Το θέμα της ασφάλειας, την οποία χρειάζεται η κοινωνία, μπορεί να έχει υπερκεραστεί από την ακρίβεια ως προτεραιότητα και ανησυχία των πολιτών στις σχετικές έρευνες, αλλά παρ’ όλ’ αυτά εξακολουθεί να βρίσκεται ψηλά. Βεβαίως, οι αναπάντεχες και απροειδοποίητες βιαιότητες είναι λογικό και φυσικό να μην προλαμβάνονται. Συμβαίνουν όμως κάποια περιστατικά συνεχόμενα, τα οποία υπάρχει, ασφαλώς, τρόπος να αντιμετωπιστούν.

Για παράδειγμα, η δράση συμμοριών στα νότια προάστια και σε συγκεκριμένη πολυσύχναστη περιοχή, επειδή είναι επαναλαμβανόμενη, είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί με μία μεγαλύτερη αστυνομική επιτήρηση. Και βεβαίως η ηλικία των δραστών-μελών των συμμοριών αυτών δεν πρέπει, επειδή είναι στην εφηβεία, να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα όσον αφορά τις κυρώσεις που θα επιβάλλονται σε αυτούς. Έχουν συνείδηση του τι πράττουν και όταν μάλιστα το πράττουν κατ’ επανάληψη είναι παγιωμένη η ροπή τους προς την εγκληματικότητα.

Σε τελευταία ανάλυση, η αυστηρότητα μπορεί και δρα αποτρεπτικά, ενώ η επιείκεια είναι δυνατόν να εκλαμβάνεται ως μερική ανοχή της εγκληματικής πράξης. Τα περιστατικά της μικροεγκληματικότητας βαίνουν αυξανόμενα, γεγονός που είναι λογικό να προκαλεί προβληματισμό στους πολίτες.

Δεν έχει σημασία αν είναι μικρή σε σχέση λ.χ. με φόνους η βαρύτητα των πράξεων αυτών. Η πολιτεία, εκτός από την ασφάλεια που πρέπει να εξασφαλίζει στους πολίτες της, από την άλλη έχει να αντιμετωπίσει σε προοπτική το ενδεχόμενο οι σημερινοί μικροεγκληματίες να «προπονούνται» για κάτι μεγαλύτερο στο μέλλον. Οπότε, η αυστηρότητα στην κύρωση είναι η μόνη μέθοδος συνετισμού, που δρα αποτρεπτικά για ανάλογες πράξεις στο μέλλον.

Και που, σε τελευταία ανάλυση, μπορεί να εξισορροπήσει τον ενδεχόμενο φόβο που προβάλλεται, μήπως «μορφωθεί» καλύτερα ο νεαρός δράστης μέσα στη φυλακή που θα τον βάλουν και το οποίο είναι και ένα βασικό επιχείρημα που διατυπώνεται για την επιεικέστερη αξιολόγηση της εφηβικής παρανομίας.

Σε σχέση με άλλες εποχές, ως αποτέλεσμα της εξέλιξης των μέσων επικοινωνίας και ενημέρωσης, η ροπή προς τη βία και κατ’ επέκταση προς την παρανομία, δυστυχώς, σήμερα, ξεκινάει από το σχολείο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν επιρροή και τα όσα πιθανώς διαδραματίζονται μέσα στις οικογένειες.

Το ερώτημα είναι ποια αποτελεί την αποτελεσματικότερη μέθοδο αντιμετώπισης τέτοιων φαινομένων. Η παλαιά και παραδοσιακή της αυστηρής κύρωσης ή η μέθοδος που περιλαμβάνει, υποτίθεται, ψυχολογική στήριξη και ψυχαναλύσεις για ποιο λόγο ο παραβατικός ακολουθεί αυτή τη συμπεριφορά; Στην πρώτη έχουμε περισσότερη ίσως αποτελεσματικότητα στην πράξη. Με τη δεύτερη δοκιμάζεται και αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των θεωριών. Όμως, σε ανάλογες περιπτώσεις που οι κοινωνίες ζητούν απτά αποτελέσματα, τους είναι, προφανώς, αδιάφοροι οι «πειραματισμοί πάνω στις συμπεριφορές μελλοντικών εγκληματιών»…


*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»