Ιδεολογικές αυταπάτες
Άρθρο γνώμης
Αυτό που ενδιαφέρει τους πολίτες είναι ποιος είναι κατά τεκµήριο ικανότερος να τους λύσει τα πιεστικά τους προβλήµατα. Και όχι αυτός που φέρει τη µία ή την άλλη ετικέτα
Είναι µάλλον δύσκολο να κατανοήσει κανείς γιατί µόνο µία κεντροαριστερή πολιτική είναι αυτή που εντάσσει τον παράγοντα άνθρωπο µέσα στις πρώτες προτεραιότητές της, όπως θέλουν να εµφανίζουν τα κόµµατα που αυτοπροσδιορίζονται ότι ανήκουν στους χώρους της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς. Πολύ περισσότερο είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς κάτι τέτοιο, αφού στην πράξη έχει αποδειχθεί το αντίθετο. Και ως παράδειγµα µπορούµε να φέρουµε τις ίδιες τις αντιλήψεις του κόσµου, ο οποίος σε όλες τις δηµοσκοπήσεις δηλώνει την κατά πλειοψηφία εµπιστοσύνη του προς το κυβερνών κόµµα.
Με άλλα λόγια αποφαίνεται ότι προτιµά µία κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας για την αντιµετώπιση των κοινωνικών προβληµάτων και αυτών της καθηµερινής τριβής του πολίτη. Στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, το ΠΑΣΟΚ µάλλον πολιτική ενός σκληρού δεξιού κόµµατος εφάρµοσε, παρά πολιτική ενός κεντροαριστερού. Πολλοί βεβαίως θα σπεύσουν να αντιτείνουν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν αυτός που κατόρθωσε να ανανεώσει τις κοινωνικές τάξεις και να δώσει την ευκαιρία σε όσους ήταν στο περιθώριο να βγουν στην επιφάνεια. Ας µη ξεχνάµε ότι η πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου έχει ιστορικώς χαρακτηριστεί λαϊκίστικη. Η δε κοινωνική πολιτική που ακολούθησε επί σειράν ετών ήταν σε βάρος των δηµοσίων οικονοµικών και άρα εµµέσως σε βάρος των ασθενών τάξεων, τα ασφαλιστικά ταµεία των οποίων οδηγήθηκαν σε κατάρρευση.
Το ΠΑΣΟΚ δεν φορολόγησε την περίοδο της παντοδυναµίας του λ.χ το µεγάλο κεφάλαιο, για να ασκήσει την κοινωνική πολιτική του ή όποια άλλη άπτεται των συµφερόντων του πολίτη. Αντιθέτως κατέφευγε στο αντιλαϊκό µέτρο της άκρατης φορολόγησης πάντων, άνευ διακρίσεως, που είχε βεβαίως αποτέλεσµα να θίγονται οι ασθενέστερες τάξεις. Όµως η επικοινωνιακή δεξιότητα του ΠΑΣΟΚ προσδιόρισε διαχρονικά την ιδεολογική του ταυτότητα, ενώ επέτυχε να δηµιουργήσει την εσφαλµένη εντύπωση ότι η Ν∆ ήταν το κόµµα του µεγάλου κεφαλαίου.
Από την άλλη πλευρά το τι είναι στην ουσία η Αριστερά το βίωσε η ελληνική κοινωνία κατά τη διάρκειά της διακυβέρνησής της, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ αποµυθοποίησε κυρίως τη µονοπωλιακή διεκδίκηση της κοινωνικής της ευαισθησίας. ∆εδοµένου τώρα ότι πολύς λόγος γίνεται για τον ιδιαίτερο χώρο του Κέντρου, ως χώρου στον οποίον κινούνται συγκεκριµένες µάζες που, όπως λέγεται, είναι αυτές που αναδεικνύουν κυβερνήσεις αναλόγως προς τα πού αυτές κλίνουν, θα µπορούσε να πει κανείς καταχρηστικώς ότι το Κέντρο εκφράζει τη µέση πολιτική οδό.
Βεβαίως µία τέτοια παραδοχή ακυρώνει a priori το εύλογο επιχείρηµα ότι και ένα κόµµα που βρίσκεται ιδεολογικώς είτε στον χώρο της ∆εξιάς είτε στον χώρο του δηµοκρατικού σοσιαλισµού µπορεί να πολιτεύεται µε τις αρχές της «µεσότητος», την οποία υποτίθεται ότι εκπροσωπεί το Κέντρο. Από την άλλη πλευρά, αν επιχειρήσουµε να απαντήσουµε µε πιο πρακτικά επιχειρήµατα, σε όλους όσοι ταυτίζουν το Κέντρο µε τη µέση πολιτική οδό, θα µπορούσαµε να επικαλεσθούµε την πρακτική σκέψη του Κωνσταντίνου Τσάτσου, σύµφωνα µε την οποίαν «καλή είναι η µέση λύση, το ζήτηµα όµως είναι πού θα χαραχθεί η τοµή της µέσης λύσης. Ιδού το πρόβληµα των εφικτών συστηµάτων».
Το αν η πολιτική κάποιου κόµµατος που δεν αυτοαποκαλείται κεντρώο έδειξε ελλείµµατα πολιτικής και κοινωνικής δηµοκρατίας ή δικαιοσύνης, αυτό πρέπει να παραπέµπει στο ερώτηµα που έθεσε ο Τσάτσος, «πού πρέπει να χαραχθεί η τοµή της µέσης λύσης». Άλλωστε το Κέντρο στην Ελλάδα ως κόµµα έχει να επιδείξει ανάλογα ελλείµµατα, έτσι ώστε να µην επιβεβαιώνεται πάντοτε ότι ως κόµµα ή ως χώρος νοµιµοποιείται να µονοπωλεί τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δηµοκρατίας. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σε µία χώρα όπως η δική µας, όπου οι ετικέτες είναι κενές περιεχοµένου, αν αναλογισθεί κανείς ότι στη µεταπολιτευτική Ελλάδα, σοσιαλιστική πολιτική εφήρµοσε η Νέα ∆ηµοκρατία και δεξιά πολιτική το ΠΑΣΟΚ.
Αυτό που πρέπει να επισηµανθεί πάντως είναι ότι µε την πάροδο των ετών η πιεστική καθηµερινότητα και τα προβλήµατά της είναι που έχουν εξοβελίσει από την αντίληψη των κοινωνιών τις ιδεολογίες. Κι αυτό διότι αυτό που ενδιαφέρει τους πολίτες είναι ποιος είναι κατά τεκµήριο ικανότερος να τους λύσει τα πιεστικά τους προβλήµατα. Και όχι αυτός που φέρει τη µία ή την άλλη ιδεολογική ετικέτα. Οι πολίτες κινούνται σε έναν ευρύτερο από ιδεολογικά όρια χώρο, που δεν βασίζεται για τον προσδιορισµό του σε ιδεολογήµατα και θεωρητικές προσαρµογές. Είναι ο χώρος µέσα στον οποίο συνωθούνται όλοι εκείνοι οι πολίτες που απαιτούν
(α) αποτελεσµατικότητα πολιτικής,
(β) θάρρος στις επιλογές,
(γ) ικανότητα προσδιορισµού του εφικτού από τον εκάστοτε κυβερνήτη του,
(δ) κοινό νου στις αποφάσεις και στα µέτρα που θα λαµβάνονται,
(ε) οικονοµική σταθερότητα,
(στ) στοιχειώδη ασφάλεια,
(ζ) δουλειά για τους περισσότερους,
(η) δικαίωµα των νέων στο αύριο,
(θ) πολιτισµένο επίπεδο ζωής.
Αυτός είναι ο χώρος των νοικοκυραίων, που δεν έχει να κάνει µε ιδεολογήµατα αλλά µε το αυτονόητο.
Με άλλα λόγια αποφαίνεται ότι προτιµά µία κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας για την αντιµετώπιση των κοινωνικών προβληµάτων και αυτών της καθηµερινής τριβής του πολίτη. Στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, το ΠΑΣΟΚ µάλλον πολιτική ενός σκληρού δεξιού κόµµατος εφάρµοσε, παρά πολιτική ενός κεντροαριστερού. Πολλοί βεβαίως θα σπεύσουν να αντιτείνουν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν αυτός που κατόρθωσε να ανανεώσει τις κοινωνικές τάξεις και να δώσει την ευκαιρία σε όσους ήταν στο περιθώριο να βγουν στην επιφάνεια. Ας µη ξεχνάµε ότι η πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου έχει ιστορικώς χαρακτηριστεί λαϊκίστικη. Η δε κοινωνική πολιτική που ακολούθησε επί σειράν ετών ήταν σε βάρος των δηµοσίων οικονοµικών και άρα εµµέσως σε βάρος των ασθενών τάξεων, τα ασφαλιστικά ταµεία των οποίων οδηγήθηκαν σε κατάρρευση.
Το ΠΑΣΟΚ δεν φορολόγησε την περίοδο της παντοδυναµίας του λ.χ το µεγάλο κεφάλαιο, για να ασκήσει την κοινωνική πολιτική του ή όποια άλλη άπτεται των συµφερόντων του πολίτη. Αντιθέτως κατέφευγε στο αντιλαϊκό µέτρο της άκρατης φορολόγησης πάντων, άνευ διακρίσεως, που είχε βεβαίως αποτέλεσµα να θίγονται οι ασθενέστερες τάξεις. Όµως η επικοινωνιακή δεξιότητα του ΠΑΣΟΚ προσδιόρισε διαχρονικά την ιδεολογική του ταυτότητα, ενώ επέτυχε να δηµιουργήσει την εσφαλµένη εντύπωση ότι η Ν∆ ήταν το κόµµα του µεγάλου κεφαλαίου.
Από την άλλη πλευρά το τι είναι στην ουσία η Αριστερά το βίωσε η ελληνική κοινωνία κατά τη διάρκειά της διακυβέρνησής της, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ αποµυθοποίησε κυρίως τη µονοπωλιακή διεκδίκηση της κοινωνικής της ευαισθησίας. ∆εδοµένου τώρα ότι πολύς λόγος γίνεται για τον ιδιαίτερο χώρο του Κέντρου, ως χώρου στον οποίον κινούνται συγκεκριµένες µάζες που, όπως λέγεται, είναι αυτές που αναδεικνύουν κυβερνήσεις αναλόγως προς τα πού αυτές κλίνουν, θα µπορούσε να πει κανείς καταχρηστικώς ότι το Κέντρο εκφράζει τη µέση πολιτική οδό.
Βεβαίως µία τέτοια παραδοχή ακυρώνει a priori το εύλογο επιχείρηµα ότι και ένα κόµµα που βρίσκεται ιδεολογικώς είτε στον χώρο της ∆εξιάς είτε στον χώρο του δηµοκρατικού σοσιαλισµού µπορεί να πολιτεύεται µε τις αρχές της «µεσότητος», την οποία υποτίθεται ότι εκπροσωπεί το Κέντρο. Από την άλλη πλευρά, αν επιχειρήσουµε να απαντήσουµε µε πιο πρακτικά επιχειρήµατα, σε όλους όσοι ταυτίζουν το Κέντρο µε τη µέση πολιτική οδό, θα µπορούσαµε να επικαλεσθούµε την πρακτική σκέψη του Κωνσταντίνου Τσάτσου, σύµφωνα µε την οποίαν «καλή είναι η µέση λύση, το ζήτηµα όµως είναι πού θα χαραχθεί η τοµή της µέσης λύσης. Ιδού το πρόβληµα των εφικτών συστηµάτων».
Το αν η πολιτική κάποιου κόµµατος που δεν αυτοαποκαλείται κεντρώο έδειξε ελλείµµατα πολιτικής και κοινωνικής δηµοκρατίας ή δικαιοσύνης, αυτό πρέπει να παραπέµπει στο ερώτηµα που έθεσε ο Τσάτσος, «πού πρέπει να χαραχθεί η τοµή της µέσης λύσης». Άλλωστε το Κέντρο στην Ελλάδα ως κόµµα έχει να επιδείξει ανάλογα ελλείµµατα, έτσι ώστε να µην επιβεβαιώνεται πάντοτε ότι ως κόµµα ή ως χώρος νοµιµοποιείται να µονοπωλεί τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δηµοκρατίας. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σε µία χώρα όπως η δική µας, όπου οι ετικέτες είναι κενές περιεχοµένου, αν αναλογισθεί κανείς ότι στη µεταπολιτευτική Ελλάδα, σοσιαλιστική πολιτική εφήρµοσε η Νέα ∆ηµοκρατία και δεξιά πολιτική το ΠΑΣΟΚ.
Αυτό που πρέπει να επισηµανθεί πάντως είναι ότι µε την πάροδο των ετών η πιεστική καθηµερινότητα και τα προβλήµατά της είναι που έχουν εξοβελίσει από την αντίληψη των κοινωνιών τις ιδεολογίες. Κι αυτό διότι αυτό που ενδιαφέρει τους πολίτες είναι ποιος είναι κατά τεκµήριο ικανότερος να τους λύσει τα πιεστικά τους προβλήµατα. Και όχι αυτός που φέρει τη µία ή την άλλη ιδεολογική ετικέτα. Οι πολίτες κινούνται σε έναν ευρύτερο από ιδεολογικά όρια χώρο, που δεν βασίζεται για τον προσδιορισµό του σε ιδεολογήµατα και θεωρητικές προσαρµογές. Είναι ο χώρος µέσα στον οποίο συνωθούνται όλοι εκείνοι οι πολίτες που απαιτούν
(α) αποτελεσµατικότητα πολιτικής,
(β) θάρρος στις επιλογές,
(γ) ικανότητα προσδιορισµού του εφικτού από τον εκάστοτε κυβερνήτη του,
(δ) κοινό νου στις αποφάσεις και στα µέτρα που θα λαµβάνονται,
(ε) οικονοµική σταθερότητα,
(στ) στοιχειώδη ασφάλεια,
(ζ) δουλειά για τους περισσότερους,
(η) δικαίωµα των νέων στο αύριο,
(θ) πολιτισµένο επίπεδο ζωής.
Αυτός είναι ο χώρος των νοικοκυραίων, που δεν έχει να κάνει µε ιδεολογήµατα αλλά µε το αυτονόητο.