Θα ευχόταν κανείς να είναι απλή σύμπτωση. Τα κοινά χαρακτηριστικά ωστόσο των κρίσιμων γεγονότων είναι τόσο πολλά ώστε και να ήθελε κανείς να αγιάσει δεν θα το κατάφερνε. Τα θυμίζω ένα-ένα, για να τα σχολιάσω στη συνέχεια:

• Αστική δίκη Καμμένου κατά Πετρουλάκη, για προσβολή της προσωπικότητας του πρώτου από τον δεύτερο, με προπέρσινη ανάρτηση στο Protagon.gr. Σε αυτήν, ο γνωστός γελοιογράφος σχολίαζε τη σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ με καυστικό μεν ύφος, αλλά χωρίς να αποδίδει στον κ. Καμμένο κανένα ψευδές γεγονός. Παρ’ όλ’ αυτά, ο κ. Πετρουλάκης κινδυνεύει να καταδικασθεί σε καταβολή εξοντωτικής αποζημίωσης για απλή κριτική.

• Μήνυση Καμμένου κατά «Παραπολιτικών», για απόπειρα εκβίασης και συκοφαντική δυσφήμιση. Εδώ αξιοσημείωτο δεν είναι το περιεχόμενο του δημοσιεύματος, αλλά το ότι ο διευθυντής της εφημερίδας συνελήφθη στα γραφεία της, σε ώρα μάλιστα δουλειάς. Από τότε που καταργήθηκε η συνταγματική πρόβλεψη του αυτοφώρου (2001), είναι η πρώτη φορά που δημοσιογράφος παραπέμπεται με αυτή την τυποκτόνο διαδικασία, την οποία –θυμίζω– είχε εισαγάγει η αλήστου μνήμης «Κοσμογονία» του στρατηγού Γ. Κονδύλη, το 1935.

• Κίνδυνος διακοπής της έκδοσης του «Βήματος» και των «Νέων», διότι δεν παρέχεται η δυνατότητα στις πιστώτριες τράπεζες να παρατείνουν τη δανειοδότηση του ΔΟΛ με όρους που να επιτρέπουν τη διάσωσή του.

• Απόπειρα χειραγώγησης των ιδιωτικών καναλιών με παράκαμψη του ΕΣΡ και περιορισμό των διαθέσιμων αδειών σε τέσσερις. Ως γνωστόν, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικό τον «νόμο Παππά» και ακύρωσε τον διαγωνισμό του περασμένου Αυγούστου.

• Παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ δημοσιογράφων για μεροληπτική υποστήριξη του «ναι» στο δημοψήφισμα του 2015. Τελικά όλοι απαλλάχθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε βέβαια να προβάλει κανείς ότι οι δυσκολίες του ΔΟΛ δεν οφείλονται στον αυταρχισμό των κυβερνώντων αλλά στην κρίση του Τύπου, την οποία προκάλεσε η διάδοση του Ιnternet και των κοινωνικών δικτύων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Αν το «Συγκρότημα» δεν μπόρεσε να προσαρμοσθεί στη νέα πραγματικότητα, γιατί άραγε να φταίει η σημερινή κυβέρνηση; Στην Ελλάδα μάλιστα των μνημονίων, η δραματική συρρίκνωση της διαφημιστικής πίτας επέτεινε το πρόβλημα. Αλλος πάλι θα μπορούσε να πει ότι τα «Παραπολιτικά» δεν είναι δα και το πιο αθώο έντυπο, αλλά μια κατ’ εξοχήν κίτρινη εφημερίδα, που δεν ορρωδεί προ ουδενός για να πουλήσει φύλλα. Τέλος, για τις τηλεοπτικές άδειες, ο κ. Παππάς δεν έλεγε ασφαλώς ψέματα όταν ισχυριζόταν ότι στον χώρο της ραδιοτηλεόρασης, επικρατούσε καθεστώς πλήρους ασυδοσίας, μέχρις ότου η σημερινή κυβέρνηση αποφάσισε να αναμετρηθεί με τη «διαπλοκή».

Τα ανωτέρω επιχειρήματα, αν τα δει κανείς ξεχωριστά ένα-ένα, δεν είναι άνευ άλλου απορριπτέα. Διατυπωμένα, εν τούτοις, όλα μαζί δεν ευσταθούν. Διότι παραβλέπουν το κρυφό νήμα που συνδέει τα κρίσιμα περιστατικά, την τελευταία διετία. Ποιο είναι αυτό το νήμα;

Είναι η δύσκολα αποκρυπτόμενη προσπάθεια των σημερινών κυβερνώντων να ελέγξουν την πληροφόρηση, όχι αποσπασματικά, αλλά με σχέδιο, αποσκοπώντας σε μακροπρόθεσμα οφέλη. Περισσότερο από τις απανωτές δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων –από τον ίδιο τον πρωθυπουργό έως τον γενικό γραμματέα Ενημέρωσης– οι συγκεκριμένες συμπεριφορές είναι αυτές που μετρούν. Σε αυτές θα περιορισθώ:

Οπως ακριβώς συνέβη πριν από τρεις σχεδόν δεκαετίες με τη μετάβαση από την έντυπη στην ηλεκτρονική πληροφόρηση, έτσι και σήμερα, με το πέρασμα στην ψηφιακή εποχή, οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν δραματικά. Το επιχείρημα της σπάνεως των συχνοτήτων, που παλαιότερα δικαιολογούσε αυστηρούς ελέγχους στη ραδιοτηλεόραση, έχει πλέον ξεπερασθεί και το κόστος της παραγωγής και μετάδοσης τηλεοπτικών εκπομπών έχει περιορισθεί. Κραδαίνοντας την ελευθερία της έκφρασης, ο καθένας διεκδικεί να μεταδίδει ο ίδιος πληροφορίες και ειδήσεις, αποβλέποντας να αποσπάσει το μερίδιο της διαφημιστικής αγοράς που του αναλογεί.

Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, οι ώριμες δημοκρατίες δεν μένουν αδρανείς. Με τις εγγενείς δυσκολίες που εμφανίζει κάθε απόπειρα ρύθμισης ενός πεδίου που τεχνολογικά εξελίσσεται ραγδαία, ο νομοθέτης παρεμβαίνει αφ’ ενός μεν για να εξασφαλίσει τον πλουραλισμό στην πληροφόρηση (τον οποίο σήμερα απειλούν όχι μόνο τα «μονοπώλια», αλλά και ο κατακερματισμός των μέσων), αφ’ ετέρου δε για να περιορίσει τις ακρότητες στις οποίες μπορεί να οδηγήσει η παραπληροφόρηση. Για το τελευταίο αυτό φαινόμενο, οι εβδομάδες που προηγήθηκαν του Brexit και των τελευταίων αμερικανικών εκλογών θα διδάσκονται για χρόνια στις σχολές δημοσιογραφίας.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς συνταγματολόγος για να αντιληφθεί πόσο ζωτικής σημασίας είναι τα ανωτέρω για τη δημοκρατία. Η ελευθερία της έκφρασης και ο πλουραλισμός στην πληροφόρηση είναι συστατικά στοιχεία της πολιτικής αντιπαράθεσης. Επομένως, οι επιχειρήσεις του Τύπου και τα λοιπά μέσα ενημέρωσης δεν μπορεί να εξομοιώνονται με κοινές εμπορικές επιχειρήσεις. Γιατί το κλείσιμό τους είναι δεινό πλήγμα κατά της ίδιας της δημοκρατίας. Το επιχείρημα, συνεπώς, ότι η αρχή της ισότητας αποκλείει τάχα την ευνοϊκότερη μεταχείριση μιας εκδοτικής επιχείρησης από μια βιομηχανία εσωρούχων δεν ευσταθεί.

Η σημερινή κυβέρνηση όχι μόνο δεν συμμερίζεται τα ανωτέρω αλλά, αν κρίνει κανείς από τις υπέρογκες αποζημιώσεις που διεκδικεί ο κ. Καμμένος, δεν αποβλέπει στην ηθική ικανοποίηση των μελών της που θίγονται, αλλά στην εξόντωση των αντιπάλων της. Αρκεί να διαβάσει κανείς την ανακοίνωση που εξέδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ για τη σύλληψη του διευθυντή των «Παραπολιτικών» για να αντιληφθεί ότι δεν πρόκειται για υπερευαισθησία ενός μεμονωμένου υπουργού, αλλά για κοινή στάση αμφοτέρων των κυβερνητικών εταίρων. (Μόνον οι συντάκτες της «Αυγής» έσωσαν κάτι από τη χαμένη τιμή της Αριστεράς.)

Και από μεν τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ δεν θα περίμενε βέβαια κανείς να έχει εντρυφήσει στον Βολταίρο και τους άλλους φιλοσόφους του Διαφωτισμού. Η απογοήτευση όμως από όσους στην κυβέρνηση επικαλούνται τις ιδέες της ανανεωτικής Αριστεράς είναι μεγάλη. Διότι, σε δύσκολα χρόνια, για την ελευθερία της κριτικής και την πολυφωνία αγωνίσθηκαν και στο όνομά τους απομακρύνθηκαν από τη σκοτεινή παράδοση του σοβιετικού κομμουνισμού.

Κανείς δεν ισχυρίζεται βέβαια ότι στην Ελλάδα έχει σήμερα καταργηθεί η ελευθερία της έκφρασης. Από την άλλη, θα ήταν αφελές να αγνοήσει κανείς ότι κάποιοι, από καιροσκοπισμό, πολιτική ανασφάλεια ή ιδεολογικές αγκυλώσεις απεργάζονται τον περιορισμό της. Ανήκει σε όλους μας, πολίτες, δικαστές και κρατικούς λειτουργούς, ο καθένας από τη θέση του, να κρατήσει ψηλά τη σημαία της ελευθερίας της έκφρασης.

 * Ο Νίκος Αλιβιζάτος είναι καθηγητης Συνταγματικού Δικαίου

* Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής