Το πολιτικό σύστηµα της Ελλάδας, όπως ορίζεται στον κύκλο της µεταπολίτευσης, έχει καταρρεύσει. ∆εν έχει βάθος, δεν έχει επάρκεια, δεν έχει ιδέες, δεν έχει πρόσωπα. Είναι ένας κύκλος µικροπολιτικής, πάσχει από την αγωνία των πελατειακών σχέσεων, διακηρύσσει ως επί το πλείστον ξεπερασµένους στρατηγικούς σχεδιασµούς για την προοπτική της χώρας. ∆εν εµπνέει την κοινωνία, δεν δηµιουργεί προσδοκίες για τους πολίτες. Πολύ περισσότερο, θετικούς αιφνιδιασµούς. Μιλώντας για το πολιτικό σύστηµα της χώρας, ο λόγος δεν είναι για τη διακυβέρνηση της χώρας. Η πρωθυπουργία Μητσοτάκη και το σχήµα διοίκησης της Ελλάδας στην παρούσα φάση δίνουν µια διέξοδο. Ακόµα και αν δεν σηµειώνουν σε όλα τα µέτωπα ή τις προτεραιότητες που έχουν τεθεί επιτυχίες, αποτελούν ως πραγµατικότητα και άσκηση εξουσίας µια διαφυγή. Προσδίδουν µια ικανοποιητική παράταση στην πολιτική και κοινωνική δοµή και σύνθεση της χώρας για να αναταχθεί.

Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη παίρνει αποφάσεις, οργανώνει στρατηγικές, συγκροτεί πολιτικές, οπότε ως Ελλάδα προχωράµε. ∆εν παίζουν ρόλο οι διαµαρτυρίες γι’ αυτά που δεν έχουν γίνει. Προέχουν αυτά που γίνονται. Από την παρακµή της επόµενης ηµέρας της χρεοκοπίας στην επανασυγκρότηση και την ανάταξη του κράτους και της οικονοµίας. Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ορίζοντα, στην καλύτερη περίπτωση, µέχρι το 2030. Επειτα από αυτήν, θα πρέπει να υπάρξει µια επόµενη Ελλάδα, που δεν είναι αρµοδιότητα της διακυβέρνησης Μητσοτάκη να την προδιαγράψει. Η πραγµατικότητα και η δυναµική µιας εθνικής συγκρότησης δεν αποφασίζονται από τις κυβερνήσεις της. ∆εν εµπεδώνονται µέσα από σχέδια νόµων και συζητήσεις στο Κοινοβούλιο. Προκύπτουν µέσα από τη συλλογική δυναµική. Οι συνθήκες και οι συγκυρίες µπορεί να ορίζουν την πολιτική, αλλά δεν καθορίζουν τον χαρακτήρα ενός έθνους. Στην Ελλάδα λείπει η διανόηση. Λείπουν οι ήρωες στην καθηµερινότητά της. Λείπει η ατοµική παρόρµηση «θέλω κι εγώ να γίνω όπως αυτός». Στην προκειµένη περίπτωση δεν µιλάµε για infl uencers. ∆εν συζητούµε για τον «σπασµένο καθρέφτη» µιας ηττηµένης κοινωνίας. Στην Ελλάδα λείπουν οι καθοδηγητές, είτε αυτοί προέρχονται από τις ελίτ είτε προέρχονται από τα λαϊκά στρώµατα, που κινούνται στη βάση της ανάγκης, προκειµένου να εξελιχθούν, να αποκτήσουν ευηµερία, κουλτούρα, καταξίωση. Η Ελλάδα στην παρούσα φάση αποτελεί ένα νεκροταφείο αναµνήσεων, θρύλων, ψευδαισθήσεων, µαταιοδοξίας, ισοπέδωσης, συµβιβασµού. Ακόµα και αν είχαµε πολιτικό σύστηµα µε βάθος, επάρκεια και προοπτική, δεν θα κρινόταν ικανό να σηκώσει το βάρος µιας εθνικής παλιγγενεσίας, αν η κοινωνία δεν αναλάµβανε τις ευθύνες της. ∆εν ανακτούσε την αισιοδοξία και την πεποίθηση της πορείας προς τα εµπρός.

Αν το δούµε µε όρους πολιτικής, το πρόβληµά µας δεν είναι ότι δεν έχουµε αντιπολίτευση. Ή ότι η κυβέρνηση δεν τα κάνει όλα καλά. Είναι ότι δεν υπάρχουµε όλοι εµείς. Η κοινωνία λείπει. Στέκει εκεί στα χαµένα, αναλφάβητη στις νέες της γενιές, ανυπόφορη ως προς την κενότητά της, ακραία επιφανειακή ως προς τα «θέλω» της. Και ας µη µιλήσουν κάποιοι για τις εξαιρέσεις. Ο κανόνας ενδιαφέρει. Αυτό που ορίζεται ως µέσος όρος. Το άτοµο καθορίζεται από τον µέσο όρο στη µαζική συγκρότηση. Αν, από την άλλη, µιλήσουµε για το πολιτικό σύστηµα, αυτό αδυνατεί εµφανώς να κινήσει προς τα εµπρός και τα πάνω την κοινωνική συγκρότηση. Καθορίζεται και αυτό από τον µέσο όρο της παρηκµασµένης κοινωνικής συγκρότησης. Αυτό που ορίζουµε ως δηµοκρατία του µέσου όρου. Ή αυτό που λένε οι πολιτικοί µεταξύ τους: «Πες τους αυτό που καταλαβαίνουν, αυτό που τους αρέσει». Με τον τρόπο αυτόν τα πάντα στην Ελλάδα δείχνουν αγκυλωµένα. Εγκλωβισµένα. Μοιραία. Και τι θα γίνει σήµερα, που οι «ιλουµινάτι» της ευρωπαϊκής τεχνοκρατίας χάνουν τη λάµψη τους και τη δυναµική της επάρκειάς τους; Πού θα βρούµε επόµενη ηµέρα; Πώς θα συναντήσουµε νέες εθνικές ελίτ και λαό; Πώς θα θυµηθούµε τις µεταπολεµικές γενιές, που εν µέσω ερειπίων, θανάτου και καταστροφής βρήκαν το κουράγιο, την αισιοδοξία να κάνουν οικογένειες, να κτίσουν σπίτια και περιουσίες, να πιστέψουν σε µια νέα, ισχυρή Ελλάδα; Ο πρωθυπουργός, από την πλευρά του, προβάλλει στους διεθνείς συνοµιλητές του την Ελλάδα ως παγκόσµια ναυτική δύναµη. Ενας από τους πλέον δυναµικούς και εξωστρεφείς εφοπλιστές της νεότερης γενιάς, ο Χάρης Βαφειάς, πρόσφατα προέβη σε ένα σχόλιο που συζητείται ιδιαίτερα: «Οι Ελληνες δεν πάνε στα καράβια, γιατί δεν θέλουν να χαλάσουν τη ζαχαρένια τους. Θέλουν να παίρνουν 1.500 ευρώ και να είναι στο σπίτι τους».

Από κάπου εδώ ξεκινάµε, για όσους ενδιαφέρονται...

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά