Βρύσες, τηγάνια, κιλότες...
Στο όνομα ποιας οικονομίας τα ξεπουλήσαμε όλα, «της ελεύθερης» θα αναστενάξει ο αιωνίως σκλαβωμένος
Πρωινό καθημερινής στο Κιάτο. Σε ένα σπίτι που χρειάζεται τα πάντα όλα. Ανακαίνιση, ανανέωση, επιδιόρθωση, φρεσκάρισμα, όπως θες πες το, όλα από την αρχή τα θέλω στην υπηρεσία μιας εξωτερικής και εσωτερικής ανάτασης.
Να φύγει ο παλιός αέρας, να φυσήξει νέος. Όλα καινούργια να γίνουν, μυρωδάτα, αστραφτερά και, κυρίως, διαφορετικά. Χρειάζομαι βρύσες, κι ένα τηγάνι, και κάτι φωτιστικά, και μανταλάκια και μαξιλάρια, και καθαριστικά, τα σεντόνια κάτασπρα να ’ναι και τα μαξιλάρια σκληρά, και «πού θα βρω ηχεία; Δεν μπορώ χωρίς μουσική, σου λέω». Η γειτόνισσα ακούει. Πάντα ακούν οι γειτόνισσες στα χωριά, ακόμη κι αν ψιθυρίσεις μέσα από τα χείλη σου, ακόμη κι αν ψελλίσεις πίσω από κλειδαμπαρωμένες πόρτες και παράθυρα σφαλιστά. Ακούει (μη με ρωτήσεις πώς) και φωνάζει: «Στον Κινέζο να πας, κορίτσι μου. Τρία-τέσσερα τέτοια πολυκαταστήματα έχουμε εδώ στην περιοχή. Τα πάντα θα βρεις. Μέχρι μεταξωτές κιλότες…».
Κατεβαίνω στο Πεκίνο της Κορινθίας. Από τη Σαγκάη στο Χονγκ Κονγκ κι από τη Γουχάν στη Σεντσέν, τα μαγαζιά με κινέζικα προϊόντα κάνουν τα πρωτευουσιάνικα malls να κοκκινίζουν από ντροπή, να τρων τη σκόνη τους - ιδίως στο θέμα «τιμή». Κόσμος στριμώχνεται σε διαδρόμους αχανείς, σκάλες κι άλλες σκάλες σε οδηγούν στα άδυτα της καταναλωτικής μανίας, ζαλίζεσαι από την πραμάτεια, ζητωκραυγάζεις από το κόστος, πλούσιος αισθάνεσαι, χαρούμενος που τα πάντα μπορείς να βρεις, «αν ψωνίσει το κυρία τριάντα ευρώ, έχει δώρο πέντε ευρώ, στα πενήντα ευρώ δώρο δέκα και στα εκατό δώρο είκοσι», ακούς τον Κινέζο να επαναλαμβάνει, «δεν θα ξαναπατήσω σε άλλο μαγαζί», επαναλαμβάνουν και οι κυρίες με τα γεμάτα μέχρι το ταβάνι καρότσια. Και τότε κοντοστέκεσαι. Πότε γίναμε Κίνα; Πώς γίναμε Κίνα; Γιατί γίναμε Κίνα; Κι αυτά τα μαγαζιά εκεί έξω γιατί κλείνουν το ένα μετά το άλλο, γιατί κλαίνε το ένα μετά το άλλο, γιατί πέφτουν σαν τις μύγες το ένα μετά το άλλο;
Στο όνομα ποιας οικονομίας τα ξεπουλήσαμε όλα, «της ελεύθερης» θα αναστενάξει ο αιωνίως σκλαβωμένος. Βάλ’ τα όλα στο καρότσι. Όσα χωράει κι ακόμη περισσότερα. Άσε την ποιότητα στην άκρη. Και τον κακομοίρη τον μικρέμπορα πέτα τον στους καρχαρίες του Ειρηνικού Ωκεανού. Λουκέτα μην ξεχάσεις να βάλεις στα παραδίπλα καταστήματα. Και την κιλότα να προσέξεις, να ’ναι μεταξωτή…
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 19/4
Να φύγει ο παλιός αέρας, να φυσήξει νέος. Όλα καινούργια να γίνουν, μυρωδάτα, αστραφτερά και, κυρίως, διαφορετικά. Χρειάζομαι βρύσες, κι ένα τηγάνι, και κάτι φωτιστικά, και μανταλάκια και μαξιλάρια, και καθαριστικά, τα σεντόνια κάτασπρα να ’ναι και τα μαξιλάρια σκληρά, και «πού θα βρω ηχεία; Δεν μπορώ χωρίς μουσική, σου λέω». Η γειτόνισσα ακούει. Πάντα ακούν οι γειτόνισσες στα χωριά, ακόμη κι αν ψιθυρίσεις μέσα από τα χείλη σου, ακόμη κι αν ψελλίσεις πίσω από κλειδαμπαρωμένες πόρτες και παράθυρα σφαλιστά. Ακούει (μη με ρωτήσεις πώς) και φωνάζει: «Στον Κινέζο να πας, κορίτσι μου. Τρία-τέσσερα τέτοια πολυκαταστήματα έχουμε εδώ στην περιοχή. Τα πάντα θα βρεις. Μέχρι μεταξωτές κιλότες…».
Κατεβαίνω στο Πεκίνο της Κορινθίας. Από τη Σαγκάη στο Χονγκ Κονγκ κι από τη Γουχάν στη Σεντσέν, τα μαγαζιά με κινέζικα προϊόντα κάνουν τα πρωτευουσιάνικα malls να κοκκινίζουν από ντροπή, να τρων τη σκόνη τους - ιδίως στο θέμα «τιμή». Κόσμος στριμώχνεται σε διαδρόμους αχανείς, σκάλες κι άλλες σκάλες σε οδηγούν στα άδυτα της καταναλωτικής μανίας, ζαλίζεσαι από την πραμάτεια, ζητωκραυγάζεις από το κόστος, πλούσιος αισθάνεσαι, χαρούμενος που τα πάντα μπορείς να βρεις, «αν ψωνίσει το κυρία τριάντα ευρώ, έχει δώρο πέντε ευρώ, στα πενήντα ευρώ δώρο δέκα και στα εκατό δώρο είκοσι», ακούς τον Κινέζο να επαναλαμβάνει, «δεν θα ξαναπατήσω σε άλλο μαγαζί», επαναλαμβάνουν και οι κυρίες με τα γεμάτα μέχρι το ταβάνι καρότσια. Και τότε κοντοστέκεσαι. Πότε γίναμε Κίνα; Πώς γίναμε Κίνα; Γιατί γίναμε Κίνα; Κι αυτά τα μαγαζιά εκεί έξω γιατί κλείνουν το ένα μετά το άλλο, γιατί κλαίνε το ένα μετά το άλλο, γιατί πέφτουν σαν τις μύγες το ένα μετά το άλλο;
Στο όνομα ποιας οικονομίας τα ξεπουλήσαμε όλα, «της ελεύθερης» θα αναστενάξει ο αιωνίως σκλαβωμένος. Βάλ’ τα όλα στο καρότσι. Όσα χωράει κι ακόμη περισσότερα. Άσε την ποιότητα στην άκρη. Και τον κακομοίρη τον μικρέμπορα πέτα τον στους καρχαρίες του Ειρηνικού Ωκεανού. Λουκέτα μην ξεχάσεις να βάλεις στα παραδίπλα καταστήματα. Και την κιλότα να προσέξεις, να ’ναι μεταξωτή…
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 19/4