∆ιατυπώνονται συνεχώς απόψεις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τον διάλογο καθώς και αν πρέπει να συνοµιλούµε µε τον γείτονα, ιδιαιτέρως όταν γίνεται προκλητικός. Ασφαλώς και δεν µπορεί να αµφισβητηθεί η σηµασία ενός διαλόγου µεταξύ δύο χωρών που έχουν προβλήµατα µεταξύ τους. Από την άλλη το νόµισµα έχει δύο όψεις. Η µία που διατυπώνεται είναι ότι, αν αποφεύγεις τον διάλογο, τότε ο έτερος µπορεί να γίνει προκλητικότερος και, επιπλέον, να προβάλει προς τον διεθνή παράγοντα και κυρίως προς αυτόν, όπως οι ΗΠΑ, που θέλουν ηρεµία στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, ότι η Ελλάδα είναι εκείνη που αποφεύγει να συζητήσει τις εκκρεµότητες. Και, εποµένως, είναι αυτή που παρεµποδίζει τη διευθέτηση των εκκρεµοτήτων αυτών. Η άλλη όψη είναι ότι, συντηρώντας έναν διάλογο µε κάποιον που είναι ανυποχώρητος, δηµιουργείται η εντύπωση σε αυτόν ότι ο έτερος µε τον οποίον συζητεί το κάνει από αδυναµία και εποµένως µπορεί να συντηρεί τις διεκδικητικές του θέσεις, τις οποίες µάλιστα παγιώνει στην αντίληψη της διεθνούς κοινότητας.

Η αλήθεια είναι κάπου στη µέση. Η ουσία όµως είναι µία, και γι’ αυτό άλλωστε η ελληνική πλευρά επιµένει σταθερά ότι η µοναδική διαφορά αφορά την οριοθέτηση µόνο της υφαλοκρηπίδας -όπως ήταν διαχρονικά η διαφορά αυτή- και της συναφούς Αποκλειστικής Οικονοµικής Ζώνης. Η ουσία που δεν πρέπει να παραβλέπεται είναι ότι η Τουρκία, αµετακίνητη στις θέσεις της, έχοντας µάλιστα διευρύνει τις διεκδικήσεις της, έχει δηµιουργήσει συνθήκες στις οποίες οποιαδήποτε λύση -τουλάχιστον όπως το βλέπει η Άγκυρα- µπορεί να προκύψει µόνο από παραχώρηση της ελληνικής πλευράς!

Πρόσφατο παράδειγµα, η τουρκική αντίδραση στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πρόοδο της Τουρκίας αναφορικά µε τη µελλοντική ένταξή της µε την ιδιότητα του κράτους-µέλους. Σχολιάζοντας το τουρκικό υπουργείο των Εξωτερικών την έκθεση αναφέρθηκε σε «µαξιµαλιστικές θέσεις Αθηνών και Λευκωσίας», αποκαλώντας µάλιστα το ψευδοκράτος που δεν έχει τύχει διεθνούς αναγνώρισης Τουρκική ∆ηµοκρατία της Βόρειας Κύπρου. Που σηµαίνει ότι η Τουρκία περνάει προς τα έξω ως διεκδικήσεις της Ελλάδας τα διεθνώς και νοµίµως κατοχυρωµένα κυριαρχικά της δικαιώµατα (!). Και από την άλλη ότι τα περί επιλύσεως του Κυπριακού µε την Κύπρο ως δικοινοτικήδιζωνική οµοσπονδία - ενιαίο κράτος τα απορρίπτει. Αποδεχόµενη τα διά των όπλων τετελεσµένα, δηλαδή ότι είναι τουρκικό έδαφος αυτά που κατέλαβε διά των όπλων.

Και κάτι επίσης που πρέπει να λαµβάνουµε υπ’ όψιν σε σχέση µε το πώς διαχειρίζεται η εκάστοτε τουρκική ηγεσία -στη συγκεκριµένη περίπτωση ο Ερντογάν, που θέλει να παρατείνει και άλλο τη θητεία του- τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε συνάρτηση και µε την κοινή γνώµη της χώρας της.

Κατ’ αρχάς, παρά την προαναφερθείσα Έκθεση προόδου της ΕΕ, ο Ερντογάν γνωρίζει ότι περισσότερες είναι οι πιθανότητες να µην ενταχθεί η χώρα του στην ΕΕ, παρά το αντίθετο. Εποµένως, οι λιγοστές πιθανότητες ένταξης περιορίζουν την αναγκαία συµµόρφωση της γείτονος σε συνθήκες καλής γειτονίας και δεν ευνοούν την υποχώρηση από υπερβολικές απαιτήσεις. Αν ήταν διαφορετικά τα πράγµατα, δεν θα µιλούσε η Άγκυρα για µαξιµαλιστικές θέσεις της Ελλάδας και της Κύπρου, και για Τουρκική ∆ηµοκρατία της Βόρειας Κύπρου.

Όσον αφορά την τουρκική κοινή γνώµη (που αναγκαστικά πρέπει να λαµβάνει υπ’ όψιν κάθε Τούρκος ηγέτης), έχει σηµασία η διαχρονική τάση του τουρκικού λαού για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, έτσι όπως διαπιστώνεται σε αλλεπάλληλες δηµοσκοπήσεις που έχουν πραγµατοποιηθεί.

Η τουρκική κοινή γνώµη εµφανίζεται διχασµένη, µε τους µισούς να υποστηρίζουν ότι η Τουρκία δεν πρέπει να ακολουθήσει πολιτική υποχωρήσεων έναντι της Ελλάδας, και τους άλλους µισούς να τάσσονται υπέρ των αµοιβαίων υποχωρήσεων και της πολιτικής προσέγγισης. Εποµένως, καµιά τουρκική κυβέρνηση δεν µπορεί να παραβλέψει την πραγµατικότητα αυτή, που δείχνει και κάτι άλλο. Εφόσον το -θεωρητικώς τουλάχιστον ήµισυ του τουρκικού λαού επιµένει να συνεχίσει η Άγκυρα να αµφισβητεί κυριαρχικά δικαιώµατα έναντι της Ελλάδας, είναι λογικό και η Άγκυρα να µην µπορεί -ή και να βρίσκει άλλοθι- να ανταποκριθεί στα ανοίγµατα που εκάστοτε κάνει η ελληνική κυβέρνηση προς τους Τούρκους.

Εξίσου σηµαντικό είναι το ποσοστό όσων θεωρούν την Ελλάδα τον κυριότερο εχθρό της Τουρκίας (!), ενώ πολύ αποθαρρυντικά είναι και τα ποσοστά που αναφέρονται στο Κυπριακό, υπό την έννοια ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Τούρκων ουσιαστικά τάσσεται υπέρ της σηµερινής πολιτικής της Άγκυρας, δηλαδή της διχοτόµησης.

Το διά ταύτα. Πρώτον όποιος και να είναι στην εξουσία στην Τουρκία, δεν µπορεί να µεταβάλει ριζικά τη µέχρι σήµερα πολιτική της χώρας αυτής έναντι της Ελλάδος. ∆εύτερον, εξακολουθεί να είναι πιο αποτελεσµατική, δυστυχώς για τις σχέσεις των δύο χωρών, η «ισορροπία του τρόµου». Τρίτον, διότι αυτά που θεωρεί ζωτικά της συµφέροντα η Τουρκία, καµία κυβέρνησή της δεν πρόκειται να τα απεµπολήσει, πολύ περισσότερο αφού φροντίσαµε, χάρη σε κάποιες ατυχείς κινήσεις στο παρελθόν (Συµφωνίες Μαδρίτης και Ελσίνκι) να τα αναγνωρίσουµε κι εµείς.

Καλόν είναι όλ’ αυτά να τα έχει αυτό υπ’ όψιν του και ο διεθνής παράγων, γιατί η όποια λύση στις ελληνοτουρκικές διαφορές µάλλον ετεροβαρής, προς ώρας τουλάχιστον, φαντάζει. ∆ιότι το θέµα είναι απλό. Όταν κάποιος έχει µεγιστοποιήσει τις απαιτήσεις του, αυτό που σε µία διαπραγµάτευση θα δώσει θα είναι η υποχώρησή του από αυτό που δεν έχει αλλά απλώς διεκδικεί. Ενώ ο άλλος σε αντάλλαγµα θα πρέπει να υποχωρήσει από κάτι που έχει…