Όλοι μαζί βουλιάζουμε...
Ο λόγος των «ειδικών» της ενημέρωσης -«δεν έπρεπε να τον πετάξουν στη θάλασσα, έπρεπε να τον πλακώσουν στις κλοτσιές»- κάνει τη σιωπή ακόμη πιο πολύτιμη, την ανοησία ακόμη πιο φανερή, την τιμωρία ακόμη πιο επιβεβλημένη
Στο σαλόνι του πλοίου τα παράθυρα είναι «φαγωμένα» από τον καιρό και την αλμύρα.
Από κει μέσα όλα φαντάζουν γρατζουνισμένα και θολά. Η θάλασσα, ο ουρανός, ο κόσμος που αποχαιρετά όρθιος στις αποβάθρες. Κάπως έτσι πρέπει να μοιάζουν και οι ψυχές των δολοφόνων του Αντώνη. Θολές, γρατζουνισμένες, ομιχλώδεις, σκοτεινές, τόσο βαθιά διαβρωμένες που ξεβράζουν μίσος, σκουριά και σαπίλα. «ΚΥΡΙΕΣ και κύριοι, το πλοίο είναι έτοιμο για αναχώρηση». Κυρίες και κύριοι, το πλοίο άφησε πίσω του έναν νεκρό. Δεν χωρούσε στο ταξίδι μας, δεν είχε θέση στη διπλανή μας θέση. Έτσι σκέφτηκαν οι σαπιόψυχοι κάνοντας τη διαστροφική σκέψη τους εγκληματική πράξη. Ήταν καθυστερημένος -μεταφορικά και κυριολεκτικά-, γυμνός από αποσκευές, τσίτσιδος από συμπόνια, έρημος από τύχη, η γόπα ενός τσιγάρου που έσβησε στη θάλασσα.
Ικέτευσε να τον πάρουμε μαζί μας, να, εκεί, σε μια ακρούλα του καταστρώματος θα καθόταν ήσυχα ήσυχα, οι δολοφόνοι όμως δεν την μπορούν την ησυχία. Αναζητούν την κραυγή της ικεσίας, τον κρότο του τρόμου, το άρωμα του θανάτου, την ηδονή της οδύνης. Τον σπρώχνουν ξανά και ξανά έξω από το πλοίο, το σώμα του κατρακυλά σαν μπάλα από τον καταπέλτη, το πλοίο ξεκολλά από τον ντόκο, τον παίρνει η δίνη της προπέλας, τον πνίγουν τ’ απόνερα, πάμε να φύγουμε, έχουμε μακρύ προορισμό μπροστά μας. Οι δολοφόνοι τον κοιτάζουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ένα σκουπίδι παραπάνω ήταν, θα χάσουμε χρόνο και χρήμα αν το μαζέψουμε. Ένα σκουπίδι ήταν πάντα. Θα κερδίσουμε χρόνο και χρήμα χωρίς αυτό. Κόσμος με κάτωχρα πρόσωπα ικετεύει για βοήθεια, παρακολουθώντας το άψυχο σώμα του Αντώνη, ένα μεγάλο ψαροκόκαλο ξεβρασμένο στην όχθη ενός μάταιου κόσμου. Πότε γίναμε έτσι; Πώς γίναμε έτσι; Ποιος μας έκανε έτσι; Σιωπή.
Ο λόγος των «ειδικών» της ενημέρωσης -«δεν έπρεπε να τον πετάξουν στη θάλασσα, έπρεπε να τον πλακώσουν στις κλοτσιές»- κάνει τη σιωπή ακόμη πιο πολύτιμη, την ανοησία ακόμη πιο φανερή, την τιμωρία ακόμη πιο επιβεβλημένη. Η ξεκάθαρη δολοφονία του Αντώνη απέδειξε πως η κοινωνία μας δεν έχει πάτο. Όλοι μαζί βουλιάζουμε αργά και σταθερά στον βυθό, ως μάρτυρες της παράνοιας, ως συνταξιδιώτες στην τρέλα, ως καπετάνιοι χωρίς «ή» (διαζευκτικό): «στραβά αρμενίζουμε, σε έναν στραβό γιαλό». Κυρίες και κύριοι, το ταξίδι θα ξεκινήσει σε λίγα λεπτά. Καιρός να αποβιβαστούμε όσο είναι καιρός…
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 8/9
Από κει μέσα όλα φαντάζουν γρατζουνισμένα και θολά. Η θάλασσα, ο ουρανός, ο κόσμος που αποχαιρετά όρθιος στις αποβάθρες. Κάπως έτσι πρέπει να μοιάζουν και οι ψυχές των δολοφόνων του Αντώνη. Θολές, γρατζουνισμένες, ομιχλώδεις, σκοτεινές, τόσο βαθιά διαβρωμένες που ξεβράζουν μίσος, σκουριά και σαπίλα. «ΚΥΡΙΕΣ και κύριοι, το πλοίο είναι έτοιμο για αναχώρηση». Κυρίες και κύριοι, το πλοίο άφησε πίσω του έναν νεκρό. Δεν χωρούσε στο ταξίδι μας, δεν είχε θέση στη διπλανή μας θέση. Έτσι σκέφτηκαν οι σαπιόψυχοι κάνοντας τη διαστροφική σκέψη τους εγκληματική πράξη. Ήταν καθυστερημένος -μεταφορικά και κυριολεκτικά-, γυμνός από αποσκευές, τσίτσιδος από συμπόνια, έρημος από τύχη, η γόπα ενός τσιγάρου που έσβησε στη θάλασσα.
Ικέτευσε να τον πάρουμε μαζί μας, να, εκεί, σε μια ακρούλα του καταστρώματος θα καθόταν ήσυχα ήσυχα, οι δολοφόνοι όμως δεν την μπορούν την ησυχία. Αναζητούν την κραυγή της ικεσίας, τον κρότο του τρόμου, το άρωμα του θανάτου, την ηδονή της οδύνης. Τον σπρώχνουν ξανά και ξανά έξω από το πλοίο, το σώμα του κατρακυλά σαν μπάλα από τον καταπέλτη, το πλοίο ξεκολλά από τον ντόκο, τον παίρνει η δίνη της προπέλας, τον πνίγουν τ’ απόνερα, πάμε να φύγουμε, έχουμε μακρύ προορισμό μπροστά μας. Οι δολοφόνοι τον κοιτάζουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ένα σκουπίδι παραπάνω ήταν, θα χάσουμε χρόνο και χρήμα αν το μαζέψουμε. Ένα σκουπίδι ήταν πάντα. Θα κερδίσουμε χρόνο και χρήμα χωρίς αυτό. Κόσμος με κάτωχρα πρόσωπα ικετεύει για βοήθεια, παρακολουθώντας το άψυχο σώμα του Αντώνη, ένα μεγάλο ψαροκόκαλο ξεβρασμένο στην όχθη ενός μάταιου κόσμου. Πότε γίναμε έτσι; Πώς γίναμε έτσι; Ποιος μας έκανε έτσι; Σιωπή.
Ο λόγος των «ειδικών» της ενημέρωσης -«δεν έπρεπε να τον πετάξουν στη θάλασσα, έπρεπε να τον πλακώσουν στις κλοτσιές»- κάνει τη σιωπή ακόμη πιο πολύτιμη, την ανοησία ακόμη πιο φανερή, την τιμωρία ακόμη πιο επιβεβλημένη. Η ξεκάθαρη δολοφονία του Αντώνη απέδειξε πως η κοινωνία μας δεν έχει πάτο. Όλοι μαζί βουλιάζουμε αργά και σταθερά στον βυθό, ως μάρτυρες της παράνοιας, ως συνταξιδιώτες στην τρέλα, ως καπετάνιοι χωρίς «ή» (διαζευκτικό): «στραβά αρμενίζουμε, σε έναν στραβό γιαλό». Κυρίες και κύριοι, το ταξίδι θα ξεκινήσει σε λίγα λεπτά. Καιρός να αποβιβαστούμε όσο είναι καιρός…
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 8/9