Και όταν ξυπνήσω να είναι πάλι…
Η σκιά μου ετοιμάζεται τώρα για προπονήσεις
Αχνό πρωινό φως τρυπώνει από το παράθυρο του δωματίου μου.
Αλλάζω πλευρό. Ο γοφός μου χτυπά πάνω σε μία στοίβα από βιβλία, τετράδια, χάρακες, χρωματιστά χαρτόνια, μπλοκ σχεδίου, ντοσιέ παρουσίασης, στιλό, μολύβια (πολλά μολύβια) και ένα ψαλίδι. Ποιος ψαλιδίζει το όνειρο το καλοκαιρινό; Ακούω το «κρατς κρουτς» πάνω στο χαρτόνι, ένα κομματάκι ήλιου απέμεινε μόνο. Άσε με πέντε λεπτά ακόμη να κοιμηθώ κάτω από τα άστρα του καλοκαιριού. Κάποιος κορνάρει επίμονα, ξανά και ξανά. Το σχολικό. Μη χάσουν το σχολικό. Βγαίνω με τη λευκή νυχτικιά σαν φάντασμα στο μπαλκόνι, κουνάω χέρια πάνω-κάτω, επίμονα, παρακλητικά. «Σε δύο λεπτά κατεβαίνουν». Η κόρη μου βουρτσίζει μαλλί και βάζει λιπ γκλος, «περίμενε, ρε μαμά, δεν είμαι έτοιμη», «σχολείο πας, όχι σε καλλιστεία», ο γιος μου… φτιάχνει τσάντα «έτοιμη την είχα, αλλά… κάτι ξέχασα», «ψέματα λες». Η αλήθεια μού πετάγεται στην επιφάνεια μέσα από χιλιοειπωμένες στιχομυθίες. Και ικεσίες. Και απειλές.
Κουρασμένη, και είναι ακόμη αρχή. Καταϊδρωμένη, και είναι μόνο φθινόπωρο. Η πόρτα κλείνει, η Κερκόπορτα ανοίγει. Καλπάζω σαν άλογο, γκαρίζω σαν γαϊδούρι «τέλος η πλάκα. Και ο ύπνος στις δύο τα ξημερώματα. Και το κινητό όλη μέρα. Και τα μπούρου-μπούρου με φίλους. Τώρα έχουμε διάβασμα. Και δουλειές. Και υποχρεώσεις. Και μη με πάρουν για παράπονα από το σχολείο, γιατί θα κοπούν τα πάντα όλα». Επιστροφή-καταστροφή. «Τίποτα δεν μας έβαλαν για αύριο», «να το δω», «να μας έχεις εμπιστοσύνη», «να το δω», «είσαι σπαστικιά». Το κουδούνι. Χτυπάει το κουδούνι. Γιατί δεν το ακούει κανείς; Γιατί δεν ανοίγει κανείς; Τσακίζομαι να ανοίξω. Στρατός καθηγητών παρελαύνει μπρος από τα μάτια μου. Στην κορυφή του μιλούν αγγλικά, πιο πίσω λύνουν εξισώσεις, στο τέλος του κάποιος επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τη φράση «σκιάς όναρ άνθρωπος» (ο άνθρωπος είναι το όνειρο μιας σκιάς). Μια σκιά είμαι. Κανείς δεν με βλέπει. Κανείς δεν με ακούει. Νυχτώνει.
Η σκιά μου ετοιμάζεται τώρα για προπονήσεις. «Τρέξε, ρε μαμά, έχουμε αργήσει». Τρέχω και δεν φτάνω. Η σκιά επιστρέφει στο σπίτι «φτιάξτε τσάντες», «τις φτιάξαμε, λέμε», «κλείστε τα κινητά», «τα κλείσαμε, λέμε», «σταματήστε να μιλάτε, γιατί δεν θα σηκώνεστε το πρωί», «θα σηκωνόμαστε, λέμε». Αχνό πρωινό φως τρυπώνει από το παράθυρο του δωματίου μου. Αλλάζω πλευρό. Ο γοφός μου χτυπά πάνω στη χιονοστιβάδα της νέας σχολικής χρονιάς. Έχω ακόμη χρόνο για να δραπετεύσω. Δυο μέρες μόνο για να γίνει το θαύμα και να μεταμορφωθώ σε αρκούδα, φίδι, σαλιγκάρι, σαύρα, κάστορα ή βάτραχο και όλοι μαζί να πέσουμε σφιχταγκαλιασμένοι σε χειμερία νάρκη. Και όταν ξυπνήσω, να είναι, λέει, ξανά καλοκαίρι…
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ
Αλλάζω πλευρό. Ο γοφός μου χτυπά πάνω σε μία στοίβα από βιβλία, τετράδια, χάρακες, χρωματιστά χαρτόνια, μπλοκ σχεδίου, ντοσιέ παρουσίασης, στιλό, μολύβια (πολλά μολύβια) και ένα ψαλίδι. Ποιος ψαλιδίζει το όνειρο το καλοκαιρινό; Ακούω το «κρατς κρουτς» πάνω στο χαρτόνι, ένα κομματάκι ήλιου απέμεινε μόνο. Άσε με πέντε λεπτά ακόμη να κοιμηθώ κάτω από τα άστρα του καλοκαιριού. Κάποιος κορνάρει επίμονα, ξανά και ξανά. Το σχολικό. Μη χάσουν το σχολικό. Βγαίνω με τη λευκή νυχτικιά σαν φάντασμα στο μπαλκόνι, κουνάω χέρια πάνω-κάτω, επίμονα, παρακλητικά. «Σε δύο λεπτά κατεβαίνουν». Η κόρη μου βουρτσίζει μαλλί και βάζει λιπ γκλος, «περίμενε, ρε μαμά, δεν είμαι έτοιμη», «σχολείο πας, όχι σε καλλιστεία», ο γιος μου… φτιάχνει τσάντα «έτοιμη την είχα, αλλά… κάτι ξέχασα», «ψέματα λες». Η αλήθεια μού πετάγεται στην επιφάνεια μέσα από χιλιοειπωμένες στιχομυθίες. Και ικεσίες. Και απειλές.
Κουρασμένη, και είναι ακόμη αρχή. Καταϊδρωμένη, και είναι μόνο φθινόπωρο. Η πόρτα κλείνει, η Κερκόπορτα ανοίγει. Καλπάζω σαν άλογο, γκαρίζω σαν γαϊδούρι «τέλος η πλάκα. Και ο ύπνος στις δύο τα ξημερώματα. Και το κινητό όλη μέρα. Και τα μπούρου-μπούρου με φίλους. Τώρα έχουμε διάβασμα. Και δουλειές. Και υποχρεώσεις. Και μη με πάρουν για παράπονα από το σχολείο, γιατί θα κοπούν τα πάντα όλα». Επιστροφή-καταστροφή. «Τίποτα δεν μας έβαλαν για αύριο», «να το δω», «να μας έχεις εμπιστοσύνη», «να το δω», «είσαι σπαστικιά». Το κουδούνι. Χτυπάει το κουδούνι. Γιατί δεν το ακούει κανείς; Γιατί δεν ανοίγει κανείς; Τσακίζομαι να ανοίξω. Στρατός καθηγητών παρελαύνει μπρος από τα μάτια μου. Στην κορυφή του μιλούν αγγλικά, πιο πίσω λύνουν εξισώσεις, στο τέλος του κάποιος επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τη φράση «σκιάς όναρ άνθρωπος» (ο άνθρωπος είναι το όνειρο μιας σκιάς). Μια σκιά είμαι. Κανείς δεν με βλέπει. Κανείς δεν με ακούει. Νυχτώνει.
Η σκιά μου ετοιμάζεται τώρα για προπονήσεις. «Τρέξε, ρε μαμά, έχουμε αργήσει». Τρέχω και δεν φτάνω. Η σκιά επιστρέφει στο σπίτι «φτιάξτε τσάντες», «τις φτιάξαμε, λέμε», «κλείστε τα κινητά», «τα κλείσαμε, λέμε», «σταματήστε να μιλάτε, γιατί δεν θα σηκώνεστε το πρωί», «θα σηκωνόμαστε, λέμε». Αχνό πρωινό φως τρυπώνει από το παράθυρο του δωματίου μου. Αλλάζω πλευρό. Ο γοφός μου χτυπά πάνω στη χιονοστιβάδα της νέας σχολικής χρονιάς. Έχω ακόμη χρόνο για να δραπετεύσω. Δυο μέρες μόνο για να γίνει το θαύμα και να μεταμορφωθώ σε αρκούδα, φίδι, σαλιγκάρι, σαύρα, κάστορα ή βάτραχο και όλοι μαζί να πέσουμε σφιχταγκαλιασμένοι σε χειμερία νάρκη. Και όταν ξυπνήσω, να είναι, λέει, ξανά καλοκαίρι…
Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ