Πώς φθάσαµε στον παγκόσµιο πόλεµο του Ντόναλντ Τραµπ
Άρθρο γνώμης
Εταιρείες και πολυµερή πολιτικά διευθυντήρια είχαν πολύ µεγάλο περιθώριο χρόνου για να µη φθάσουµε εδώ. Περίπου από το 2015 και σίγουρα από το 2018 θα έπρεπε να έχουν ξεκινήσει να µεταφέρουν τα εργοστάσιά τους από την Κίνα και την Ασία

Τη νύχτα της προηγούµενης Τετάρτης προς Πέµπτη ο κόσµος κράτησε την ανάσα του. Ενας παγκόσµιος πόλεµος είχε κηρυχθεί. ∆εν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά µια αστραπή που διέλυσε όλα τα δεδοµένα της µεταπολεµικής Ευρώπης και του φιλελεύθερου διεθνισµού για τις χώρες της Ασίας και του παγκόσµιου Νότου. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντ. Τραµπ, συνεπής στο ραντεβού που είχε δώσει µε την Ιστορία και τους παγκόσµιους συνοµιλητές του, κήρυξε ένα καθεστώς δασµών. Με τον τρόπο αυτόν έµπρακτα έθεσε τέλος στον Παγκόσµιο Οργανισµό Εµπορίου, όπως κατήγγειλε η κυβέρνηση της Ιαπωνίας, αλλά και στον ευρωατλαντισµό, που καθόρισε στη βάση σχέσεων ανοχής και συνεργασίας την ισορροπία µεταξύ Βρυξελλών - Ουάσινγκτον για τουλάχιστον 30 χρόνια.
Εταιρείες και πολυµερή πολιτικά διευθυντήρια είχαν πολύ µεγάλο περιθώριο χρόνου για να µη φθάσουµε εδώ. Περίπου από το 2015 και σίγουρα από το 2018 θα έπρεπε να έχουν ξεκινήσει να µεταφέρουν τα εργοστάσιά τους από την Κίνα και την Ασία –Βιετνάµ, Ν. Κορέα, Ταϊβάν, Μαλαισία, Ταϊλάνδη αλλά και Βραζιλία, Μεξικό– στη βάση τους. Στις αναγραφόµενες χώρες προέλευσης των εταιρειών. Οι ζώνες της παραγωγής, δηλαδή, να συµπίπτουν εθνικά και ως εγκαταστάσεις µε τις αγορές που αναφέρονταν. Να σταµατούσαν, εν ολίγοις, το δουλεµπόριο στην παραγωγή και τα υπερκέρδη, στη βάση του πληθωρισµού της απληστίας τους, στην κατανάλωση. Να αποφάσιζαν να δώσουν πίσω το µερίδιο ευηµερίας στις εθνικές ηγεσίες και τους λαούς, έστω και αν ο όγκος του χρήµατος περιοριζόταν, δουλειές και πλεονάσµατα στους κρατικούς προϋπολογισµούς. ∆εν θέλησαν να το κάνουν, εµµένοντας στη φεουδαρχία των πολιτικών ελίτ, των «προθύµων» του διεθνούς εµπορίου στη διακυβέρνηση, και στην κερδοσκοπική κυριαρχία της κάστας των 100 εταιρειών, ιδρυµάτων και επενδυτικών τραπεζών στις αγορές χρήµατος.
Ο «ανήθικος καπιταλισµός» που υπεστήριξαν δεν άφησε περιθώρια στα κράτη και στις εκλεγµένες κυβερνήσεις να δηµιουργήσουν µια ισορροπία µακροπρόθεσµου µοντέλου ευηµερίας για τις δυτικές κοινωνίες. Οι κρατικοί προϋπολογισµοί βρίσκονταν σε κύκλο «δηµιουργικής καταστροφής», µε τα ελλείµµατα και το δηµόσιο χρέος να ξεπερνούν κάθε όριο, τα funds και τους διεθνείς οίκους να καταγράφουν µέσω χρηµατιστηρίων, και στον αναπτυξιακό κύκλο και µέσω κρίσεων, κέρδη πέραν κάθε πρόβλεψης, ενώ οι λαοί και οι µικρές επιχειρήσεις, µεταµορφωµένοι σε καταναλωτές και µόνο, χάνουν τα εισοδήµατά τους από την εργασία και καθίστανται σε µικροκλίµακα όµηροι των τραπεζών µέσω της εκτόξευσης του ιδιωτικού χρέους.
Εξαιτίας της αλληλεξάρτησης στην παραγωγή και στη χωρίς δασµούς διακίνηση ανθρώπων, υπηρεσιών-τεχνολογιών και προϊόντων, απασχολούσε τις λέσχες της ισχύος στη ∆ύση περισσότερο η ενίσχυση των εισοδηµάτων στη µάζα πληθυσµού της Κίνας παρά η φτωχοποίηση της µέσης τάξης στη ∆ύση. Με τον τρόπο αυτόν κατά τη γνώµη τους θα δηµιουργείτο µια ολότητα καταναλωτών στις ευρέος φάσµατος αγορές, που τόσο στο πεδίο της παραγωγής (κόστος εργασίας) όσο και στην κατανάλωση θα εκτόξευαν τα κέρδη στα ρετιρέ της νοµενκλατούρας της παγκόσµιας οικονοµίας. Επειδή µέσω των χρηµατιστηρίων, που λειτουργούσαν, ειδικά στις ΗΠΑ από την πλευρά της ∆ύσης, ως πολλαπλασιαστές χρήµατος, µε ανύπαρκτο κόστος παραγωγής ή εργασίας, τα πλεονάσµατα πλούτου γιγαντώνονταν αντίστροφα από τα χρέη σε κράτη και λαούς, στον κύκλο της δηµοκρατικής λειτουργικότητας δηλαδή, που καθίσταντο απαγορευτικά και µη διαχειρίσιµα, συγκροτήθηκαν κεφάλαια εκτός φορολογίας και ελέγχου ιδιοκτησίας, κεφάλαια κατ’ όνοµα φιλανθρωπικά, που τα χειριζόταν ή τα αποθήκευε ως καύσιµο, αλλά και ως ταµείο της παγκοσµιοποίησης, η ελίτ των ελίτ του «ανήθικου καπιταλισµού» από την πλευρά της ∆ύσης.
Ο καπιταλισµός µε την έννοια αυτή έπασχε από αυτοαναφορική καταστροφή, αφού µεγάλος όγκος κεφαλαίων δεν επέστρεφε ως επενδύσεις στον κύκλο της παραγωγής, ούτε ισορροπούσε τους κρατικούς προϋπολογισµούς απέναντι στα κρατικά και ιδιωτικά χρέη που δηµιουργούσε το µοντέλο. Ολα αυτά τα δεδικασµένα υπήρχε χρόνος από την πρώτη θητεία Τραµπ στον Λευκό Οίκο να εκλογικευτούν και να προσαρµοσθούν σε µια δηµοκρατική νοµιµότητα στη διάχυση της ευηµερίας, αλλά και στον πλουραλισµό της ισχύος στη λήψη παγκόσµιων αποφάσεων. ∆εν συνέβη αυτό, αλλά, αντίθετα, η διαδικασία υπερσυγκέντρωσης πλούτου στην «κάστα» του ιερατείου της παγκοσµιοποίησης συνεχίσθηκε µέσω της ανάπτυξης τεχνολογιών στις ΗΠΑ και «πράσινου µονόδροµου» στην Ευρώπη, µε τη µέση τάξη στη ∆ύση να εξαθλιώνεται, το κόστος ζωής να αυξάνεται µαζί µε το δηµόσιο χρέος των κρατών, την ανάπτυξη στην Κίνα να χάνει τη δυναµική της και τις αλγοριθµικές µηχανές να είναι πιο έτοιµες από ποτέ να αντικαταστήσουν τον άνθρωπο και τη µισθωτή εργασία. Ηρθε ο Τραµπ και κήρυξε τον πόλεµο σε αυτήν την «τάξη πραγµάτων». Προάγει τον «εθνικό καπιταλισµό» και την έννοια της ηθικής µέσω της ισχύος της αρµοδιότητας των εθνικών, δηµοκρατικά εκλεγµένων ηγεσιών απέναντι στο υπερ-κράτος της παγκοσµιοποίησης. Προβάλλει το δικαίωµα των εθνών-λαών να συναποφασίζουν την τύχη τους.
Η επόµενη ηµέρα θα φέρει οξύτερη σύγκρουση µεταξύ των πόλων της ∆ύσης. Ή, αντίθετα, οι δασµοί θα βρουν τα όριά τους σε µια δέσµη ανεξάρτητων οικονοµικών - εµπορικών συµφωνιών εντός της ∆ύσης, στον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό, πριν από την τριµερή συµφωνία τύπου «Γιάλτας», ΗΠΑ-Κίνας-Ρωσίας, για ένα νέο παγκόσµιο εµπόριο, τεµαχισµένο σε ζώνες επιρροής.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Εταιρείες και πολυµερή πολιτικά διευθυντήρια είχαν πολύ µεγάλο περιθώριο χρόνου για να µη φθάσουµε εδώ. Περίπου από το 2015 και σίγουρα από το 2018 θα έπρεπε να έχουν ξεκινήσει να µεταφέρουν τα εργοστάσιά τους από την Κίνα και την Ασία –Βιετνάµ, Ν. Κορέα, Ταϊβάν, Μαλαισία, Ταϊλάνδη αλλά και Βραζιλία, Μεξικό– στη βάση τους. Στις αναγραφόµενες χώρες προέλευσης των εταιρειών. Οι ζώνες της παραγωγής, δηλαδή, να συµπίπτουν εθνικά και ως εγκαταστάσεις µε τις αγορές που αναφέρονταν. Να σταµατούσαν, εν ολίγοις, το δουλεµπόριο στην παραγωγή και τα υπερκέρδη, στη βάση του πληθωρισµού της απληστίας τους, στην κατανάλωση. Να αποφάσιζαν να δώσουν πίσω το µερίδιο ευηµερίας στις εθνικές ηγεσίες και τους λαούς, έστω και αν ο όγκος του χρήµατος περιοριζόταν, δουλειές και πλεονάσµατα στους κρατικούς προϋπολογισµούς. ∆εν θέλησαν να το κάνουν, εµµένοντας στη φεουδαρχία των πολιτικών ελίτ, των «προθύµων» του διεθνούς εµπορίου στη διακυβέρνηση, και στην κερδοσκοπική κυριαρχία της κάστας των 100 εταιρειών, ιδρυµάτων και επενδυτικών τραπεζών στις αγορές χρήµατος.
Ο «ανήθικος καπιταλισµός» που υπεστήριξαν δεν άφησε περιθώρια στα κράτη και στις εκλεγµένες κυβερνήσεις να δηµιουργήσουν µια ισορροπία µακροπρόθεσµου µοντέλου ευηµερίας για τις δυτικές κοινωνίες. Οι κρατικοί προϋπολογισµοί βρίσκονταν σε κύκλο «δηµιουργικής καταστροφής», µε τα ελλείµµατα και το δηµόσιο χρέος να ξεπερνούν κάθε όριο, τα funds και τους διεθνείς οίκους να καταγράφουν µέσω χρηµατιστηρίων, και στον αναπτυξιακό κύκλο και µέσω κρίσεων, κέρδη πέραν κάθε πρόβλεψης, ενώ οι λαοί και οι µικρές επιχειρήσεις, µεταµορφωµένοι σε καταναλωτές και µόνο, χάνουν τα εισοδήµατά τους από την εργασία και καθίστανται σε µικροκλίµακα όµηροι των τραπεζών µέσω της εκτόξευσης του ιδιωτικού χρέους.
Εξαιτίας της αλληλεξάρτησης στην παραγωγή και στη χωρίς δασµούς διακίνηση ανθρώπων, υπηρεσιών-τεχνολογιών και προϊόντων, απασχολούσε τις λέσχες της ισχύος στη ∆ύση περισσότερο η ενίσχυση των εισοδηµάτων στη µάζα πληθυσµού της Κίνας παρά η φτωχοποίηση της µέσης τάξης στη ∆ύση. Με τον τρόπο αυτόν κατά τη γνώµη τους θα δηµιουργείτο µια ολότητα καταναλωτών στις ευρέος φάσµατος αγορές, που τόσο στο πεδίο της παραγωγής (κόστος εργασίας) όσο και στην κατανάλωση θα εκτόξευαν τα κέρδη στα ρετιρέ της νοµενκλατούρας της παγκόσµιας οικονοµίας. Επειδή µέσω των χρηµατιστηρίων, που λειτουργούσαν, ειδικά στις ΗΠΑ από την πλευρά της ∆ύσης, ως πολλαπλασιαστές χρήµατος, µε ανύπαρκτο κόστος παραγωγής ή εργασίας, τα πλεονάσµατα πλούτου γιγαντώνονταν αντίστροφα από τα χρέη σε κράτη και λαούς, στον κύκλο της δηµοκρατικής λειτουργικότητας δηλαδή, που καθίσταντο απαγορευτικά και µη διαχειρίσιµα, συγκροτήθηκαν κεφάλαια εκτός φορολογίας και ελέγχου ιδιοκτησίας, κεφάλαια κατ’ όνοµα φιλανθρωπικά, που τα χειριζόταν ή τα αποθήκευε ως καύσιµο, αλλά και ως ταµείο της παγκοσµιοποίησης, η ελίτ των ελίτ του «ανήθικου καπιταλισµού» από την πλευρά της ∆ύσης.
Ο καπιταλισµός µε την έννοια αυτή έπασχε από αυτοαναφορική καταστροφή, αφού µεγάλος όγκος κεφαλαίων δεν επέστρεφε ως επενδύσεις στον κύκλο της παραγωγής, ούτε ισορροπούσε τους κρατικούς προϋπολογισµούς απέναντι στα κρατικά και ιδιωτικά χρέη που δηµιουργούσε το µοντέλο. Ολα αυτά τα δεδικασµένα υπήρχε χρόνος από την πρώτη θητεία Τραµπ στον Λευκό Οίκο να εκλογικευτούν και να προσαρµοσθούν σε µια δηµοκρατική νοµιµότητα στη διάχυση της ευηµερίας, αλλά και στον πλουραλισµό της ισχύος στη λήψη παγκόσµιων αποφάσεων. ∆εν συνέβη αυτό, αλλά, αντίθετα, η διαδικασία υπερσυγκέντρωσης πλούτου στην «κάστα» του ιερατείου της παγκοσµιοποίησης συνεχίσθηκε µέσω της ανάπτυξης τεχνολογιών στις ΗΠΑ και «πράσινου µονόδροµου» στην Ευρώπη, µε τη µέση τάξη στη ∆ύση να εξαθλιώνεται, το κόστος ζωής να αυξάνεται µαζί µε το δηµόσιο χρέος των κρατών, την ανάπτυξη στην Κίνα να χάνει τη δυναµική της και τις αλγοριθµικές µηχανές να είναι πιο έτοιµες από ποτέ να αντικαταστήσουν τον άνθρωπο και τη µισθωτή εργασία. Ηρθε ο Τραµπ και κήρυξε τον πόλεµο σε αυτήν την «τάξη πραγµάτων». Προάγει τον «εθνικό καπιταλισµό» και την έννοια της ηθικής µέσω της ισχύος της αρµοδιότητας των εθνικών, δηµοκρατικά εκλεγµένων ηγεσιών απέναντι στο υπερ-κράτος της παγκοσµιοποίησης. Προβάλλει το δικαίωµα των εθνών-λαών να συναποφασίζουν την τύχη τους.
Η επόµενη ηµέρα θα φέρει οξύτερη σύγκρουση µεταξύ των πόλων της ∆ύσης. Ή, αντίθετα, οι δασµοί θα βρουν τα όριά τους σε µια δέσµη ανεξάρτητων οικονοµικών - εµπορικών συµφωνιών εντός της ∆ύσης, στον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό, πριν από την τριµερή συµφωνία τύπου «Γιάλτας», ΗΠΑ-Κίνας-Ρωσίας, για ένα νέο παγκόσµιο εµπόριο, τεµαχισµένο σε ζώνες επιρροής.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά