Οι αµερικανικές εκλογές και η Ελλάδα
Άρθρο γνώμης
Η Αθήνα µπορεί να είναι ένας αξιόπιστος σύµµαχος, ειδικώς όσο εξυπηρετεί τα συµφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή, αλλά σε δεδοµένη και απευκταία στιγµή το φίδι θα το βγάλουµε από την τρύπα µόνοι µας
Δεν χωρεί αµφιβολία ότι οι αµερικανικές εκλογές προκάλεσαν παγκόσµιο ενδιαφέρον, δεδοµένου ότι είναι επιδραστική η εξωτερική πολιτική των Ηνωµένων Πολιτειών, ως χώρας µεγάλης ισχύος. Ως υπερδύναµης, αν και πολλές φορές στο παρελθόν η πολιτική τους περιείχε και έλλειψη προβλεπτικότητας για τις συνέπειες αυτού που εφάρµοζαν.
Στην Ελλάδα το ενδιαφέρον για την έκβαση των αµερικανικών εκλογών, και ειδικότερα για το ποιος θα αναδειχθεί πρόεδρος, είχε µία ακόµη πρόσθετη σηµασία, καθώς αποδίδουµε µεγάλη σηµασία στην πολιτική που θα ακολουθήσει αυτός που θα εκλεγεί απέναντι στη χώρα µας. Βεβαίως στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης ξεχνούµε ότι προέχουν πάντοτε για κάθε πρόεδρο τα αµερικανικά συµφέροντα, τα οποία συµβαδίζουν µε των άλλων χωρών, και κυρίως µε αυτά των συµµάχων τους, µόνο αν η Ουάσινγκτον θεωρεί ότι ταυτίζονται. Ή θα αποκοµίσουν όφελος, έστω και πρόσκαιρο. Πρόσφατο παράδειγµα η προσέγγιση της Ουάσινγκτον µε την Κύπρο.
Η διαφορά µεταξύ τού να έχω σύµµαχο µία υπερδύναµη για παν ενδεχόµενο και του να προσβλέπω σε αυτήν για την επίλυση των προβληµάτων µου της εξωτερικής πολιτικής είναι µεγάλη. ∆ιότι η δεύτερη περίπτωση είναι παγίδα, υπό την έννοια ότι, πρώτον, δείχνει αδυναµία της χώρας να χειριστεί από µόνη της τις υποθέσεις της και από την άλλη παραγνωρίζει ό,τι υπογραµµίστηκε πιο πάνω. Ότι η Αµερική και κάθε πρόεδρός της πρώτ’ απ’ όλα λαµβάνουν υπ’ όψιν τα αµερικανικά συµφέροντα και πώς αυτά εξυπηρετούνται. Πολύ περισσότερο τώρα, µετά την εκλογή Τραµπ, του οποίου το σύνθηµα είναι το συµφέρον της Αµερικής. Άλλωστε, αν ήταν διαφορετικά τα πράγµατα και δεν υπήρχε µία παραδοσιακή ελληνική αφέλεια, τότε θα είχαν επιλυθεί, εδώ και χρόνια όλες οι εκκρεµότητες που αφορούν τα εθνικά µας ζητήµατα. Υπό την έννοια των παραπάνω λίγη σηµασία έχει ποιος θα εκλεγεί πρόεδρος. Ο οποίος, σύµφωνα µε το αµερικανικό σύστηµα διοίκησης, δεν παίρνει ανεξέλεγκτα αποφάσεις, καθώς τον ελέγχει ένα διοικητικό και αµυντικό κατεστηµένο, ενώ υπόκειται και στον ασφυκτικό κλοιό των διαφόρων πανίσχυρων λόµπι.
Η Ελλάδα µπορεί να είναι ένας αξιόπιστος σύµµαχος, ειδικώς όσο εξυπηρετεί τα αµερικανικά συµφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, αλλά σε δεδοµένη και απευκταία στιγµή το φίδι θα το βγάλουµε από την τρύπα µόνοι µας. Άλλο αν είναι ασφαλώς σηµαντικό γεγονός η αποτρεπτικής σηµασίας αµερικανική παρουσία στην Ελλάδα. Το Κυπριακό, ως αρνητικό παράδειγµα, το οποίο υπήρξε η αφορµή για να βγάλει ο Κωνσταντίνος Καραµανλής την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, αρκεί για να επιβεβαιώσει τα παραπάνω.
Η ελληνική προσέγγιση όσον αφορά στις σχέσεις µε την Αµερική είναι κατάλοιπο της Μεταπολίτευσης και της αποδυνάµωσης και σε στρατιωτικό επίπεδο που είχε επιφέρει η επταετής δικτατορία. Οπότε η ανάγκη προστάτη εθεωρείτο αναγκαία. Και δεν αναφερόµαστε βεβαίως στη µεταπολεµική περίοδο, που ούτως ή άλλως ήθελαν οι ΗΠΑ την Ελλάδα στο δυτικό στρατόπεδο. Άλλη µία ένδειξη ότι η συµµαχία των ΗΠΑ µε µία χώρα έχει πάντοτε αναφορά και σχέση µε τα δικά τους συµφέροντα. Κάτι πάντως, κάτι που εί ναι αξιοπρόσεκτο σε σχέση µε τη σύσφιγξη των σχέσεών µας µε τις ΗΠΑ, που επιβεβαιώθηκαν µε τη διεύρυνση των αµερικανικών βάσεων στη χώρα µας και του ευρύτερου ρόλου τους, είναι ο υφέρπων αντιαµερικανισµός που διαχρονικά υπάρχει στην ελληνική κοινωνία. Είναι ασφαλώς περίεργο πώς σε µία χώρα η οποία ασφαλώς οφεί λει στην ηγέτιδα δύναµη της ∆ύσης την ένταξή της στις χώρες του ελεύθερου κόσµου διαπιστώνεται ότι σε τακτά χρονικά διαστήµατα υπάρχει σταθερά ένα αίσθηµα αντιαµερικανισµού. Ακόµη και ο λεγόµενος δεξιός Τύπος κρατάει µία κριτική -ενίοτε δε και επικριτική- στάση, κάτι που ήταν αδιανόητο στο παρελθόν. Τα αισθήµατα αυτά τα ζήσαµε και κατά την τότε επίσκεψη Κλίντον στη χώρα µας, αισθήµατα µάλλον αδιαφορίας, διότι βεβαίως δεν αναφερόµαστε στις αντιδράσεις κάποιων κουκουλοφόρων και της Αριστεράς, που εξακολουθεί να ζει στον κόσµο της. Πάντοτε δε τα όσα συµβαίνουν στον εγγύς γεωγραφικό µας χώρο υποδαυλίζουν την κριτική στάση του Έλληνα πολίτη απέναντι στις Ηνωµένες Πολιτείες.
Μετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο ο αντιαµερικανισµός «περιχαρακωνόταν» στις τάξεις των κοµµουνιστών και της ευρύτερης Αριστεράς. Και µάλλον δικαιολογηµένα για τη συγκεκριµένη ιδεολογία, αφού ο αµερικανικός παράγοντας ήταν εκείνος που -αν παραβλέψουµε βεβαί ως τις κυνικές συµφωνίες των «Μεγάλων» για το µοίρασµα του κόσµου, µε συγκεκριµένα µάλιστα ποσοστά επιρροής- απέτρεψε τη διολίσθηση της χώρας µας προς το Σιδηρούν Παραπέτασµα, το καθεστωτικό πρότυπο της Αριστεράς.
Η µετέπειτα περίοδος, των δεκαετιών του ’50 και του ’60, που έκανε τις Ηνωµένες Πολιτείες να φαντάζουν στα µάτια των λιγότερο αναπτυγµένων ευρωπαϊκών χωρών, µέσα στις οποίες ήταν και η Ελλάδα, ως γη της επαγγελίας, ήταν φυσικό να καλλιεργήσει φιλικά αισθήµατα προς τις ΗΠΑ εκ µέρους της πολύ µεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Αισθήµατα που τόνωναν επί µέρους ενέργειες, όπως η παρέµβαση Τζόνσον, µετά από πίεση του Γεώργιου Παπανδρέου, που απέτρεψε έναν ελληνοτουρκικό πόλεµο.
Τα όσα όµως επακολούθησαν µε το πραξικόπηµα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή, και την απροθυµία των Ηνωµένων Πολιτειών να αποτρέψουν και το ένα γεγονός αλλά και το άλλο, ήταν φυσικό να δηλητηριάσουν τα φιλικά αισθήµατα του ελληνικού λαού προς την αµερικανική ηγεσία. Ο αντιαµερικανισµός άρχισε να γίνεται στοιχείο της πολιτικής ζωής του τόπου, µε τη πολιτική γιγάντωση του ΠΑΣΟΚ. Χωρίς βεβαίως αυτό να µας κάνει να ξεχνούµε ότι και ο Κωνσταντίνος Καραµανλής δεν έτρεφε τα καλύτερα των αισθηµάτων προς τις ΗΠΑ, εξαιτίας της αµερικανικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα. Πολιτικής που αντιµετώπιζε τις περισσότερες φορές τη χώρα µας όχι ως φίλο σύµµαχο και συνεργάτη αλλά ως οιονεί υπήκοο. Αλλά είπαµε και πιο πάνω: Η Αµερική, όπως και κάθε άλλη χώρα ισχύος θα κοι τάει πρωτίστως τα δικά της συµφέροντα.
Στην Ελλάδα το ενδιαφέρον για την έκβαση των αµερικανικών εκλογών, και ειδικότερα για το ποιος θα αναδειχθεί πρόεδρος, είχε µία ακόµη πρόσθετη σηµασία, καθώς αποδίδουµε µεγάλη σηµασία στην πολιτική που θα ακολουθήσει αυτός που θα εκλεγεί απέναντι στη χώρα µας. Βεβαίως στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης ξεχνούµε ότι προέχουν πάντοτε για κάθε πρόεδρο τα αµερικανικά συµφέροντα, τα οποία συµβαδίζουν µε των άλλων χωρών, και κυρίως µε αυτά των συµµάχων τους, µόνο αν η Ουάσινγκτον θεωρεί ότι ταυτίζονται. Ή θα αποκοµίσουν όφελος, έστω και πρόσκαιρο. Πρόσφατο παράδειγµα η προσέγγιση της Ουάσινγκτον µε την Κύπρο.
Η διαφορά µεταξύ τού να έχω σύµµαχο µία υπερδύναµη για παν ενδεχόµενο και του να προσβλέπω σε αυτήν για την επίλυση των προβληµάτων µου της εξωτερικής πολιτικής είναι µεγάλη. ∆ιότι η δεύτερη περίπτωση είναι παγίδα, υπό την έννοια ότι, πρώτον, δείχνει αδυναµία της χώρας να χειριστεί από µόνη της τις υποθέσεις της και από την άλλη παραγνωρίζει ό,τι υπογραµµίστηκε πιο πάνω. Ότι η Αµερική και κάθε πρόεδρός της πρώτ’ απ’ όλα λαµβάνουν υπ’ όψιν τα αµερικανικά συµφέροντα και πώς αυτά εξυπηρετούνται. Πολύ περισσότερο τώρα, µετά την εκλογή Τραµπ, του οποίου το σύνθηµα είναι το συµφέρον της Αµερικής. Άλλωστε, αν ήταν διαφορετικά τα πράγµατα και δεν υπήρχε µία παραδοσιακή ελληνική αφέλεια, τότε θα είχαν επιλυθεί, εδώ και χρόνια όλες οι εκκρεµότητες που αφορούν τα εθνικά µας ζητήµατα. Υπό την έννοια των παραπάνω λίγη σηµασία έχει ποιος θα εκλεγεί πρόεδρος. Ο οποίος, σύµφωνα µε το αµερικανικό σύστηµα διοίκησης, δεν παίρνει ανεξέλεγκτα αποφάσεις, καθώς τον ελέγχει ένα διοικητικό και αµυντικό κατεστηµένο, ενώ υπόκειται και στον ασφυκτικό κλοιό των διαφόρων πανίσχυρων λόµπι.
Η Ελλάδα µπορεί να είναι ένας αξιόπιστος σύµµαχος, ειδικώς όσο εξυπηρετεί τα αµερικανικά συµφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, αλλά σε δεδοµένη και απευκταία στιγµή το φίδι θα το βγάλουµε από την τρύπα µόνοι µας. Άλλο αν είναι ασφαλώς σηµαντικό γεγονός η αποτρεπτικής σηµασίας αµερικανική παρουσία στην Ελλάδα. Το Κυπριακό, ως αρνητικό παράδειγµα, το οποίο υπήρξε η αφορµή για να βγάλει ο Κωνσταντίνος Καραµανλής την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, αρκεί για να επιβεβαιώσει τα παραπάνω.
Η ελληνική προσέγγιση όσον αφορά στις σχέσεις µε την Αµερική είναι κατάλοιπο της Μεταπολίτευσης και της αποδυνάµωσης και σε στρατιωτικό επίπεδο που είχε επιφέρει η επταετής δικτατορία. Οπότε η ανάγκη προστάτη εθεωρείτο αναγκαία. Και δεν αναφερόµαστε βεβαίως στη µεταπολεµική περίοδο, που ούτως ή άλλως ήθελαν οι ΗΠΑ την Ελλάδα στο δυτικό στρατόπεδο. Άλλη µία ένδειξη ότι η συµµαχία των ΗΠΑ µε µία χώρα έχει πάντοτε αναφορά και σχέση µε τα δικά τους συµφέροντα. Κάτι πάντως, κάτι που εί ναι αξιοπρόσεκτο σε σχέση µε τη σύσφιγξη των σχέσεών µας µε τις ΗΠΑ, που επιβεβαιώθηκαν µε τη διεύρυνση των αµερικανικών βάσεων στη χώρα µας και του ευρύτερου ρόλου τους, είναι ο υφέρπων αντιαµερικανισµός που διαχρονικά υπάρχει στην ελληνική κοινωνία. Είναι ασφαλώς περίεργο πώς σε µία χώρα η οποία ασφαλώς οφεί λει στην ηγέτιδα δύναµη της ∆ύσης την ένταξή της στις χώρες του ελεύθερου κόσµου διαπιστώνεται ότι σε τακτά χρονικά διαστήµατα υπάρχει σταθερά ένα αίσθηµα αντιαµερικανισµού. Ακόµη και ο λεγόµενος δεξιός Τύπος κρατάει µία κριτική -ενίοτε δε και επικριτική- στάση, κάτι που ήταν αδιανόητο στο παρελθόν. Τα αισθήµατα αυτά τα ζήσαµε και κατά την τότε επίσκεψη Κλίντον στη χώρα µας, αισθήµατα µάλλον αδιαφορίας, διότι βεβαίως δεν αναφερόµαστε στις αντιδράσεις κάποιων κουκουλοφόρων και της Αριστεράς, που εξακολουθεί να ζει στον κόσµο της. Πάντοτε δε τα όσα συµβαίνουν στον εγγύς γεωγραφικό µας χώρο υποδαυλίζουν την κριτική στάση του Έλληνα πολίτη απέναντι στις Ηνωµένες Πολιτείες.
Μετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο ο αντιαµερικανισµός «περιχαρακωνόταν» στις τάξεις των κοµµουνιστών και της ευρύτερης Αριστεράς. Και µάλλον δικαιολογηµένα για τη συγκεκριµένη ιδεολογία, αφού ο αµερικανικός παράγοντας ήταν εκείνος που -αν παραβλέψουµε βεβαί ως τις κυνικές συµφωνίες των «Μεγάλων» για το µοίρασµα του κόσµου, µε συγκεκριµένα µάλιστα ποσοστά επιρροής- απέτρεψε τη διολίσθηση της χώρας µας προς το Σιδηρούν Παραπέτασµα, το καθεστωτικό πρότυπο της Αριστεράς.
Η µετέπειτα περίοδος, των δεκαετιών του ’50 και του ’60, που έκανε τις Ηνωµένες Πολιτείες να φαντάζουν στα µάτια των λιγότερο αναπτυγµένων ευρωπαϊκών χωρών, µέσα στις οποίες ήταν και η Ελλάδα, ως γη της επαγγελίας, ήταν φυσικό να καλλιεργήσει φιλικά αισθήµατα προς τις ΗΠΑ εκ µέρους της πολύ µεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Αισθήµατα που τόνωναν επί µέρους ενέργειες, όπως η παρέµβαση Τζόνσον, µετά από πίεση του Γεώργιου Παπανδρέου, που απέτρεψε έναν ελληνοτουρκικό πόλεµο.
Τα όσα όµως επακολούθησαν µε το πραξικόπηµα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή, και την απροθυµία των Ηνωµένων Πολιτειών να αποτρέψουν και το ένα γεγονός αλλά και το άλλο, ήταν φυσικό να δηλητηριάσουν τα φιλικά αισθήµατα του ελληνικού λαού προς την αµερικανική ηγεσία. Ο αντιαµερικανισµός άρχισε να γίνεται στοιχείο της πολιτικής ζωής του τόπου, µε τη πολιτική γιγάντωση του ΠΑΣΟΚ. Χωρίς βεβαίως αυτό να µας κάνει να ξεχνούµε ότι και ο Κωνσταντίνος Καραµανλής δεν έτρεφε τα καλύτερα των αισθηµάτων προς τις ΗΠΑ, εξαιτίας της αµερικανικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα. Πολιτικής που αντιµετώπιζε τις περισσότερες φορές τη χώρα µας όχι ως φίλο σύµµαχο και συνεργάτη αλλά ως οιονεί υπήκοο. Αλλά είπαµε και πιο πάνω: Η Αµερική, όπως και κάθε άλλη χώρα ισχύος θα κοι τάει πρωτίστως τα δικά της συµφέροντα.