Η εκλογή του νέου προέδρου του ΠΑΣΟΚ δεν αναµένεται να αποτελέσει έκπληξη, καθώς για τους περισσότερους το αποτέλεσµα της αυριανής κάλπης είναι κάτι το αναµενόµενο. Έτσι αποµένει ως αίνιγµα ποιον εννοούσε η Ντόρα Μπακογιάννη, όταν έλεγε ότι θα κάνει πάρτι ο Μητσοτάκης αν εκλεγεί συγκεκριµένος υποψήφιος στην ηγεσία του κόµµατος.

Η εκλογή αυτή δεν αλλάζει τα πράγµατα στο πολιτικό σκηνικό. ∆ιότι ανεξαρτήτως αν η κυρία Μπακογιάννη εννοούσε µε το αίνιγµά της τον συγκεκριµένο πρόεδρο ή κάποιον άλλον, η πίεση προς την κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας θα αποδειχθεί ότι δεν προέρχεται από τα αδύναµα κόµµατα της αντιπολίτευσης αλλά από την απαιτητική κοινωνία. Η αδυναµία αυτή και του ΠΑΣΟΚ αναµένεται να επιβεβαιωθεί και δηµοσκοπικά, γεγονός που σηµαίνει ότι δεν θα αποκλείονται ακόµη και µετά την εκλογή του προέδρου νέες εξελίξεις στο Κίνηµα. ∆ιότι, µπορεί οι εκλογές να αργούν ακόµη, ώστε από τη λαϊκή ψήφο να επαναεπιβεβαιωθεί η αδυναµία του ΠΑΣΟΚ να διεκδικήσει από τη Ν∆ την εξουσία.

Όµως τα δηµοσκοπικά ευρήµατα θα επιβεβαιώνουν την καθήλωση του κόµµατος αυτού σε χαµηλά ποσοστά µε µόνο θετικό στοιχείο -το οποίο βεβαίως δεν αρκεί- ότι το ΠΑΣΟΚ ξεπέρασε τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι λόγω δικής του πολιτικής ανάτασης, αλλά λόγω των διαλυτικών συνθηκών που επικρατούν στο κόµµα της «για πρώτη φορά Αριστεράς». Το συµπέρασµα είναι ότι, µε βάση τις επικρατούσες σήµερα συνθήκες στον πολιτικό στίβο, δεν κινδυνεύει η κυριαρχία της Νέας ∆ηµοκρατίας, παρά τον εκδηλούµενο, και µε το αποτέλεσµα των ευρωεκλογών αλλά και µε τις θέσεις των πολιτών στις έρευνες της κοινής γνώµης, προβληµατισµό της κοινωνίας και την επιφυλακτικότητά της απέναντι στο κυβερνών κόµµα. Επιπλέον η µόνη αντιπολιτευτική κριτική στην οποία δίνουν βάση οι πολίτες δεν είναι η προερχόµενη από τα κόµµατα της ευρύτερης αντιπολίτευσης.

Αλλά από την κριτική που ασκείται από τα στελέχη του κυβερνώντος κόµµατος - είτε η κριτική αυτή έχει ως πηγή το πραγµατικό ενδιαφέρον των ασκούντων την κριτική αυτή είτε λόγω προσωπικής πικρίας για κοµµατικούς λόγους. Έτσι, στους αρχικούς 11 βουλευτές που είχαν καταθέσει ερώτηση στον υπουργό Οικονοµίας και Οικονοµικών ήλθε για τα κόκκινα δάνεια η ερώτηση άλλων οκτώ «γαλάζιων» συναδέλφων τους. Απ’ ό,τι φαίνεται η τακτική αυτή µελών της κοινοβουλευτικής οµάδας του κυβερνώντος κόµµατος θα συνεχιστεί προς αρµόδιους υπουργούς, υπό το πρόσχηµα της πολυφωνίας και της δηµοκρατικής λειτουργίας της Ν∆, όπως δικαιολογεί άλλωστε επισήµως το κόµµα για όσα συµβαίνουν τελευταία. Επίσης, για µερίδα των ψηφοφόρων της Νέας ∆ηµοκρατίας -ακόµη και των παραδοσιακών- δεν περνούν απαρατήρητες και χωρίς τη σχετική αξιολόγηση οι θέσεις που κατά καιρούς έχουν εκφράσει -και που ενδεχοµένως θα συνεχίσουν να εκφράζουν- οι δύο πρώην αρχηγοί της Ν∆ και πρωθυπουργοί.

Είτε οι ίδιοι είτε µέσω των «κύκλων τους», κυρίως του περιβάλλοντος του Αντώνη Σαµαρά. Από την άλλη πλευρά η απουσία των δύο πρώην αρχηγών και πρωθυπουργών Καραµανλή και Σαµαρά -που είναι γέννηµα-θρέµµα της Ν∆- από την εκδήλωση για τα 50 χρόνια του κόµµατος φέρει συγκεκριµένη σηµειολογία, που δεν µπορεί να περάσει απαρατήρητη και που συνιστά -τουλάχιστον όπως το βλέπουν ορισµένοι αναλυτές- κάποιου είδους ρωγµή στην ενότητα του κόµµατος. Ένα άλλο συµπέρασµα είναι ότι το πολιτικό ενδιαφέρον -πέραν των πρακτικών θεµάτων της καθηµερινότητας, που είναι ευθύνη της κυβέρνησης- εντοπίζεται πλέον στα εσωτερικά των κοµµάτων.

Στο µεν κυβερνητικό κόµµα σε σχέση µε τις εσωτερικές κριτικές που ασκούνται, όπως προαναφέρθηκε. Στα υπόλοιπα κόµµατα του «αριστερού κύκλου» -πλην ΚΚΕ-, και κυρίως στο ΠΑΣΟΚ και στον ΣΥΡΙΖΑ, το ενδιαφέρον εντοπίζεται στις εσωτερικές τους εξελίξεις. Στο ΠΑΣΟΚ λ.χ. στη συνεχή δοκιµασία την οποία θα υφίσταται ο εκλεγείς πρόεδρος καθώς η απαίτηση είναι να επανεύρει το κόµµα την παλαιά του αίγλη και στο ερώτηµα αν µπορεί ο σηµερινός ή κάποιος άλλος να την εξασφαλίσει. Με άλλα λόγια το ηγετικό πρόβληµα στο ΠΑΣΟΚ δεν είναι λήξαν.

Στον ΣΥΡΙΖΑ η αναµενόµενη διαδικασία εκλογής του νέου προέδρου προδιαθέτει για νέες αριστερές περιπέτειες, µε επικρατέστερη τη διάλυση αυτού που ξέραµε ως Συνασπισµό και τη διαµόρφωση άλλων σχηµάτων, ασφαλώς µικρότερου ή αµελητέου πολιτικού βάρους. Κι ενώ η εσωστρέφεια τρώει τα σπλάχνα των βασικών κοµµάτων της αριστερόστροφης αντιπολίτευσης, στο κυβερνών κόµµα ο προβληµατισµός δεν αφορά µόνο την αποτελεσµατικότερη αντιµετώπιση της καθηµερινότητας αλλά και όσα συµβαίνουν στα δεξιά της Κεντροδεξιάς.

Και πώς θα αποµειώσει η Ν∆ µία δυναµική προς τα δεξιά της που προσλαµβάνει αντισυστηµικά χαρακτηριστικά, µε πρόσχηµα κάποιες παρεκκλίσεις της κυβέρνησης από αξίες του παραδοσιακού συντηρητισµού. Πράγµατι, τα δεξιά της Ν∆ κόµµατα φαίνεται να συγκεντρώνουν συνολικά ένα ποσοστό του 17%, το οποίο µπορεί να εκφράζει µαζί µε το ποσοστό της Ν∆ µία πλειοψηφική τάση του ευρύτερου συντηρητικού χώρου έναντι των αριστεριζόντων και αριστερών, αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι από νεοδηµοκρατικής πλευράς δεν αποτελεί για τη δική της δυναµική ένα σηµαντικό πρόβληµα.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή