Τηλεφωνώ από το πρωί. Σε Κυκλάδες, Σποράδες, Δωδεκάνησα, Επτάνησα, «πάρε Χίο, Λέσβο, Σάμο, Λήμνο, Θάσο, Σαμοθράκη, μήπως βρεις εκεί κάτι που να σε παίρνει», μου λέει μια φίλη. Παίρνω, δεν με παίρνει, που να με πάρει και να με σηκώσει.

Οι τιμές δεν είναι υψηλές ούτε τσουχτερές, είναι αστρονομικές. «Έχετε και παιδάκια; Τι ωραία! Τετρακόσια ευρώ το τετράκλινο». «Άγονη γραμμή είπατε; Θέλετε κι αυτοκίνητο; Επτακόσια πενήντα ευρώ τα ακτοπλοϊκά». «Τέσσερις μερίδες κοτόπουλο παραγγείλατε; 80 ευρώ - χωρίς χωριάτικη και κρασί».

Με συνοπτικές διαδικασίες βλέπω το καλοκαίρι να βουλιάζει στ’ άπατα, παρέα με γαλαζοπράσινες ακτές και πλοία της γραμμής, ξαπλώστρες και water sports, room service και παραθαλάσσια ταβερνάκια. «Εμείς πάντως θα πάμε στο χωριό», συνεχίζει η φιλενάδα. Ανατριχίλα, μυρμήγκιασμα, πάγος απλωμένος σε καυτό από τον ήλιο κορμί. «Γιατί κάνεις έτσι, παιδί μου; Ξέχασες πώς περνούσαμε; Όλη μέρα με ένα λευκό, βαμβακερό βρακί ήμασταν. Ούτε ρούχα ούτε βαλίτσες,ούτε λούσα ούτε μην πω τι. Στο ένα χέρι μια φέτα ψωμί με λάδι, ρίγανη κι αλάτι, στο άλλο το τιμόνι του ποδηλάτου, ποιος μας έπιανε… Κατηφορίζαμε στη θάλασσα για μπάνιο, ανηφορίζαμε με κουβάδες τίγκα στο ψάρι - ρε, θυμάσαι εκείνες τις τηγανητές πατάτες της γιαγιάς; Και μετά πλατεία με όλη την παλιοπαρέα, κανείς δεν μας έψαχνε, κανείς δεν ανησυχούσε. Και πιο μετά, ξαπλωμένες στις αυτοσχέδιες αιώρες του κήπου, να χαζεύουμε τ’ άστρα και να στοιχηματίζουμε πως “μέχρι εκεί πάνω θα φτάσουμε μια μέρα”».

Οι μνήμες ξυπνούν. Η ανατριχίλα υποχωρεί. Το μυρμήγκιασμα χάνεται. Ένα χαμόγελο λιώνει τον πάγο. «Και τα παιδιά; Δεν πιάνει καλά το κινητό», ψελλίζω. «Δεν πειράζει. Θα πιάσουν φίλους. Και ψάρια με το καλάμι. Και αυγά από το κοτέτσι. Και βερίκοκα από τα δέντρα, τίγκα θα είναι αυτή την εποχή. Και κάνα βιβλίο, να ξεστραβωθούν… Έλα, ρε! Τέλεια θα περάσουμε. Δεν θα έχουμε πού να πάμε και τι να κάνουμε. Η βαρεμάρα στο απόγειό της. Αυτό δεν είναι διακοπές;». Σταματάω να ψάχνω. Και να τηλεφωνώ. Και να αναθεματίζω την τύχη μου και τ’ άδειο μου πορτοφόλι. Αυτό είναι διακοπές! Που τις ξεχάσαμε στη στροφή των 90s. Που τις υποτιμήσαμε στον πυρετό του χαϊλικιού. Που τις πουλήσαμε στο όνομα του «κοίτα πού πήγα, τι ψώνισα, πού έμεινα, πού έφαγα, τι φόρεσα, ποιους είδα και ποιος με είδε».

Στο χωριό, λοιπόν. Με ένα ποδήλατο, μια φέτα ψωμί στο χέρι κι ένα λευκό, βαμβακερό βρακί…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ