Μονιμότητα: Μια συνταγματική αντίφαση
Ποια είναι η βασική απαίτηση των μεταρρυθμίσεων που πρέπει να γίνουν και που προχωρούν με ρυθμούς χελώνας;
Ποια είναι η βασική απαίτηση των μεταρρυθμίσεων που πρέπει να γίνουν και που προχωρούν με ρυθμούς χελώνας; Ο εκσυγχρονισμός της Δημόσιας Διοίκησης, ο οποίος βεβαίως περνάει μέσα από την εξυγίανσή της. Οχι μόνο την ηθική (περί της οποίας πολλά έχει να διηγηθεί ο πρώην επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης κ. Ρακιντζής), αλλά και την οικονομική.
H δεύτερη αυτή προϋπόθεση συναρτάται αντιστοίχως προς μια ρύθμιση-ταμπού για τα ελληνικά δεδομένα, που είναι η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Ενός θεσμού τον οποίον επέβαλαν οι πολιτικοί πριν από σχεδόν έναν αιώνα προκειμένου να προστατεύσουν τους δημοσίους υπαλλήλους από δικές τους αυθαιρεσίες, θεωρώντας προφανώς ότι αυτές δεν επρόκειτο να σταματήσουν ποτέ! Ομολογούσαν, με άλλα λόγια, την τάση τους για παρανομίες, απάνθρωπες συμπεριφορές (διότι περί αυτού πρόκειται) και για κομματισμό ρατσισμό.
Η κυβέρνηση Καραμανλή επιχείρησε να ανατρέψει τις αντιλήψεις αυτές αίροντας τη μονιμότητα για τους νεοπροσλαμβανόμενους στον δημόσιο τομέα, αφού δεν μπορούσε -άλλωστε, θα ήταν άδικο- να την άρει για τους ήδη εργαζόμενους στο Δημόσιο. Η προοπτική αυτή ξεσήκωσε τους επαγγελματίες συνδικαλιστές, αλλά και ορισμένους από τους επαγγελματίες πολιτικούς, οι οποίοι αναλογίζονταν το ενδεχόμενο πολιτικό κόστος εις βάρος τους αν δεν έκαναν αισθητή την παρουσία τους με μια αντίθετη άποψη και μάλιστα με δυναμικό τρόπο. Πρωτοστάτησε ο Γιώργος Παπανδρέου και τελικώς ο νόμος δεν πέρασε.
Η άποψη που είχε διατυπωθεί ότι η μονιμότητα επιτρέπει στον δημόσιο υπάλληλο να ασκήσει απερίσπαστος τα καθήκοντά του, προσηλωμένος στο δημόσιο συμφέρον και χωρίς να εξαρτάται από οιεσδήποτε πολιτικές μεταβολές ή άλλες πολιτικές επιπτώσεις (!), σηκώνει πολύ νερό και ερεθίζει τους κακόμοιρους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα. Και μόνον αυτή η δικαιολόγηση της μονιμότητας -την οποίαν, δυστυχώς, συνυπογράφει η μεγάλη πλειονότητα του πολιτικού κόσμου και βεβαίως και η αριστερή κυβέρνηση- παρέχει την ευκαιρία και προκαλεί έναν οργισμένο αντίλογο, τον οποίον αντιστοίχως προσυπογράφει η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών:
Πρώτον, το ίδιο το Σύνταγμα αντιφάσκει κατοχυρώνοντας αφενός την ισότητα των πολιτών (άρθρο 4) και αφετέρου τη μονιμότητα στο Δημόσιο (άρθρο 103 παρ.). Διότι πώς μπορεί να υπάρχει ισότητα ΟΛΩΝ όταν ορισμένων κατοχυρώνεται η εργασία, ώστε να μη μείνουν ποτέ χωρίς δουλειά, και επί άλλων επικρέμαται, μια ζωή, η δαμόκλειος σπάθη τής ανά πάσα στιγμήν απόλυσης!
Δεύτερον, εάν δεν μπορεί ο εργαζόμενος στο Δημόσιο να ασκήσει απερίσπαστος στα καθήκοντά του, είναι επειδή, όπως έχουν ομολογήσει στο παρελθόν ακόμη και υπουργικά χείλη, εξαρτάται από πολιτικές μεταβολές ή άλλες πολιτικές επιπτώσεις! Επομένως, για τον φόβο αυτόν των δημοσίων υπαλλήλων υπεύθυνα είναι τα κόμματα, οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί, που οφείλουν να κάνουν την αυτοκριτική τους, διότι το… μάρμαρο (το οικονομικό) το πληρώνει, τελικώς, ο κοσμάκης. Αλλά και διότι διατηρούν μια παγκόσμια πρωτοτυπία, επειδή αυτοί δεν μπορούν να αλλάξουν αντιλήψεις και να παγιώσουν μια συγκεκριμένη πολιτική ηθική! Κοινώς, είμαστε ανήθικοι στη συμπεριφορά μας, επί έναν σχεδόν αιώνα, και γι’ αυτό προστατεύουμε τα θύματά της!
Τρίτον, είναι αμφισβητήσιμο, από τους ίδιους τους πολίτες που συναλλάσσονται με το Δημόσιο, κατά πόσον, επειδή είναι απερίσπαστοι στα καθήκοντά τους -μιας και δεν κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους-, είναι και «προσηλωμένοι στο δημόσιο συμφέρον» οι δημόσιοι υπάλληλοι. Διότι μια τέτοια προσήλωση -την οποία ασφαλώς αρκετοί από αυτούς θα έχουν- δεν έχει αποτρέψει ορισμένες υπηρεσίες του Δημοσίου να αποτελούν φωλιές διαφθοράς, όπως άλλωστε έχουν επισημάνει οι ίδιοι οι πολίτες σε σχετικές δημοσκοπήσεις!
Ας μην απαλλαγούμε, λοιπόν, ποτέ από τη μονιμότητα, αφού πρέπει «όλα τα ζώα να είναι ίσα, αλλά ορισμένα να είναι πιο ίσα απ’ τα άλλα»…