Προφανώς και δεν είναι τυχαία η διάλυση στον χώρο της κεντροαριστεράς και αριστεράς που επιβεβαιώνεται και από τη συνεχώς διαπιστούµενη αναξιοπιστία τους στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό προκύπτει από κάθε έρευνα της κοινής γνώµης. Μόνο οι του πληττόµενου χώρου δεν το αναγνωρίζουν, µε το εύκολο πάντοτε επιχείρηµα ότι οι δηµοσκοπήσεις αποτυπώνουν µία κατάσταση µιας συγκεκριµένης στιγµής. Η επιχειρηµατολογία βεβαίως αυτή παρακάµπτει µία πραγµατικότητα που είναι η συνεχώς επαναλαµβανόµενη έλλειψη εµπιστοσύνης του κόσµου προς τα κόµµατα της αντιπολίτευσης, παρά µία δυσανεξία που εµφανίζει τελευταίως προς την κυβερνώσα παράταξη, την οποία πάντως την προτιµά να τον κυβερνά.

Την κατάσταση κατακερµατισµού των κοµµάτων της αντιπολίτευσης που κινούνται στον κεντροαριστερό χώρο, αλλά και το αβέβαιο µέλλον του, το επιβεβαιώνει η εντυπωσιακή έλλειψη προσωπικοτήτων που θα µπορούσαν να ενώσουν τον χώρο αυτό, ηγούµενοι µιας νέας παράταξης που θα προέκυπτε από συνένωση περισσοτέρων κοµµάτων ίδιας ιδεολογικής συγγένειας. Αν και, εδώ που τα λέµε, οι ιδεολογικές ταυτίσεις είναι ένα πρόσχηµα που προβάλλεται προς την κοινωνία, ενώ αντιθέτως ο συνδετικός κρίκος µιας πιθανής –που δεν υπάρχει βεβαίως αυτή τη στιγµή- συνεργασίας δεν είναι άλλος από την υποκατάσταση µε όποιον τρόπο και µέσο της Νέας ∆ηµοκρατίας στη διακυβέρνηση της χώρας.

Στην τελευταία δηµοσκόπηση της GPO (για λογαριασµό του Flash.gr) αναδείχτηκε το µεγαλοπρεπές έλλειµα ενός ηγέτη που θα µπορούσε να ενώσει την κεντροαριστερά. ∆ηλαδή τα όποια κόµµατα συνωθούνται στον χώρο αυτό επικαλούµενα τη σχετική ιδεολογική ταυτότητα.

Το ποσοστό που κυριαρχεί και µάλιστα µε διαφορά είναι η άποψη της κοινής γνώµης ότι κανένας δεν έχει το πολιτικό ανάστηµα για να γίνει ηγέτης της κεντροαριστεράς. ∆ιόλου τιµητικό για τους αρχηγούς των κεντροαριστερών κοµµάτων της αντιπολίτευσης. Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ συναγωνίζεται -σε χαµηλό βεβαίως ποσοστό, µόλις 15,6%- την αρχηγό της Πλεύσης Ελευθερίας, την οποία απλώς έχει «σηκώσει» η ρητορική της στην υπόθεση των Τεµπών.

Το εντυπωσιακό είναι ότι κάτω από τα ποσοστά τόσο του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ όσο και της Πλεύσης Ελευθερίας για την ηγεσία της κεντροαριστεράς βρίσκεται ο Αλέξης Τσίπρας, γεγονός που σηµαίνει ότι σταδιακά έχει εξαντλήσει το πολιτικό του κεφάλαιο, προφανώς διότι παραµένουν ακόµη στη συντριπτική πλειοψηφία του κόσµου νωπές οι µνήµες από τη διακυβέρνησή του. Μάλιστα, είναι χαµηλό και το ποσοστό όσων θεωρούν ότι θα µπορούσε να επιστρέψει ως αρχηγός στον ΣΥΡΙΖΑ. Να µην αναφέρουµε τα ποσοστά των υπολοίπων, όπως οι Φάµµελος, Βαρουφάκης, Χαρίτσης και Κασσελάκης, που η κοινή γνώµη τους έχει αποκλείσει από την ιδιότητα του ηγέτη της κεντροαριστεράς.

Με την κατάσταση να έχει έτσι στην κεντροαριστερά είναι λογικό να αποκλείεται εκ προοιµίου η πιθανότητα µιας αυτοδύναµης κυβέρνησης που θα µπορούσε να επιτύχει ένα κόµµα από τον χώρο αυτό. Άλλωστε, στην ίδια δηµοσκόπηση είναι συντριπτική η αρνητική απάντηση ως προς τη δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ και του Νίκου Ανδρουλάκη να κερδίσουν τη Νέα ∆ηµοκρατία. Καθώς, λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγµατα είναι µάλλον φυσικό να επικρατεί µεταξύ της κοινής γνώµης το σενάριο της επιδίωξης από το ΠΑΣΟΚ µίας συνεργασίας µε άλλα κόµµατα, µήπως και κατορθώσει να προσελκύσει τους ψηφοφόρους που αδυνατεί να πείσει σήµερα.

Το ερώτηµα βεβαίως που αβίαστα προκύπτει είναι πώς είναι δυνατόν η κυβερνητική συνεργασία αυτών των κοµµάτων να είναι αποτελεσµατική τη στιγµή που από µόνα τους τα κόµµατα, τα οποία θα συνεργάζονταν για να κυβερνήσουν, δεν θεωρούνται αξιόπιστα από την κοινωνία για µία κυβερνητική θητεία. Με τις προτιµήσεις για διακυβέρνηση να κλίνουν πλειοψηφικά προς τη Νέα ∆ηµοκρατία; Το γεγονός πάντως ότι και τα ποσοστά αυτών που τάσσονται υπέρ των συνεργασιών, κυρίως µεταξύ κοµµάτων της κεντροαριστεράς, είναι σχετικά χαµηλά, οδηγεί σε µία ρευστότητα στον συγκεκριµένο χώρο που είναι δύσκολο να υπερκεραστεί και να αναδυθεί κάτι νέο το οποίο θα µπορούσε να πρωταγωνιστήσει ή δευτεραγωνιστήσει στην πολιτική σκηνή. Προφανώς πολλά χρειάζεται να γίνουν και, κυρίως, εκτός από την προσωπικότητα που θα γίνεται αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία, να διατυπωθεί και ένας διαφορετικός πολιτικός λόγος ουσίας και όχι συνθηµάτων κατά της σηµερινής κυβέρνησης.

Τέλος, ένα µειονέκτηµα της σχετικής προσπάθειας για όποια νέα κεντροαριστερά είναι ότι, όπως έχουν σήµερα τα πράγµατα αναγκαστικώς βασίζεται και σε πρόσωπα τα οποία, όπως και να το κάνουµε, αποτελούν εκπροσώπους µιας πολιτικής που έχει εκλογικώς καταδικασθεί και δηµοσκοπικώς δεν κατορθώνει να σηκώσει κεφάλι. Από την άλλη πλευρά, αν η έννοια της κεντροαριστεράς συγγενεύει προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδηµοκρατία, πώς ένα τέτοιο σχήµα θα είναι πιο συγγενές µε αυτήν, από τη στιγµή που στο συγκεκριµένο σχήµα θα συµµετέχουν και όσοι αποτελούσαν το σχήµα των νεοκοµµουνιστών του Αλέξη Τσίπρα; Χώρια που σε όποια τωρινή προσπάθεια θα πρέπει να εύχονται οι συµµετέχοντες να ξεχάσει ο κόσµος το παρελθόν των κοµµάτων που εκπροσωπούν και τα οποία η κοινωνία τα καταδίκασε κατά βροντώδη τρόπο.