Νομίζω ότι βρισκόμαστε σε καλό δρόμο. Πόθεν το εικάζω; Μα όπως λέγανε οι αρχαίοι, που είχαν περισσότερο μυαλό από τους μεταγενέστερους, «εξ όνυχος τον λέοντα». Στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να μην υπάρχει λέων στον ορίζοντα αλλά ένα beach bar στη Χαλκιδική, που όμως και αυτό έβγαλε τα νύχια του.

Για την ακρίβεια τα έδειξε, γαμψά γαμψά, ο ιδιοκτήτης του, ή, εν πάση περιπτώσει, αυτός που το εκμεταλλεύεται μαζί με τις ωραίες ξαπλώστρες του και τις ομπρέλες του. Και έβγαλε φετφά, ενημερώνοντας την αξιοπρεπή πελατεία του, ότι, όλα κι όλα, δεν μπορεί να εισέρχεστε μετά τις 5 το απόγευμα στις εγκαταστάσεις ανασούμπαλοι και με τη σαγιονάρα την μπομπάτη, που έλεγε και ο αείμνηστος Χάρρυ Κλυνν.

Η αλήθεια είναι ότι η σύσταση casual chic, δηλαδή ανέμελα, ατημέλητα ή ανεπίσημα κομψός -πάρτε όποια εκδοχή θέλετε-, δεν περιγράφει και το ακριβές ντύσιμο -όχι ακριβό, ακριβές- που θα πρέπει κανείς να φέρει για να μην τον μπουζουριάσουν οι φουσκωτοί, υποθέτω. Και η σημασία της περιγραφής είναι σημαντική, δεδομένου ότι de gustibus et coloribus non est disputandum. Διότι, λ.χ., μπορεί να προσέλθεις με μπομπάτη, όμως να είναι Ιβ Σεν Λοράν. Οπότε, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο, θα πρέπει να έχεις κρατήσει κολλημένο πάνω στη σαγιονάρα το καρτελάκι που θα επιβεβαιώνει τον οίκο υψηλής μόδας από τον οποίον αγοράστηκε το υπόδημα.

Εξυπακούεται ότι τα νύχια των ποδιών πρέπει να είναι κομμένα και χωρίς «πένθος». Εικάζεται πάντως ότι στην ανέμελη κομψότητα περιλαμβάνεται το λινό πουκάμισο, προφανώς ελαφρώς τσαλακωμένο όπως απαιτεί το κάθε λινό, για να μη νομίζουν ότι το φοράς με την κρεμάστρα. Βεβαίως, η σχετική σύσταση περί του κάζουαλ σικ παραβλέπει μία λεπτομέρεια. Διότι επιτρέπει να προσέρχεται για το απογευματινό κοκτέιλ του πας γύφτος, αρκεί να είναι ευπρεπώς -κατά το μπαρ- ενδεδυμένος, ή κάθε μαφιόζος από αυτούς που επ’ εσχάτων πληθαίνουν στην αθάνατη χώρα μας.

Η αλήθεια είναι ότι ο εμπνευστής του συγκεκριμένου ενδυματολογικού κώδικα, ιδιοκτήτης της επιχείρησης, καθυστέρησε μερικά χρόνια. Διότι πολύ θα τον ήθελα ενεργό εκείνο το καλοκαίρι που ο ελληνικός σοσιαλισμός ήταν στα ντουζένια του και σε μία επίδειξη πλέριας δημοκρατίας άρχισαν να καταφθάνουν στο κυβερνητικό μπρίφινγκ, λόγω καύσωνα, κάποιοι με βερμούδα και σαγιονάρα! Αλλά, βλέπετε, έλειπε τότε και ο ιδιοκτήτης του μπαρ, ενώ «μιλούσε» η πλέρια δημοκρατία η οποία είχε καταπιέσει, φαντάζομαι μόνο ενδυματολογικά, ορισμένους του σιναφιού μας.

Αλλά τι σημασία είχε; Αρκεί που είχαν κομμένα τα νύχια των ποδιών. Κάπως έτσι πορευτήκαμε τα χρόνια της Μεταπολίτευσης με σκαμπανεβάσματα. Διότι κάποια στιγμή αποκαταστάθηκε ο ενδυματολογικός κώδικας, μέχρι που ήλθε στα πράγματα η Αριστερά και ξαναμίλησε η πλέρια δημοκρατία…