολύ περισσότερο σε επίπεδο πράξεων. Όταν ο νέος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Ρούµπιο έβλεπε εν µέσω µιας εξαιρετικά ταραχώδους ηµέρας στην Ουάσινγκτον, τον Έλληνα οµόλογό του κ. Γεραπετρίτη για να στείλει θετικά µηνύµατα στην ανασφαλή Αθήνα, κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνονταν οι φό[1]βοι που καλλιεργούνται στο εσωτερικό της χώρας µας. Πολύ περισσότερο µετά τα όσα εξελίχθηκαν στην πλέον σπουδαία δεξίωση στον Λευκό Οίκο το βράδυ της ∆ευτέρας µε αφορµή την επέτειο της εθνικής επανάστασης. Αναλόγως, κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνονται οι φόβοι για αλλαγή στρατηγικής από το Ισραήλ.

Να καταλήξουµε σε κάτι σηµαντικό. Το έλλειµµα αυτοπεποίθησης που επιδεικνύει για καιρό η Ελλάδα είναι ο πιο επικίνδυνος παράγοντας για τις εθνικές µας προτεραιότητες.

*Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή»