
∆ικαιοσύνη και πολιτικοί
Άρθρο γνώμης
Το ζήτημα που θέτουν ορισμένοι είναι αν με ανάλογες παρεμβάσεις, εκτιμήσεις και κρίσεις της Δικαιοσύνης υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί τελικώς μία «κυβέρνηση δικαστών»
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η πρωτοβουλία των δικαστικών Αρχών της Γαλλίας κατά της Μαρίν Λεπέν αποτελεί μια επιβεβαίωση της διάκρισης των εξουσιών και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης σε χώρες που λειτουργούν με βάση τους κανόνες και τις αρχές της δημοκρατίας. Ακριβώς δε στο πλαίσιο των αρχών αυτών, ενδεχομένως θα πρέπει να εύχεται κανείς να εκδηλώνονται, με βάσιμες βεβαίως αφορμές, από τις δικαστικές Αρχές τέτοιες πρωτοβουλίες. Όχι μόνο διότι μία συντεταγμένη εξουσία έχει ασφαλώς ρόλο στην εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος. Αλλά και διότι τον ρόλο αυτόν τον απαιτεί ο ίδιος ο λαός, ο οποίος δεν θέλει να είναι απροστάτευτος απέναντι σε τυχόν αυθαιρεσίες της εκτελεστικής εξουσίας. Επομένως, μπορεί να υπάρχει απαρέσκεια στους απανταχού της Γης κυβερνώντες για τέτοιου είδους παρεμβάσεις, όμως είναι επιβεβλημένες εφόσον περιορίζονται στο πλαίσιο της συνταγματικής νομιμότητος και της εκτάσεως των εξουσιών που το Σύνταγμα αναγνωρίζει στον δικαστή.
Το σημαντικό σε τέτοιες πρωτοβουλίες δικαστών που αναφέρονται σε κολάσιμες ενέργειες πολιτικών είναι ότι μεγαλύτερη δύναμη έχει η εντύπωση που δημιουργείται στην κοινή γνώμη για τις παρατυπίες των πολιτικών προσώπων -πολύ περισσότερο αν είναι και εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας- παρά αυτή καθαυτή η τιμωρία των τυχόν ενόχων. Το ζήτημα που θέτουν ορισμένοι είναι αν με ανάλογες παρεμβάσεις, εκτιμήσεις και κρίσεις της Δικαιοσύνης υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί τελικώς μία «κυβέρνηση δικαστών». Μια κυβέρνηση δηλαδή της τρίτης εξουσίας, που θα κρίνει τις ενέργειες και τις πρωτοβουλίες του πολιτικού συστήματος.
Ένα παλαιό άρθρο του γνωστού δικηγόρου και πολιτικού, μακαρίτη πλέον, Στράτη Στρατήγη, είχε τον τίτλο «Κυβέρνηση δικαστών ή δικαστές των κυβερνώντων;». Στο άρθρο εκείνο αποδεικνυόταν ότι ακριβώς ο τρόπος της θεσμικής οργάνωσης της δικαστικής εξουσίας, έτσι όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα, δεν ευνοεί την υπέρβαση από τον δικαστή των ορίων της δικαιοδοσίας του. Κατέληγε μάλιστα ο συγγραφέας στο εξής συμπέρασμα: ότι ο φόβος κάθε εξουσίας, απέναντι στον ανύπαρκτο κίνδυνο μίας «κυβέρνησης δικαστών», υποδηλοί κάτι άλλο. Πως κάθε εξουσία -και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του συνιστά, βεβαίως, εξουσία- ουσιαστικώς φοβάται την εκφρασμένη βούληση των δικαστικών Αρχών να ασκήσουν πλήρως τη δικαιοδοσία τους ως δικαστών της νομιμότητας και των κυβερνήσεων αλλά και γενικώς της συμπεριφοράς του πολιτικού προσωπικού. Αυτή μάλιστα η κρίση για τη νομιμότητα κυβερνητικών πράξεων αλλά και ενεργειών όλων όσοι εμπλέκονται στο πολιτικό σύστημα δημιουργεί την εντύπωση στον κυρίαρχο λαό ότι είτε κυβερνάται από πρόσωπα που μπορεί να αυθαιρετήσουν είτε από πρόσωπα στα οποία δεν αρμόζει να αποτελούν πολιτικό προσωπικό, στο μέτρο που οι συμπεριφορές τους αποτελούν και παράδειγμα για την κοινωνία.
Επομένως, οι πολιτικοί δεν φοβούνται τόσο τη Δικαιοσύνη αλλά την επιβεβαίωση από αυτήν των φόβων του λαού ότι η πολιτική εξουσία γενικώς μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
Το σημαντικό σε τέτοιες πρωτοβουλίες δικαστών που αναφέρονται σε κολάσιμες ενέργειες πολιτικών είναι ότι μεγαλύτερη δύναμη έχει η εντύπωση που δημιουργείται στην κοινή γνώμη για τις παρατυπίες των πολιτικών προσώπων -πολύ περισσότερο αν είναι και εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας- παρά αυτή καθαυτή η τιμωρία των τυχόν ενόχων. Το ζήτημα που θέτουν ορισμένοι είναι αν με ανάλογες παρεμβάσεις, εκτιμήσεις και κρίσεις της Δικαιοσύνης υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί τελικώς μία «κυβέρνηση δικαστών». Μια κυβέρνηση δηλαδή της τρίτης εξουσίας, που θα κρίνει τις ενέργειες και τις πρωτοβουλίες του πολιτικού συστήματος.
Ένα παλαιό άρθρο του γνωστού δικηγόρου και πολιτικού, μακαρίτη πλέον, Στράτη Στρατήγη, είχε τον τίτλο «Κυβέρνηση δικαστών ή δικαστές των κυβερνώντων;». Στο άρθρο εκείνο αποδεικνυόταν ότι ακριβώς ο τρόπος της θεσμικής οργάνωσης της δικαστικής εξουσίας, έτσι όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα, δεν ευνοεί την υπέρβαση από τον δικαστή των ορίων της δικαιοδοσίας του. Κατέληγε μάλιστα ο συγγραφέας στο εξής συμπέρασμα: ότι ο φόβος κάθε εξουσίας, απέναντι στον ανύπαρκτο κίνδυνο μίας «κυβέρνησης δικαστών», υποδηλοί κάτι άλλο. Πως κάθε εξουσία -και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του συνιστά, βεβαίως, εξουσία- ουσιαστικώς φοβάται την εκφρασμένη βούληση των δικαστικών Αρχών να ασκήσουν πλήρως τη δικαιοδοσία τους ως δικαστών της νομιμότητας και των κυβερνήσεων αλλά και γενικώς της συμπεριφοράς του πολιτικού προσωπικού. Αυτή μάλιστα η κρίση για τη νομιμότητα κυβερνητικών πράξεων αλλά και ενεργειών όλων όσοι εμπλέκονται στο πολιτικό σύστημα δημιουργεί την εντύπωση στον κυρίαρχο λαό ότι είτε κυβερνάται από πρόσωπα που μπορεί να αυθαιρετήσουν είτε από πρόσωπα στα οποία δεν αρμόζει να αποτελούν πολιτικό προσωπικό, στο μέτρο που οι συμπεριφορές τους αποτελούν και παράδειγμα για την κοινωνία.
Επομένως, οι πολιτικοί δεν φοβούνται τόσο τη Δικαιοσύνη αλλά την επιβεβαίωση από αυτήν των φόβων του λαού ότι η πολιτική εξουσία γενικώς μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή