Συνταγµατική αντίφαση
Γύρω γύρω όλοι
Επί σειράν ετών για τους πολίτες το δίκαιο ήταν και είναι να αντιμετωπίζονται οι πολιτικοί και ιδιαίτερα τα μέλη μιας κυβέρνησης όπως αυτοί

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει τα μέλη μιας κυβέρνησης ως προς τις ενέργειες στο πλαίσιο των καθηκόντων τους από την επιβουλή κάθε δικομανούς, που θα έσπευδε να καταθέσει μηνύσεις επειδή έτσι του κάπνισε. Γι’ αυτό, άλλωστε, θεσπίστηκε η αρμοδιότητα της Βουλής να ασκεί δίωξη κατά όλων όσοι διατελούν ή διατέλεσαν μέλη της κυβέρνησης «για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως ο νόμος ορίζει». Μόνο που συνταγματικός νομοθέτης είναι η ίδια η Βουλή και βεβαίως η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία. Γεγονός που σημαίνει ότι έχει τη δυνατότητα η κυβερνητική πλειοψηφία -καθότι πλειοψηφία- να ανατρέψει την πορεία προς το Δικαστικό Συμβούλιο και από εκεί στο Ειδικό Δικαστήριο.
Επί σειράν ετών για τους πολίτες το δίκαιο ήταν και είναι να αντιμετωπίζονται οι πολιτικοί και ιδιαίτερα τα μέλη μιας κυβέρνησης όπως αυτοί. Δηλαδή, από τον λεγόμενο φυσικό δικαστή, που είναι τα όργανα της Δικαιοσύνης ως ανεξάρτητης Αρχής. Βλέπουμε, επομένως, ότι ναι μεν ο συνταγματικός νομοθέτης, δηλαδή η Βουλή, θέλει να προστατεύσει τα μέλη μιας κυβέρνησης, όπως προαναφέρθηκε, για να είναι απερίσπαστα στο έργο τους, όμως, «Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει». Υπό μία έννοια, δηλαδή, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, καίτοι ο τρόπος δίωξης των μελών μιας κυβέρνησης θεσπίστηκε κατά απόλυτα νόμιμο διαδικασία και κατοχυρώθηκε συνταγματικά, εντούτοις η σχετική πρόβλεψη είναι… αντισυνταγματική! Διότι αντιβαίνει στο άρθρο 4 του ιδίου Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και, επομένως, και τα πολιτικά πρόσωπα θα πρέπει να έχουν την αυτή μεταχείριση με τους άλλους Έλληνες. Εκτός αν οι πολιτικοί δεν είναι Έλληνες πολίτες, κάτι, βεβαίως, που δεν ισχύει… Αν λάβουμε τα παραπάνω υπόψη και το γεγονός της επί σειράν ετών άνισης μεταχείρισης μιας τάξης Ελλήνων, των πολιτικών προσώπων, έναντι όλων των υπόλοιπων τάξεων -δηλαδή της παραβίασης του Συντάγματος από τον ίδιο τον συνταγματικό νομοθέτη-, μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα σχετικά με τα τελευταία γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση των Τεμπών:
Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι οι εμμένοντες στην προβλεπόμενη, ακόμη, διαδικασία της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής τάσσονται, τελικώς, βασιζόμενοι στο τυπικό μέρος, υπέρ της συνέχισης μιας διαδικασίας που έχει διαχωρίσει τους Έλληνες σε προνομιούχους και μη. Μόνο και μόνο επειδή είναι πολιτικοί.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι τους δια κατέχει ο φόβος της Δικαιοσύνης, δεδομένου ότι δεν θα έχουν τη δυνατότητα παρεμβάσεων εντυπωσιασμού. Διότι, κατά τα άλλα, η Δικαιοσύνη μπορεί, εφόσον το κρίνει, να λειτουργήσει όπως ακριβώς απαιτεί η αντιπολίτευση να κάνει η Προανακριτική. Να καλέσει και αυτή όποιον μάρτυρα, αυθεντικό και όχι βιτρίνας, κρίνει σκόπιμο. Και όχι, βεβαίως, τους μάρ τυρες που θα ήθελε η αντιπολίτευση.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή»