
Οι κρίσιµες σχέσεις µε Ιερουσαλήµ και Ουάσινγκτον
Άρθρο γνώμης
Την Ελλάδα και την Κύπρο ως κύριους παράγοντες της Κοινότητας της Ανατολικής Μεσογείου τις απασχολούν όλα αυτά τα µέτωπα, ακόµα και στους υπολογισµούς που γίνονται σε σχέση µε τις παραδοσιακές διαφορές µε την Τουρκία
Ο Ντόναλντ Τραµπ δεν επιθυµεί νέες εστίες σύγκρουσης στην Ανατολή. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τις τελευταίες συνοµιλίες των ηγεσιών δύο εξόχως στενών συµµάχων: των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Φυσικά, τα όσα απασχόλησαν τον πρόεδρο Τραµπ και τον πρωθυπουργό Νετανιάχου δεν έχουν γίνει σε όλο τους το εύρος γνωστά. Ας µείνουµε στα βασικά. Ουσιαστικά, η Ουάσινγκτον θέλησε να βάλει φρένο ή, καλύτερα, ένα πλαίσιο στον γεωπολιτικό αλλά και τον στρατηγικό ανταγωνισµό που εξελίσσεται µε συνεχή κλιµάκωση µεταξύ Αγκυρας και Ιερουσαλήµ. Ο Ντ. Τραµπ δεν επιθυµεί θερµή εµπλοκή τουρκικών και ισραηλινών Ενόπλων ∆υνάµεων στο πεδίο της Μεσοποταµίας. Για τον λόγο αυτό και οι θερµές δηλώσεις εκτίµησης για τον ηγέτη της Τουρκίας, Τ. Ερντογάν. Ο Αµερικανός πρόεδρος εκτιµά ότι θα συνεννοηθεί και θα µεσολαβήσει για αποκλιµάκωση, εφόσον ο ανταγωνισµός των δύο χωρών για τη διάρθρωση της επόµενης Συρίας φτάσει σε «κόκκινη ζώνη».
Αυτό το έκανε ορατό µε δηµόσιες δηλώσεις, ώστε από τη µια να δεσµεύσει εµµέσως το Ισραήλ και από την άλλη να στείλει τα κατάλληλα µηνύµατα στην Αγκυρα για το όριο των οθωµανικών της φιλοδοξιών. Η Ιερουσαλήµ στην παρούσα φάση στο περιφερειακό επίπεδο έχει ισχυρούς συµµάχους. Το Ισραήλ δεν είναι πλέον µόνο του µεταξύ «λύκων», όπως σε προηγούµενες δεκαετίες. Πέραν των δύο κρατών του Ελληνισµού που δίνουν υδάτινο βάθος στην περίµετρο ασφαλείας του, αλλά και πρόσβαση στην Ευρώπη, ακόµα και για τις πολεµικές βιοµηχανίες και τεχνολογίες, διατηρεί βάσιµες προσβάσεις στον κόσµο των Αράβων. Η λογική Τραµπ, πέραν της Τουρκίας, ακολουθεί ήπια ανάσχεση µέσω διαλόγου απέναντι και στο Ιράν. Τυχόν σχεδιασµοί άµεσης εµπλοκής µε την Τεχεράνη και καταστροφή των πυρηνικών της εγκαταστάσεων δεν ενθαρρύνονται από την Ουάσινγκτον, παρά το γεγονός ότι σε αεροπλάνα και ειδικές βόµβες είναι ήδη σε ετοιµότητα για να αναλάβει δράση. Η προτροπή Τραµπ στον Νετανιάχου ήταν να υπάρξει αναµονή, ώστε να εξελιχθεί η συζήτηση των ΗΠΑ µε το Ιράν µε την παρουσία του Οµάν για την κατάσταση και τον έλεγχο του πυρηνικού του προγράµµατος. Η Τεχεράνη στην παρούσα φάση κρίνεται ως «ξεδοντιασµένη» µετά την κατάρρευση του «άξονα της αντίστασης» ή της τζιχάντ που συνέβη µέσα από τους πολέµους των τελευταίων ετών και ως αντίδραση στην 7η Οκτωβρίου 2023 από το Ισραήλ. Οι Αµερικανοί και η οµάδα Τραµπ στο πλαίσιο αυτό νιώθουν αυτοπεποίθηση ότι θα πετύχουν ειρηνευτική συµφωνία µε το Ιράν. Κάτι που µάλλον δεν παρακολουθεί µε την ίδια αισιοδοξία το Ισραήλ, το Εθνικό Συµβούλιο Ασφαλείας του οποίου θα ήθελε µια «τελική λύση» ως προς την πυρηνική απειλή του Ιράν. Είµαστε, όµως, σε ένα τραπέζι γεωπολιτικού πόκερ όπου κανένας, ούτε οι Ισραηλινοί, δεν µπορεί να τα πάρει όλα και από την αρχή.
Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για τους Τούρκους. Παρά την ανησυχία που δηµιούργησαν σε κάποιους στην Αθήνα οι τελευταίες δηλώσεις του προέδρου Τραµπ υπέρ του Τ. Ερντογάν, η Τουρκία, αν δεν θέλει να βρεθεί προ αρνητικών εκπλήξεων, θα πρέπει να περιορίσει τις φιλοδοξίες και τα οράµατά της για ευρείες ζώνες επιρροής. Είναι γνωστό ότι οι κεντρικοί κύκλοι της εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής στην Αγκυρα έχουν ως στόχο να ικανοποιήσουν σε όσο µεγαλύτερο βαθµό τις ηγεµονικές, αυτοκρατορικού τύπου φιλοδοξίες για τη χώρα τους. Αυτό, µάλιστα, το ονοµάζουν «δόγµα εθνικής ασφάλειας». Στην ευρύτερη περιοχή, από τις νότιες και ανατολικές ακτές της Ευρώπης, όπου πατά η Ελλάδα, µέχρι τις ακτές στον Ινδικό, όπου πατά µια από τις υπερδυνάµεις του πολυκεντρικού κόσµου, όπως αυτός διαµορφώνεται από έναν παγκόσµιο εµπορικό πόλεµο, µε µεγάλες δόσεις γεωπολιτικής, υφίστανται έξι περιοχές έντασης και ανταγωνισµού. Αυτή της Ανατολικής Μεσογείου, µε αναβαθµισµένη µάλιστα ενεργειακή αξία, το µέτωπο της Βορείου Αφρικής, µε έµφαση στην ανάταξη του Λιβάνου και τη διάταξη της Λιβύης, η ζώνη της Μεσοποταµίας, όπου συγκρούονται τα συµφέροντα της Τουρκίας µε εκείνα του Ισραήλ και των αραβικών ελίτ, ενώ σοβεί το κεφάλαιο της συγκρότησης ανεξάρτητου Κουρδιστάν, του Ιράν και, τέλος, της Ερυθράς Θάλασσας, όπου η διεθνής ναυσιπλοΐα δέχεται τροµοκρατία από τις δυνάµεις των Χούθι στην Υεµένη. Στα µέτωπα αυτά της έντασης δεν συνυπολογίζονται οι κλασικές εµπλοκές του Κυπριακού και του Παλαιστινιακού, που µπορούν να αποτελέσουν πολλαπλασιαστές επιπλοκών.
Την Ελλάδα και την Κύπρο ως κύριους παράγοντες της Κοινότητας της Ανατολικής Μεσογείου τις απασχολούν όλα αυτά τα µέτωπα, ακόµα και στους υπολογισµούς που γίνονται σε σχέση µε τις παραδοσιακές διαφορές µε την Τουρκία. Στη συγκεκριµένη, ταυτόχρονα, γεωπολιτική γειτονία, όπου όλα επιτρέπονται και όλα απαγορεύονται, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να εµπλέκονται και να έχουν συµµετοχή, σε αντίθεση µε τη διανοµή ρόλων που εξελίσσεται στη Βόρεια και την Ανατολική Ευρώπη. Για παράδειγµα, στην Ανατολική Μεσόγειο συγκροτείται επιχειρησιακή βάση στο πλαίσιο της συµµαχίας «3+1» στη Σούδα. Το καλώδιο ηλεκτρικής ενέργειας που ξεκινά από την Ελλάδα για να φθάσει στο Ισραήλ µέσω Κύπρου είναι φανερό ότι θα εξελιχθεί. Οι εξορύξεις αµερικανικών κολοσσών ενθαρρύνονται από την Ουάσινγκτον. Οι στόχοι της Τουρκίας δεν υπηρετούνται. Αλλά σε ισοζύγιο επί του παρόντος διατηρεί επιρροή στη Συρία, που την ενδιαφέρει πρωταρχικά. Πολλά θα κριθούν στην αναδιάταξη του Λιβάνου και τον αφοπλισµού της «Χεζµπολάχ», όπου είναι παρούσα ως παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας η Ελλάδα. Ολα βρίσκονται στην αρχή και το αποτέλεσµα θα κριθεί σε βάθος τετραετίας.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Αυτό το έκανε ορατό µε δηµόσιες δηλώσεις, ώστε από τη µια να δεσµεύσει εµµέσως το Ισραήλ και από την άλλη να στείλει τα κατάλληλα µηνύµατα στην Αγκυρα για το όριο των οθωµανικών της φιλοδοξιών. Η Ιερουσαλήµ στην παρούσα φάση στο περιφερειακό επίπεδο έχει ισχυρούς συµµάχους. Το Ισραήλ δεν είναι πλέον µόνο του µεταξύ «λύκων», όπως σε προηγούµενες δεκαετίες. Πέραν των δύο κρατών του Ελληνισµού που δίνουν υδάτινο βάθος στην περίµετρο ασφαλείας του, αλλά και πρόσβαση στην Ευρώπη, ακόµα και για τις πολεµικές βιοµηχανίες και τεχνολογίες, διατηρεί βάσιµες προσβάσεις στον κόσµο των Αράβων. Η λογική Τραµπ, πέραν της Τουρκίας, ακολουθεί ήπια ανάσχεση µέσω διαλόγου απέναντι και στο Ιράν. Τυχόν σχεδιασµοί άµεσης εµπλοκής µε την Τεχεράνη και καταστροφή των πυρηνικών της εγκαταστάσεων δεν ενθαρρύνονται από την Ουάσινγκτον, παρά το γεγονός ότι σε αεροπλάνα και ειδικές βόµβες είναι ήδη σε ετοιµότητα για να αναλάβει δράση. Η προτροπή Τραµπ στον Νετανιάχου ήταν να υπάρξει αναµονή, ώστε να εξελιχθεί η συζήτηση των ΗΠΑ µε το Ιράν µε την παρουσία του Οµάν για την κατάσταση και τον έλεγχο του πυρηνικού του προγράµµατος. Η Τεχεράνη στην παρούσα φάση κρίνεται ως «ξεδοντιασµένη» µετά την κατάρρευση του «άξονα της αντίστασης» ή της τζιχάντ που συνέβη µέσα από τους πολέµους των τελευταίων ετών και ως αντίδραση στην 7η Οκτωβρίου 2023 από το Ισραήλ. Οι Αµερικανοί και η οµάδα Τραµπ στο πλαίσιο αυτό νιώθουν αυτοπεποίθηση ότι θα πετύχουν ειρηνευτική συµφωνία µε το Ιράν. Κάτι που µάλλον δεν παρακολουθεί µε την ίδια αισιοδοξία το Ισραήλ, το Εθνικό Συµβούλιο Ασφαλείας του οποίου θα ήθελε µια «τελική λύση» ως προς την πυρηνική απειλή του Ιράν. Είµαστε, όµως, σε ένα τραπέζι γεωπολιτικού πόκερ όπου κανένας, ούτε οι Ισραηλινοί, δεν µπορεί να τα πάρει όλα και από την αρχή.
Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για τους Τούρκους. Παρά την ανησυχία που δηµιούργησαν σε κάποιους στην Αθήνα οι τελευταίες δηλώσεις του προέδρου Τραµπ υπέρ του Τ. Ερντογάν, η Τουρκία, αν δεν θέλει να βρεθεί προ αρνητικών εκπλήξεων, θα πρέπει να περιορίσει τις φιλοδοξίες και τα οράµατά της για ευρείες ζώνες επιρροής. Είναι γνωστό ότι οι κεντρικοί κύκλοι της εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής στην Αγκυρα έχουν ως στόχο να ικανοποιήσουν σε όσο µεγαλύτερο βαθµό τις ηγεµονικές, αυτοκρατορικού τύπου φιλοδοξίες για τη χώρα τους. Αυτό, µάλιστα, το ονοµάζουν «δόγµα εθνικής ασφάλειας». Στην ευρύτερη περιοχή, από τις νότιες και ανατολικές ακτές της Ευρώπης, όπου πατά η Ελλάδα, µέχρι τις ακτές στον Ινδικό, όπου πατά µια από τις υπερδυνάµεις του πολυκεντρικού κόσµου, όπως αυτός διαµορφώνεται από έναν παγκόσµιο εµπορικό πόλεµο, µε µεγάλες δόσεις γεωπολιτικής, υφίστανται έξι περιοχές έντασης και ανταγωνισµού. Αυτή της Ανατολικής Μεσογείου, µε αναβαθµισµένη µάλιστα ενεργειακή αξία, το µέτωπο της Βορείου Αφρικής, µε έµφαση στην ανάταξη του Λιβάνου και τη διάταξη της Λιβύης, η ζώνη της Μεσοποταµίας, όπου συγκρούονται τα συµφέροντα της Τουρκίας µε εκείνα του Ισραήλ και των αραβικών ελίτ, ενώ σοβεί το κεφάλαιο της συγκρότησης ανεξάρτητου Κουρδιστάν, του Ιράν και, τέλος, της Ερυθράς Θάλασσας, όπου η διεθνής ναυσιπλοΐα δέχεται τροµοκρατία από τις δυνάµεις των Χούθι στην Υεµένη. Στα µέτωπα αυτά της έντασης δεν συνυπολογίζονται οι κλασικές εµπλοκές του Κυπριακού και του Παλαιστινιακού, που µπορούν να αποτελέσουν πολλαπλασιαστές επιπλοκών.
Την Ελλάδα και την Κύπρο ως κύριους παράγοντες της Κοινότητας της Ανατολικής Μεσογείου τις απασχολούν όλα αυτά τα µέτωπα, ακόµα και στους υπολογισµούς που γίνονται σε σχέση µε τις παραδοσιακές διαφορές µε την Τουρκία. Στη συγκεκριµένη, ταυτόχρονα, γεωπολιτική γειτονία, όπου όλα επιτρέπονται και όλα απαγορεύονται, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να εµπλέκονται και να έχουν συµµετοχή, σε αντίθεση µε τη διανοµή ρόλων που εξελίσσεται στη Βόρεια και την Ανατολική Ευρώπη. Για παράδειγµα, στην Ανατολική Μεσόγειο συγκροτείται επιχειρησιακή βάση στο πλαίσιο της συµµαχίας «3+1» στη Σούδα. Το καλώδιο ηλεκτρικής ενέργειας που ξεκινά από την Ελλάδα για να φθάσει στο Ισραήλ µέσω Κύπρου είναι φανερό ότι θα εξελιχθεί. Οι εξορύξεις αµερικανικών κολοσσών ενθαρρύνονται από την Ουάσινγκτον. Οι στόχοι της Τουρκίας δεν υπηρετούνται. Αλλά σε ισοζύγιο επί του παρόντος διατηρεί επιρροή στη Συρία, που την ενδιαφέρει πρωταρχικά. Πολλά θα κριθούν στην αναδιάταξη του Λιβάνου και τον αφοπλισµού της «Χεζµπολάχ», όπου είναι παρούσα ως παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας η Ελλάδα. Ολα βρίσκονται στην αρχή και το αποτέλεσµα θα κριθεί σε βάθος τετραετίας.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά