Θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους: Βελτίωση ή εξωραϊσμός;
Σχόλιο με αφορμή την εξαγγελία για Αναθεώρηση του Συντάγματος
Με αφορμή την εξαγγελία για την Αναθεώρηση του Συντάγματος, θα ήθελα να αναδείξω κάποια στοιχεία για την υποκρισία της πρότασης ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με την προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματός μας.
Η αιτιολογική έκθεση της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση του άρθρου αναφέρεται «σε εκσυγχρονισμό του άρθρου 3, προκειμένου να κατοχυρωθεί ρητά η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους και διακήρυξη αυτής της θρησκευτικής ουδετερότητας». Μα η θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους θεμελιώνεται στο άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος, κατοχυρώνεται δε απολύτως, διότι η διάταξη αυτή είναι σύμφωνα με το άρθρο 110 του Συντάγματος μη αναθεωρητέα!
Στη διατήρηση «για ιστορικούς και πραγματολογικούς λόγους, της αναγνώρισης της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας». Μα η Ορθόδοξη πίστη αποτελεί βασικότατο στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του Ελληνισμού. Ακόμα κι αν έπαυε η Ορθοδοξία να έχει την αριθμητική υπεροχή στο εσωτερικό της χώρας μας, και πάλι θα εθεωρείτο επικρατούσα διότι υπήρξε ιστορικά το αναγνωρισμένο και μη αμφισβητήσιμο λίκνο προέλευσης του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους!
Στην «περιγραφική διευκρίνιση για ιστορικούς λόγους, ότι είναι δογματικά ενωμένη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες, τηρεί τους αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και την εκκλησιαστική παράδοση, είναι αυτοκέφαλη και διοικείται σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της, τον Πατριαρχικό Τόμο του 1850 και τη Συνοδική Πράξη του 1928, δεν θίγεται δε το εκκλησιαστικό καθεστώς της Κρήτης και των Δωδεκανήσων». Μα οι σχέσεις του Ελληνικού Κράτους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ιδίως μετά τη σύγκρουση για την Αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος στα μέσα του 19ου αιώνα και τη ρύθμιση του εκκλησιαστικού καθεστώτος των Νέων Χωρών, όπως αυτές σταδιακά προσαρτήθηκαν στο Ελληνικό Κράτος, δεν είναι απλώς «περιγραφικές» αλλά ουσιαστικές και διεθνείς, διότι αφενός κάποια ζητήματα ενδιαφέροντος του Πατριαρχείου, υπάγονται στην Ελληνική έννομη τάξη (π.χ. αναπαλλοτρίωτο περιουσίας των τριών μεγάλων πατριαρχικών και σταυροπηγιακών μονών, λειτουργία και περιουσία των μητροπόλεων της Δωδεκανήσου, ειδικό εκκλησιαστικό καθεστώς της ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης), αφετέρου άλλα ζητήματα ενδιαφέροντος του Πατριαρχείου προϋποθέτουν την θεσμοθετημένη σύμπραξη του με όργανα της ελληνικής πολιτείας (όπως π.χ. στη διαδικασία θέσπισης του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους).
Στην απαλοιφή «των θεολογικού χαρακτήρα αναφορών στην διάταξη του άρθρου 3, όπως και της αναφοράς στα όργανα διοίκησης της Εκκλησίας, ως ασύμβατες με την καθιέρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας». Μα είναι ευρύτερα αποδεκτή η θέση των Συνταγματολόγων πως το άρθρο 3 δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ερμηνευθεί ότι εισάγει περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας των μη Ορθοδόξων!
Στην κατάργηση «της σημερινής παραγράφου 3 σχετικά με το κείμενο της Αγίας Γραφής». Μα είναι αντιφατικό, στην ίδια αιτιολογική έκθεση να γίνεται, αναφορά στην τήρηση των αποστολικών και συνοδικών κανόνων και στην εκκλησιαστική παράδοση, και ακολούθως να προτείνεται η κατάργηση σχετικά με το αναλλοίωτο του κειμένου της Αγίας Γραφής, που ανήκει στην εκκλησιαστική παράδοση!
Στην πρόσθεση ερμηνευτικής δήλωσης, «με την οποία διευκρινίζεται ότι ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και, κυρίως, δεν συνεπάγεται δυσμενείς συνέπειες σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας». Μα μια τέτοια ερμηνευτική δήλωση είναι εντελώς περιττή! Και τούτο διότι, ως ανεφέρθη και ανωτέρω, η μη αναθεωρητέα διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως και οι λοιπές παράγραφοι του άρθρου αυτού, κατοχυρώνουν απολύτως την θρησκευτική ελευθερία (ελευθερία θρησκευτικής συνειδήσεως, ελευθερία θρησκευτικών πεποιθήσεων, ελευθερία κάθε γνωστής θρησκείας, ακώλυτη λατρεία) άνευ διακρίσεων, σύμφωνα και με το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος, όλων των πιστών όλων των θρησκευμάτων.
Θα κλείσω με τις εξής επισημάνσεις αναφορικά με το άρθρο 3: Η σημασία της ιστορικής καταβολής των Συνταγματικών ρυθμίσεων δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Οι πρόγονοί μας επαναστάτησαν κατά του Οθωμανικού ζυγού «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία» και τούτο αποτυπώθηκε στο προοίμιο όλων των Ελληνικών Συνταγμάτων. Η σημασία του κριτηρίου του ανήκειν στο Ορθόδοξο Δόγμα της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ελληνικού Λαού, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται επίσης. Άλλωστε, το κριτήριο αυτό του ανήκειν αριθμητικώς συντριπτικά σε κάποιο δόγμα, αποτέλεσε δείκτη διαμόρφωσης νομολογίας τόσο του εγχώριου ΣΤΕ όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για παράδειγμα, σε μια υπόθεση στην περίπτωση της Αυστρίας (95% Ρωμαιοκαθολικοί). Οι σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν θα πρέπει να διαταράσσονται. Εξάλλου είναι θεωρητικά δυνατόν ένα κράτος να προστατεύει και να σέβεται, χωρίς καμία παρέκκλιση ή επιφύλαξη, τη θρησκευτική ελευθερία και ταυτοχρόνως στο κράτος αυτό να ισχύει το καθεστώς της επίσημης ή κρατικής θρησκείας. Αλλά και αντιστρόφως, είναι δυνατόν ένα κράτος το οποίο εμφανίζεται ως «λαϊκό» να παραβιάζει, είτε συστηματικά, είτε κατά περίπτωση, τη θρησκευτική ελευθερία και να απαγορεύει την εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων ή της «λατρείας». Ή θα σεβόμαστε το Σύνταγμα όπως μας παραδόθηκε, βελτιώνοντάς το όταν πρέπει ή θα το εξωραΐζουμε, υποβαθμίζοντάς το, προτείνοντας ανούσιες, μη αναγκαίες και αντίθετες στην πραγματικότητα, προς την λαϊκή βούληση, ρυθμίσεις, για την μικροπολιτική και την κομματική μας πελατεία.
*Ο Νίκος Παγώνης είναι Πτυχιούχος Θεολογίας, MBA και Αν.Γραμματέας Απόδημου Ελληνισμού Ν.Δ