Ανεξαρτήτως οπαδικής προτίμησης δεν είναι δυνατόν να μην έχει συγκινηθεί ο φίλαθλος κόσμος της Ελλάδας με την περιπέτεια υγείας του «στρατηγού» του ελληνικού ποδοσφαίρου, του Μίμη Δομάζου. Του τελευταίου ίσως των μεγάλων παικτών, που κάποτε ίδρωναν για τη φανέλα και όχι για τα χρήματα.

Ειρωνεία της μοίρας ότι ο Δομάζος κατέρρευσε παραμονές σχεδόν της παρουσίασης του βιβλίου του με τίτλο «Ο κοντός και ο ψηλός», που παρέπεμπε στην εντός των γηπέδων συνεργασία του με τον γκολτζή φορ του Παναθηναϊκού, τον Αντωνιάδη.

Πριν από χρόνια, ένα τηλεοπτικό κανάλι, αποτίοντας φόρο τιμής σε παλαιούς και αγνούς άσους των ελληνικών γηπέδων της δεκαετίας του ’50, τότε που το ποδόσφαιρο ήταν παιγνίδι και όχι επάγγελμα, έδειξε την αθλητική βιοτή μιας άλλης εποχής που πολλοί δεν έζησαν, περισσότεροι την έχουν λησμονήσει και που οπωσδήποτε δεν έχει καμία σχέση με το σήμερα. Για έναν και μόνο λόγο. Τότε, έπαιζαν για το συναίσθημα και με συναίσθημα. Τώρα, παίζουν για το χρήμα και την αποκατάσταση.

Από τη στιγμή που ο αθλητισμός μεταβλήθηκε από ιδέα σε επάγγελμα, τα ματς έπαψαν να είναι γιορτές, αποκτώντας ίσως τη χρησιμότητα του φροϊδικού εργαλείου, αφού σε αυτά πια εκτονώνονται τα πάσης φύσεως απωθημένα.

Το πρωτόγονο, για τα σημερινά δεδομένα, φιλμάκι της τηλεόρασης δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα σημείο αναφοράς και σύγκρισης με αυτό που συμβαίνει σήμερα, με πρωταγωνιστές γνωστούς ποδοσφαιριστές που επρόκειτο τάχα να κάνουν καριέρα στο εξωτερικό, άλλους που έπρεπε να αναζητούν καθημερινά το μεροκάματο για να ζήσουν, γιατί τότε δεν υπήρχαν συμβόλαια πολλών εκατομμυρίων, και όλους μαζί να έχουν το ίδιο πάθος.

Το ποδόσφαιρο, τον αθλητισμό. Η προοπτική να πάει να παίξει στο εξωτερικό ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας, ο Κώστας Λινοξυλάκης, ο κορυφαίος σέντερ μπακ που ανέδειξε ποτέ το ελληνικό ποδόσφαιρο, είναι ασφαλώς πολύ επίκαιρη με τα όσα συμβαίνουν σήμερα, που το όνειρο κάθε Έλληνα ποδοσφαριστή είναι να σταδιοδρομήσει σε ομάδα του εξωτερικού. Στο φιλμ όλοι περιμένουν το τέλος της καριέρας του Έλληνα ποδοσφαιριστή στα ελληνικά γήπεδα.

Και καθώς τελειώνει ένα κρίσιμο ματς της εθνικής ομάδος μας με μία αντίστοιχη ξένη, με θρίαμβο της ελληνικής, ο σχολιαστής του ραδιοφώνου, που αναμετέδιδε τον αγώνα, μόλις τελειώνει, φωνάζει τον Λινοξυλάκη για να του πει δυο λόγια, πριν κατέβει στην καταπακτή των αποδυτηρίων, για τη νέα σταδιοδρομία του.

Και ο Κώστας τού απαντάει: «Όχι, δεν θα φύγω. Αποφάσισα να συνεχίσω με την ομάδα που αγαπώ και να φοράω τη φανέλα της Εθνικής μας»… Μπορεί σε πολλούς να φαίνεται μελό η απάντηση, για τις ανάγκες της ταινίας. Όμως, έτσι, πράγματι, αισθάνονταν οι ποδοσφαιριστές τότε που έπαιζαν με «την τσέπη πάντα αδειανή και την καρδιά γεμάτη».


*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»