Yπάρχουν κόμματα που έμειναν στην Ιστορία γι’ αυτά που έκαναν. Και άλλα που θα έμεναν γι’ αυτά που απέφυγαν να κάνουν. Ισχύει κι αυτό, όσο κι αν μοιάζει περίεργο. Λόγου χάρη μπορεί ένα κόμμα να το θυμούνται -και άρα να μένει στην Ιστορία-, αλλά κάποια στιγμή, όταν ξυπνήσουν οι παλαιοί ψηφοφόροι του, μπορεί να το ρίξουν στα τάρταρα. Και από εκεί που έπιανε εκλογικά και δημοσκοπικά σαραντάρια να βρεθεί με ποσοστά που έχει το τεσσάρι μπροστά, αλλά μονό. Να μην ακολουθείται από άλλο αριθμό. Το είδαμε στην κρίσιμη για την Ελλάδα τελευταία δωδεκαετία.

Από την άλλη πλευρά, αν το κόμμα αυτό απέφευγε να κάνει όσα έκανε, ώστε να μην του τα καταλογίζουν, και επομένως να μην παραπατάει έπειτα από μία ιστορική πορεία, ασφαλώς θα έμενε στην Ιστορία να το θυμούνται όλοι, και όχι απλώς οι φανατικοί οπαδοί του ιδρυτή του. Τώρα αυτό το κόμμα, που πρόσφατα γιόρτασε την ίδρυσή του, προσπαθεί να ορθοποδήσει μέσω αλλαγής αρχηγών και καθένας υποψήφιος υπολογίζει πόσο μετράει στην κοινωνία ώστε να ανακάμψει, δι’ αυτού, το γηρασμένο κόμμα. Μόνο που στην πολιτική δεν υπάρχουν γεροντολόγοι. Όμως το πρόβλημα δεν είναι αυτό που νομίζουν.

Το πρόβλημά του έγκειται στο ιδεολογικοπολιτικό δράμα που το ταλανίζει. Ας σκεφτούμε το εξής. Να καλείται ένα κόμμα στην εξουσία, έπειτα από τόσα χρόνια απουσίας από αυτή, για να αλλάξει ένα κράτος το οποίο ήταν τελικώς δικό του δημιούργημα, καθώς αυτό το κόμμα διαμόρφωσε το κράτος αυτό και σε δομές και σε αντιλήψεις, αφού κυβέρνησε περισσότερο από κάθε άλλο στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Εκλήθη λοιπόν να αντιμετωπίσει… τον εαυτό του στην αφετηρία της μεγάλης κρίσης. Το 2009. Πόσο όμως δύσκολο ήταν αυτό; Αποδείχτηκε από το 4%, που πήρε στη συνέχεια. Γιατί; Διότι η κοινωνία, που το κόμμα αυτό διαμόρφωσε και διαπαιδαγώγησε με τις δικές του λαϊκίστικες αρχές, ήταν δύσκολο να αποδεχθεί να στερηθεί τα κεκτημένα που το ίδιο το κόμμα τα είχε χαρακτηρίσει ως τέτοια και με τα οποία αυτή έζησε σχεδόν όλη τη Μεταπολίτευση! Διότι εκείνο που ήξερε να κάνει το κόμμα αυτό, που γιόρτασε το ιωβηλαίο του, ήταν να μοιράζει καλά την πίτα. Μία πίτα που βρήκαν κάποτε αφράτη και που φούσκωνε με αλλεπάλληλα δάνεια.

Έτσι συνέβη τελικώς αυτό που ιστορικά συνέβαινε πάντοτε. Θα έπρεπε να έλθει η λεγόμενη Δεξιά, με τη φιλελεύθερη πολιτική της, να δημιουργήσει πλούτο, τον οποίο κάποια στιγμή, ίσως, θα έλθουν να μοιράσουν αυτοί που συνήθως τον σπαταλούν αδαπάνως, επειδή και οι λαοί συνήθως παραβλέπουν το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους και έχουν μία τάση να παρασύρονται από τους δημαγωγούς που θα τους λένε, επιπολαίως: «Λεφτά υπάρχουν».


*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»