Πόσο πιθανός είναι ένας πόλεµος µε την Τουρκία;
Άρθρο γνώμης
Με άλλα λόγια, λαµβάνοντας υπ’ όψιν τα ιστορικά προηγούµενα, η εξωτερική πολιτική απέναντι στην Τουρκία θα πρέπει να διαµορφωθεί περισσότερο µε γνώµονα την ποιοτική υπεροχή και λιγότερο επί τη βάσει λύσεων
Η Τουρκία ετοιµάζεται -ή τουλάχιστον διατείνεται ότι θα το κάνει- να προωθήσει ένα σύµφωνο µε τη Συρία για ΑΟΖ, ανάλογο µε εκείνο που είχε υπογράψει µε τη Λιβύη. Αδιαφορεί για το ότι η διεθνής κοινότητα δεν αναγνωρίζει κάτι µη νόµιµο. ∆εν την ενδιαφέρει αυτό, αλλά, όπως και σε τόσα άλλα ζητήµατα, αυτό που ενδιαφέρει την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας είναι απλώς να θέτει ζητήµατα στο τραπέζι µε την προοπτική να αποδώσει σε βάθος χρόνου η ανατολίτικη υποµονή. Το ζήσαµε αυτό στο Κυπριακό.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν δηµόσιοι ισχυρισµοί ότι η Τουρκία επιδιώκει την καλή γειτονία, χωρίς όµως να απεµπολεί τη ρητορική της «Γαλάζιας Πατρίδας». Άλλωστε κατά καιρούς τα ήρεµα νερά ταράσσονται είτε µε επιθετικές δηλώσεις εκεί που δεν το περιµένεις είτε µε παραβιάσεις είτε µε την παρενόχληση ελληνικών αλιευτικών.
Ήδη παραµονές σχεδόν της συνάντησης του Ερντογάν µε τον Κυριάκο Μητσοτάκη η Τουρκία διεξάγει µεγάλη στρατιωτική άσκηση στο Αιγαίο µε τον ιδιαίτερης σηµειολογίας τίτλο «Γαλάζια Πατρίδα». Στις δηµοσκοπήσεις, όταν τίθεται σχετικό ερώτηµα όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η πλειοψηφία των πολιτών θέλει τη συνέχιση του διαλόγου, ενώ ένα ποσοστό κοντά στο 30% απαιτεί σκλήρυνση της ελληνικής στάσης και τερµατισµό των συζητήσεων. Καθώς η κατάσταση των σχέσεων των δύο χωρών έχει συνεχείς διακυµάνσεις µε τα χρόνια και δεδοµένου ότι η Τουρκία δεν έχει άρει το casus belli, είναι εύλογο να τίθεται, έστω και σε θεωρητική βάση, το ερώτηµα αν θα οδηγηθούµε ποτέ σε θερµό επεισόδιο, µε ό,τι και αν αυτό σηµαίνει.
Η εµπειρία αλλά και οι νέες γεωστρατηγικές συνθήκες εξαιτίας του εντοπισµού υδρογοναθράκων στην περιοχή, µε την εκδήλωση αλλά και τη συµµετοχή ξένων εταιρειών στις έρευνες, εν πρώτοις φαίνεται να αποκλείουν ένα τέτοιο ενδεχόµενο. Από την άλλη πλευρά µία χώρα όπως η Γαλλία, που συµµετέχει στις έρευνες διά γαλλικής εταιρείας και δείχνει αποφασισµένη να εµποδίσει οποιαδήποτε απονενοηµένη πρόκληση της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος, βρίσκεται σε σχέση αντιπαράθεσης µε την Τουρκία. Ας µη λησµονούµε εξάλλου την προ επταετίας επιστολή του υπουργού Εξωτερικών της προηγούµενης κυβέρνησης Τραµπ, του Ποµπέο, για τα ελληνοτουρκικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η ισχύς της οποίας εξακολουθεί να υφίσταται, µετά µάλιστα και την εκλογή εκ νέου του Τραµπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Ήταν τότε επίσης που ο επανεκλεγείς πρόεδρος είχε κάνει τηλεφώνηµα στον προκαλούντα ρητορικά Ερντογάν να ρίξει τους τόνους, κάτι που δεν έκανε σε σχέση µε τον Έλληνα πρωθυπουργό, οπότε θα εδηµιουργείτο η εντύπωση ότι κρατάει ίσες αποστάσεις. Η µακρόχρονη πάντως εµπειρία όσον αφορά την τουρκική στάση είναι αυτή που πρέπει να κατευθύνει την ελληνική στάση απέναντι στον γείτονα. Η Τουρκία είναι η µόνη χώρα µε εδαφικές βλέψεις, οι οποίες διατυπώνονται µάλιστα και επισήµως.
Οι στόχοι της δε αυτοί διαµορφώνονται και από έναν ψυχολογικό παράγοντα που, καθώς φαίνεται, επιµένει να τον παραγνωρίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική. Και ο παράγοντας αυτός δεν είναι παρά η σχέση του παλαιού κατακτητή και του απελευθερωµένου «υπόδουλου». Αυτό σηµαίνει ότι, σε αντίθεση µε την απελευθέρωση άλλων λαών, η ελληνική λύτρωση προήλθε από µία πανεθνική νίκη, την οποία ιστορικά ο αντίπαλος δεν έχει ξεπεράσει, στο µέτρο µάλιστα που η θεωρητική αναβίωση της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας αποτελεί, στο πλαίσιο του πανισλαµικού ιδεώδους, την τουρκική µεγάλη ιδέα.
Με άλλα λόγια, λαµβάνοντας υπ’ όψιν τα ιστορικά προηγούµενα, η εξωτερική πολιτική απέναντι στην Τουρκία θα πρέπει να διαµορφωθεί περισσότερο µε γνώµονα την ποιοτική υπεροχή και λιγότερο επί τη βάσει λύσεων, τη µακροβιότητα των οποίων έχουµε συνηθίσει να την καθορίζει τελικώς, κατά µονοµερή τρόπο η τουρκική πλευρά. Άλλωστε από τη δεκαετία του ’70 -δηλαδή εδώ και µισό αιώνα και πλέονη Άγκυρα είχε εκπονήσει ένα επιθετικό δόγµα (συνταχθέν από το τουρκικό ΓΕΣ), µε το οποίο προβλεπόταν ο απόλυτος στρατιωτικός έλεγχος του ανατολικού Αιγαίου και η ένταξη υπό την «τουρκική οµπρέλα» της Σαµοθράκης, της Λέσβου, της Χίου και της Σάµου, ως τµήµα τού «αµυντικού δόγµατος» της Τουρκίας. Το δόγµα αυτό αναπτύσσεται µε κάθε λεπτοµέρεια σε µελέτη του γενικού επιτελείου της Τουρκίας, η οποία έχει συνταχθεί από τον στρατηγό Χαµπντί Ερντούνα και από τους συνταγµατάρχες Νετζατί Οκσέ και Γκιουζέλ Ακτάρ.
Το πρώτο πάντως συστατικό της στάσης απέναντι στην Τουρκία είναι η συνεχής ενίσχυση των Ενόπλων ∆υνάµεων, που εκσυγχρονίζονται µε τα νέα ηλεκτρονικά όπλα, όπως έχει ήδη παρουσιάσει ο αρµόδιος υπουργός, Νίκος ∆ένδιας. Είναι οι Ένοπλες ∆υνάµεις το συµπληρωµατικό στοιχείο της εξωτερικής µας πολιτικής, ως αποτρεπτικός παράγοντας. Ας µην ξεχνάµε άλλωστε ότι επί χρόνια και παρά τον Ψυχρό Πόλεµο η ειρήνη διεθνώς είχε εξασφαλιστεί από την «ισορροπία του τρόµου», που λειτουργούσε αποτρεπτικά. Παίζει δε πρωταγωνιστικό ρόλο η αποτρεπτική ισχύς της χώρας, την οποία η Τουρκία είναι βέβαιο ότι τη λαµβάνει πλέον υπ’ όψιν της σοβαρά.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν δηµόσιοι ισχυρισµοί ότι η Τουρκία επιδιώκει την καλή γειτονία, χωρίς όµως να απεµπολεί τη ρητορική της «Γαλάζιας Πατρίδας». Άλλωστε κατά καιρούς τα ήρεµα νερά ταράσσονται είτε µε επιθετικές δηλώσεις εκεί που δεν το περιµένεις είτε µε παραβιάσεις είτε µε την παρενόχληση ελληνικών αλιευτικών.
Ήδη παραµονές σχεδόν της συνάντησης του Ερντογάν µε τον Κυριάκο Μητσοτάκη η Τουρκία διεξάγει µεγάλη στρατιωτική άσκηση στο Αιγαίο µε τον ιδιαίτερης σηµειολογίας τίτλο «Γαλάζια Πατρίδα». Στις δηµοσκοπήσεις, όταν τίθεται σχετικό ερώτηµα όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η πλειοψηφία των πολιτών θέλει τη συνέχιση του διαλόγου, ενώ ένα ποσοστό κοντά στο 30% απαιτεί σκλήρυνση της ελληνικής στάσης και τερµατισµό των συζητήσεων. Καθώς η κατάσταση των σχέσεων των δύο χωρών έχει συνεχείς διακυµάνσεις µε τα χρόνια και δεδοµένου ότι η Τουρκία δεν έχει άρει το casus belli, είναι εύλογο να τίθεται, έστω και σε θεωρητική βάση, το ερώτηµα αν θα οδηγηθούµε ποτέ σε θερµό επεισόδιο, µε ό,τι και αν αυτό σηµαίνει.
Η εµπειρία αλλά και οι νέες γεωστρατηγικές συνθήκες εξαιτίας του εντοπισµού υδρογοναθράκων στην περιοχή, µε την εκδήλωση αλλά και τη συµµετοχή ξένων εταιρειών στις έρευνες, εν πρώτοις φαίνεται να αποκλείουν ένα τέτοιο ενδεχόµενο. Από την άλλη πλευρά µία χώρα όπως η Γαλλία, που συµµετέχει στις έρευνες διά γαλλικής εταιρείας και δείχνει αποφασισµένη να εµποδίσει οποιαδήποτε απονενοηµένη πρόκληση της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος, βρίσκεται σε σχέση αντιπαράθεσης µε την Τουρκία. Ας µη λησµονούµε εξάλλου την προ επταετίας επιστολή του υπουργού Εξωτερικών της προηγούµενης κυβέρνησης Τραµπ, του Ποµπέο, για τα ελληνοτουρκικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η ισχύς της οποίας εξακολουθεί να υφίσταται, µετά µάλιστα και την εκλογή εκ νέου του Τραµπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Ήταν τότε επίσης που ο επανεκλεγείς πρόεδρος είχε κάνει τηλεφώνηµα στον προκαλούντα ρητορικά Ερντογάν να ρίξει τους τόνους, κάτι που δεν έκανε σε σχέση µε τον Έλληνα πρωθυπουργό, οπότε θα εδηµιουργείτο η εντύπωση ότι κρατάει ίσες αποστάσεις. Η µακρόχρονη πάντως εµπειρία όσον αφορά την τουρκική στάση είναι αυτή που πρέπει να κατευθύνει την ελληνική στάση απέναντι στον γείτονα. Η Τουρκία είναι η µόνη χώρα µε εδαφικές βλέψεις, οι οποίες διατυπώνονται µάλιστα και επισήµως.
Οι στόχοι της δε αυτοί διαµορφώνονται και από έναν ψυχολογικό παράγοντα που, καθώς φαίνεται, επιµένει να τον παραγνωρίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική. Και ο παράγοντας αυτός δεν είναι παρά η σχέση του παλαιού κατακτητή και του απελευθερωµένου «υπόδουλου». Αυτό σηµαίνει ότι, σε αντίθεση µε την απελευθέρωση άλλων λαών, η ελληνική λύτρωση προήλθε από µία πανεθνική νίκη, την οποία ιστορικά ο αντίπαλος δεν έχει ξεπεράσει, στο µέτρο µάλιστα που η θεωρητική αναβίωση της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας αποτελεί, στο πλαίσιο του πανισλαµικού ιδεώδους, την τουρκική µεγάλη ιδέα.
Με άλλα λόγια, λαµβάνοντας υπ’ όψιν τα ιστορικά προηγούµενα, η εξωτερική πολιτική απέναντι στην Τουρκία θα πρέπει να διαµορφωθεί περισσότερο µε γνώµονα την ποιοτική υπεροχή και λιγότερο επί τη βάσει λύσεων, τη µακροβιότητα των οποίων έχουµε συνηθίσει να την καθορίζει τελικώς, κατά µονοµερή τρόπο η τουρκική πλευρά. Άλλωστε από τη δεκαετία του ’70 -δηλαδή εδώ και µισό αιώνα και πλέονη Άγκυρα είχε εκπονήσει ένα επιθετικό δόγµα (συνταχθέν από το τουρκικό ΓΕΣ), µε το οποίο προβλεπόταν ο απόλυτος στρατιωτικός έλεγχος του ανατολικού Αιγαίου και η ένταξη υπό την «τουρκική οµπρέλα» της Σαµοθράκης, της Λέσβου, της Χίου και της Σάµου, ως τµήµα τού «αµυντικού δόγµατος» της Τουρκίας. Το δόγµα αυτό αναπτύσσεται µε κάθε λεπτοµέρεια σε µελέτη του γενικού επιτελείου της Τουρκίας, η οποία έχει συνταχθεί από τον στρατηγό Χαµπντί Ερντούνα και από τους συνταγµατάρχες Νετζατί Οκσέ και Γκιουζέλ Ακτάρ.
Το πρώτο πάντως συστατικό της στάσης απέναντι στην Τουρκία είναι η συνεχής ενίσχυση των Ενόπλων ∆υνάµεων, που εκσυγχρονίζονται µε τα νέα ηλεκτρονικά όπλα, όπως έχει ήδη παρουσιάσει ο αρµόδιος υπουργός, Νίκος ∆ένδιας. Είναι οι Ένοπλες ∆υνάµεις το συµπληρωµατικό στοιχείο της εξωτερικής µας πολιτικής, ως αποτρεπτικός παράγοντας. Ας µην ξεχνάµε άλλωστε ότι επί χρόνια και παρά τον Ψυχρό Πόλεµο η ειρήνη διεθνώς είχε εξασφαλιστεί από την «ισορροπία του τρόµου», που λειτουργούσε αποτρεπτικά. Παίζει δε πρωταγωνιστικό ρόλο η αποτρεπτική ισχύς της χώρας, την οποία η Τουρκία είναι βέβαιο ότι τη λαµβάνει πλέον υπ’ όψιν της σοβαρά.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή