Η Λίτσα που έγινε Λίλιαν
Την ακούω να μιλάει και σκέφτομαι πως λίγο «απωθημένο» χρήμα είναι αρκετό για να συμμαχήσεις με την κάθε βλακεία
Πρωινός περίπατος στου Φιλοπάππου.
Τριάντα χρόνια μετά και την αναγνωρίζω. «Λίτσα;». Στέκει απέναντί μου μουδιασμένη. Μία μπαρμπουίτα σε συσκευασία Gaultier, με έναν μονόπετρο αγκυλωτήρα στο χέρι. «Μήπως κάνετε λάθος; Το όνομά μου είναι Λίλιαν…». Όχι. Δεν κάνω λάθος. Ποτέ δεν έκανα λάθη στα πρόσωπα που ψυχοπονούσα. Τριάντα χρόνια πριν. Η Λίτσα. Η κόρη της κυρίας Τούλας, εκείνης της όμορφης γυναίκας που καθάριζε τις σκάλες της γειτονιάς, γιατί «ο σύζυγος μπάρκαρε ένα βράδυ και δεν ματαγύρισε ποτέ». Η Λίτσα. Η παιδική μου γνωστή που έμενε σ’ ένα υπόγειο της Φωκίωνος Νέγρη. Η Λίτσα. Η εφηβική μου «προστατευόμενη» που ένιωθα να με προστατεύει από τη θλίψη και την επανάληψη της εύκολης ζωής μου. Η Λίτσα που έγινε Λίλιαν…
Ξάφνου θυμάται το πραγματικό της όνομα και μου απλώνει τον μπριγιαντένιο αγκυλωτήρα με υπερβάλλοντα ζήλο. Δεν με ρωτάει τι κάνω, τι έκανα, τι δεν έκανα, τι ήθελα να κάνω. Η πρόταση του μπριγιαντένιου αγκυλωτήρα είναι η απόδειξη του τι έκανε εκείνη, η εξαργυρωμένη επιταγή όλων εκείνων που της «χρωστούσε» η ζωή. Με καλεί στο σπίτι της στην Εκάλη. Ένα μαρμάρινο μαυσωλείο διακοσμημένο με το ντεκόρ που του αρμόζει: έναν απολιθωμένο σύζυγο. «Μην του πεις ότι με φωνάζατε Λίτσα. Ούτε πως έμενα στη Φωκίωνος Νέγρη. Ούτε τι δουλειά έκανε η μαμά μου. Πες του ότι γνωριστήκαμε κάπου στο Παρίσι. Οι άντρες δεν χρειάζεται να τα ξέρουν όλα».
Την ακούω να μιλάει και σκέφτομαι πως λίγο «απωθημένο» χρήμα είναι αρκετό για να συμμαχήσεις με την κάθε βλακεία. Και λίγο γκλάμουρ πανίσχυρο για να βγάλεις στην επιφάνεια ακόμη και την τελευταία σου φτήνια. Θέλω να της φωνάξω πως η μεγαλύτερη μαγκιά σε αυτή τη ζωή είναι να αγαπάς το δικό σου χθες, όπως το όρισε ο Λουί Αραγκόν: «Δεν υπήρξα πάντοτε ο άνθρωπος που είμαι. Ολόκληρη τη ζωή μου μάθαινα για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω ξεχάσει τον άνθρωπο που υπήρξα, ή, για να μιλήσω ακριβέστερα, τους ανθρώπους που υπήρξα. Κι αν ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους και σε μένα υπάρχει αντίφαση, αν νομίζω πως αλλάζοντας έχω μάθει, έχω προοδεύσει, όταν γυρίζω και κοιτάω εκείνους εκεί τους ανθρώπους δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτούς, δεν μπορώ να πω ‘‘εγώ’’ χωρίς αυτούς…».
Πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος μας αν καταλάβαιναν αυτά τα λόγια όλες οι Λίτσες, που έγιναν Λίλιαν…
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 28/8
Τριάντα χρόνια μετά και την αναγνωρίζω. «Λίτσα;». Στέκει απέναντί μου μουδιασμένη. Μία μπαρμπουίτα σε συσκευασία Gaultier, με έναν μονόπετρο αγκυλωτήρα στο χέρι. «Μήπως κάνετε λάθος; Το όνομά μου είναι Λίλιαν…». Όχι. Δεν κάνω λάθος. Ποτέ δεν έκανα λάθη στα πρόσωπα που ψυχοπονούσα. Τριάντα χρόνια πριν. Η Λίτσα. Η κόρη της κυρίας Τούλας, εκείνης της όμορφης γυναίκας που καθάριζε τις σκάλες της γειτονιάς, γιατί «ο σύζυγος μπάρκαρε ένα βράδυ και δεν ματαγύρισε ποτέ». Η Λίτσα. Η παιδική μου γνωστή που έμενε σ’ ένα υπόγειο της Φωκίωνος Νέγρη. Η Λίτσα. Η εφηβική μου «προστατευόμενη» που ένιωθα να με προστατεύει από τη θλίψη και την επανάληψη της εύκολης ζωής μου. Η Λίτσα που έγινε Λίλιαν…
Ξάφνου θυμάται το πραγματικό της όνομα και μου απλώνει τον μπριγιαντένιο αγκυλωτήρα με υπερβάλλοντα ζήλο. Δεν με ρωτάει τι κάνω, τι έκανα, τι δεν έκανα, τι ήθελα να κάνω. Η πρόταση του μπριγιαντένιου αγκυλωτήρα είναι η απόδειξη του τι έκανε εκείνη, η εξαργυρωμένη επιταγή όλων εκείνων που της «χρωστούσε» η ζωή. Με καλεί στο σπίτι της στην Εκάλη. Ένα μαρμάρινο μαυσωλείο διακοσμημένο με το ντεκόρ που του αρμόζει: έναν απολιθωμένο σύζυγο. «Μην του πεις ότι με φωνάζατε Λίτσα. Ούτε πως έμενα στη Φωκίωνος Νέγρη. Ούτε τι δουλειά έκανε η μαμά μου. Πες του ότι γνωριστήκαμε κάπου στο Παρίσι. Οι άντρες δεν χρειάζεται να τα ξέρουν όλα».
Την ακούω να μιλάει και σκέφτομαι πως λίγο «απωθημένο» χρήμα είναι αρκετό για να συμμαχήσεις με την κάθε βλακεία. Και λίγο γκλάμουρ πανίσχυρο για να βγάλεις στην επιφάνεια ακόμη και την τελευταία σου φτήνια. Θέλω να της φωνάξω πως η μεγαλύτερη μαγκιά σε αυτή τη ζωή είναι να αγαπάς το δικό σου χθες, όπως το όρισε ο Λουί Αραγκόν: «Δεν υπήρξα πάντοτε ο άνθρωπος που είμαι. Ολόκληρη τη ζωή μου μάθαινα για να γίνω ο άνθρωπος που είμαι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω ξεχάσει τον άνθρωπο που υπήρξα, ή, για να μιλήσω ακριβέστερα, τους ανθρώπους που υπήρξα. Κι αν ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους και σε μένα υπάρχει αντίφαση, αν νομίζω πως αλλάζοντας έχω μάθει, έχω προοδεύσει, όταν γυρίζω και κοιτάω εκείνους εκεί τους ανθρώπους δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτούς, δεν μπορώ να πω ‘‘εγώ’’ χωρίς αυτούς…».
Πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος μας αν καταλάβαιναν αυτά τα λόγια όλες οι Λίτσες, που έγιναν Λίλιαν…
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 28/8