Θα είναι αργά
Τα τελευταία χρόνια τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο.
Οικονομία, ασφαλιστικό σύστημα, τράπεζες, ελεύθεροι επαγγελματίες, ασφάλεια και η λίστα αυτή δεν έχει τελειωμό. Επιτρέψτε μου, όμως, να μιλήσω για τον θεσμό, του οποίου τα τελευταία οκτώ χρόνια, λόγω της Δικηγορικής μου ιδιότητας, αποτελώ ένα μικρό κομμάτι, την πολύπαθη Δικαιοσύνη.
Ίσως να μην είμαι αντικειμενικός, αλλά δύσκολα μπορώ να βρω μεγαλύτερο θύμα του τυφώνα της Αριστεράς από τη Δικαιοσύνη. Κάθε μήνα, κάθε εβδομάδα, κάθε μέρα και κάθε ώρα, φοβάμαι για το τι θα διαβάσω ή τι θα ακούσω. Καθετί που θεωρούσα από φοιτητής δεδομένο, τόσο εγώ, όσο και εκατομμύρια συμπολίτες μου, από την μια στιγμή στην άλλη γκρεμίζεται.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που διδαχτήκαμε στη Νομική Σχολή ήταν η διάκριση των εξουσιών και η ανεξάρτητη ελληνική Δικαιοσύνη. Αναρωτιέμαι πώς γίνεται πλέον η διδασκαλία αυτής της θεμελιώδους πολιτειακής αρχής, όταν οι φοιτητές βλέπουν υπουργούς να επιτίθενται σε δικαστές, βουλευτές να προαναγγέλλουν ευνοϊκότερες δικαστικές αποφάσεις με άλλη σύνθεση δικαστηρίου, κυβερνητικούς εταίρους να συνδιαλέγονται με ισοβίτες, μια Πρόεδρο του Αρείου Πάγου αρχικά να καταχράται την εξουσία της και, όταν συνταξιοδοτείται, να εξελίσσεται σε δεξί χέρι του Πρωθυπουργού απέναντι στη Δικαιοσύνη.
Αργότερα μάθαμε για την αυστηρότητα που πρέπει να κυριαρχεί στην τήρηση της δικονομικής τάξης. Σήμερα βλέπουμε κουκουλοφόρους να βαφτίζονται προστατευόμενοι μάρτυρες εκ των υστέρων και από αναρμόδιες πλέον αρχές, την έννοια του «αμελλητί» να ερμηνεύεται σαν να σήμαινε «όποτε το θυμηθεί ο εισαγγελικός λειτουργός», υπουργούς να λαμβάνουν γνώση απόρρητων στοιχείων και να τα διαρρέουν στους κονδυλοφόρους τους.
Στο επαγγελματικό μας ξεκίνημα, οι πιο έμπειροι δικηγόροι επέμεναν ότι άποψη για μια υπόθεση μπορεί να έχει μόνο όποιος έχει πρόσβαση στη δικογραφία. Σήμερα έχουν γίνει κανόνας τα λαϊκά δικαστήρια, οι δικαστές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι δημοσιογράφοι του υποκόσμου που υποκαθιστούν τις εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές στην απαγγελία κατηγοριών.
Σχεδόν κάθε μέρα χρειάζεται να επικαλεστούμε σε κάποια υπόθεσή μας το τεκμήριο αθωότητας. Πλέον η αυτονόητη αυτή εγγύηση του κράτους δικαίου έχει μετατραπεί σε ζητούμενο, καθώς ο κανόνας είναι οι δολοφονίες χαρακτήρων και η ρετσινιά σε κατηγορούμενους που αποδείχτηκαν αθώοι αλλά ως τότε ήταν δακτυλοδεικτούμενοι σαν ένοχοι. Πλέον, μάλιστα, ακόμα και αρμόδιοι υπουργοί δεν διστάζουν να μιλήσουν για ανάγκη απόδειξης αθωότητας εκ μέρους των κατηγορούμενων.
Όλα αυτά δεν συμβαίνουν μια στο τόσο, ούτε συνέβησαν από κάποιο ατύχημα. Είναι αποτέλεσμα ενός σχεδίου δεκαετιών και αποτελούν εφαρμογή της πολιτικής ενός ιδεολογικού χώρου, η παγκόσμια ιστορία του οποίου χαρακτηρίζεται από τα παραπάνω. Ζούμε την κορύφωση της εκπλήρωσης των ορέξεων και των σχεδίων μιας χούφτας ψευτοεπαναστατών που μεταξύ καταλήψεων, εναλλακτικών καφενείων και αυτοδιαχειριζόμενων στεκιών σχεδίαζαν πώς θα καταλάβουν όχι την κυβέρνηση, αλλά την εξουσία στα χέρια τους.
Εντάξει, αυτοί το σχεδίασαν και το έκαναν. Όλοι οι υπόλοιποι που αφιερώσαμε την ζωή μας για έναν άλλο σκοπό, τι κάνουμε; Ο χρόνος είναι απεριόριστος; Ποιος μπορεί να ζήσει, να επενδύσει, να εμπιστευτεί, να τον εμπιστευτούν και, γενικώς, ποιος μπορεί να προχωρήσει παρακάτω όταν δεν ξέρει που θα τον βρει η επόμενη ημέρα, αν δεν είναι αρεστός; Ένα είναι σίγουρο: αν περιμένουμε μοιρολατρικά να φύγουν, χωρίς ως τότε να σταθούμε θεσμικό αντίβαρο στα σχέδιά τους, θα είναι πλέον αργά.
*Ο Παύλος Μαρινάκης είναι δικηγόρος και αντιπρόεδρος της ΟΝΝΕΔ