Tώρα που έχουν ανάψει οι συζητήσεις για το πρόσωπο του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, καθώς λήγει η θητεία της κυρίας Σακελλαροπούλου, να υπενθυµίσουµε κάτι που έχει λησµονηθεί. Και που έχει τη σηµασία του στο πλαίσιο της αξιολόγησης όσων ακολούθησαν στη µεταπολιτευτική ιστορία της χώρας. Πρόκειται για µία πρόταση που είχε υποβάλει επισήµως ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραµανλής.

Η πρόταση συνιστούσε µία πολύ µεγάλη συνταγµατική υπέρβαση, για τον λόγο ότι µετέβαλε και τη µορφή του δηµοκρατικού πολιτεύµατός µας. Υπήρξε και προσωπική υπέρβαση του ίδιου του τότε (δηλαδή την περίοδο που η πρόταση είχε υποβληθεί) αρχηγού της αξιωµατικής αντιπολιτεύσεως, αφού ανέτρεπε και το είδος του πολιτεύµατος που είχε προκρίνει ο ιδρυτής της παράταξης και θείος του, αλλά και τη συλλογιστική του να είναι Προεδρευοµένη και όχι Προεδρική η Κοινοβουλευτική ∆ηµοκρατία µας.

Κάτι που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι η πρόταση που είχε υποβάλει ο τότε αρχηγός της Νέας ∆ηµοκρατίας και µετέπειτα πρωθυπουργός ταυτιζόταν και µε την αντίστοιχη άποψη περί του πολιτεύµατος µε εκείνη του άλλοτε πρωθυπουργού και επιτίµου προέδρου της Ν∆, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πατρός του σηµερινού πρωθυπουργού! Μάλιστα την εποχή είχε εκτιµηθεί από ορισµένους κύκλους ότι εκείνη η πρόταση Καραµανλή συνιστούσε µία παραχώρηση προς τον Μητσοτάκη στο πνεύµα των εσωκοµµατικών ισορροπιών που είχε κρίνει σκόπιµο να κρατήσει ο Κώστας Καραµανλής, δεδοµένου µάλιστα ότι επίκειτο µία κρίσιµη εκλογική αναµέτρηση.

Η πραγµατικότητα πάντως ήταν διαφορετική, µολονότι η πρόταση συνδύαζε το τερπνό µετά του ωφελίµου. Επρόκειτο στην ουσία για µία πραγµατικά εκσυγχρονιστική υπέρβαση, η οποία παρακολουθούσε τις εξελίξεις και επιπλέον λάµβανε υπ’ όψιν τα διδάγµατα του παρελθόντος, που προέκυπταν όχι από την κατά το µάλλον και ήττον άψογη εκτέλεση των προεδρικών καθηκόντων τους από όλους τους Προέδρους ∆ηµοκρατίας (µέχρι σήµερα) αλλά από τη συµπεριφορά των ιδίων των κοµµάτων.

Είναι προφανές ότι η πρώτη συνέπεια στην περίπτωση που θα υιοθετείτο η ανάδειξη του ανωτάτου άρχοντος απευθείας από τον λαό θα ήταν, όπως προαναφέρθηκε, η µεταβολή του πολιτεύµατος από Προεδρευοµένη σε Προεδρική ∆ηµοκρατία. Και τούτο διότι εξυπακούεται ότι, η λαϊκή ισχύς την οποία συνεπάγεται η ανάδειξη του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας κατευθείαν από τον κυρίαρχο λαό πρέπει να συνοδεύεται και από σηµαντικές πολιτειακές αρµοδιότητες, που δεν θα έχουν καµία σχέση µε τις διακοσµητικού περίπου περιεχοµένου δυνατότητες του ανωτάτου άρχοντος που εκλέγεται από τη Βουλή. Την υποβάθµιση αυτή του ρόλου του ανωτάτου άρχοντος την είχε θελήσει ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου µε την αναθεώρηση του Συντάγµατος που επέβαλε, προκειµένου να εγκαθιδρύσει ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστηµα Προεδρευοµένης Κοινοβουλευτικής ∆ηµοκρατίας, όπου ο εκάστοτε πρωθυπουργός θα είχε σχεδόν ανεξέλεγκτες εξουσίες.

Αναφέροντας παραπάνω ότι η υπέρβαση που είχε επιχειρήσει ο Κώστας Καραµανλής διά της προτάσεως που δηµοσίως είχε καταθέσει ανέτρεπε τη συλλογιστική τόσο του Κωνσταντίνου Καραµανλή όσο και της επιτροπής που επεξεργάστηκε, υπό τις εντολές τις δικές του βεβαίως, το Σύνταγµα του 1975 για την εγκαθίδρυση στη χώρα µας της Προεδρευοµένης Κοινοβουλευτικής ∆ηµοκρατίας, εννοούµε το εξής: ότι η επί εικοσιπενταετία εφαρµογή του συγκεκριµένου πολιτεύµατος δεν επιβεβαίωσε απολύτως τα επιχειρήµατα της υιοθέτησής του. ∆ηλαδή ότι, αν εκλεγόταν απευθείας από τον λαό ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, ο κορυφαίος θεσµός θα κοµµατικοποιεί το και θα γινόταν αντικείµενο πολιτικής διελκυστίνδας, αφού τα κόµµατα θα πρότειναν τον Πρόεδρο. Ενώ συγχρόνως θα δηµιουργούντο οι προϋποθέσεις ενός εθνικού διχασµού, υπό την έννοια ότι όσοι ψήφιζαν το συγκεκριµένο κόµµα θα ήταν φυσικό να ψηφίζουν τον υποψήφιό του, οπότε και ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας κάλλιστα θα µπορούσε να χαρακτηρισθεί κοµµατικός πρόεδρος και όχι πρόεδρος όλων των Ελλήνων.

Η µέχρι σήµερα εµπειρία απέδειξε ότι, πρώτον, οι φόβοι αυτοί για την απευθείας εκλογή του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας από τον λαό επιβεβαιώθηκαν από την εκλογή του Προέδρου από… τη Βουλή και, δεύτερον, ενώ δεν αποφεύχθηκαν όσα εχρησιµοποιήθησαν ως επιχειρήµατα κατά της εκλογής του ανωτάτου άρχοντος απευθείας από τον λαό, η χώρα εστερείτο και µίας πραγµατικής ασφαλιστικής δικλίδας για το πολίτευµα αλλά και για τις πολιτικές αυθαιρεσίες µίας πανίσχυρης κυβέρνησης. Ετσι απέµενε ως αντίβαρο στις όποιες αυθαιρεσίες -και µάλιστα θεωρητικό αντίβαρο- είτε η λαϊκή απήχηση και το πολιτικό βάρος του Προέδρου, όπως στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Καραµανλή του πρεσβύτερου. Είτε το πολιτικό κύρος και η δηµοτικότητά του όπως στην περίπτωση (την εποχή που είχε υποβληθεί η σχετική πρόταση) του Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου, που ήταν τότε Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας. Αυτά τα δεδοµένα ήταν που έκαναν πολλούς από τον πολιτικό κόσµο να θεωρήσουν ότι είχε έλθει η ώρα να αντικρίσει και το πολίτευµά µας την πραγµατικότητα και να προσαρµοσθεί αναλόγως σε αυτή, διά του εκσυγχρονισµού του.

Ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας εξακολουθεί να εκλέγεται από τη Βουλή. Οι κοµµατικές αντιπαραθέσεις περί το πρόσωπό του εξακολουθούν να υπάρχουν στις περισσότερες των περιπτώσεων εκλογής Προέδρου. Και απλώς µένει ως υπόθεση εργασίας, συνταγµατικής και πολιτικής, το ερώτηµα που πολλές φορές ως διαφορετικό πρίσµα έχει επιχειρηθεί να αξιολογήσει τις εξελίξεις της Ιστορίας: «What if?». ∆ηλαδή: «Τι θα γινόταν, αν…;».