Ο «καλός» ο... δολοφόνος!
Ούτε τώρα υπάρχει αντίλογος, έστω ένας ψίθυρος που να τους αντιτάξει ότι ο «κύριος» ήταν άρρωστος και επικίνδυνος
Τους ακούω να μιλούν. Ο ένας μετά τον άλλο σε τηλεοπτικούς μονόλογους παράνοιας. Για τον φίλο τους, καρδιακό ή εφήμερο, που σκότωσε την πρώην σύζυγό του στην Καλαμαριά με μία καραμπίνα και ύστερα αυτοκτόνησε - «καραμπινάτος» ο έρωτάς του, «καραμπινάτη» και η κατάντια μας. «Την αγαπούσε», λένε. Ήταν ένα αγνό παιδί, ένα πάρα πολύ καλό παιδί, ένα άγιο παιδί. Τις Κυριακές έψελνε στην εκκλησία με την αγγελική φωνή του, ο διάολος της απόρριψης τον τρέλανε. Για να λυτρωθεί από το βάσανό του σκότωσε τη γυναίκα του… Τους φίλους, καρδιακούς ή εφήμερους, δεν τους διακόπτει κανείς, παρά μόνο ο ήχος μιας μακάβριας μελωδίας που εναλλάσσεται από εκπομπή σε εκπομπή. Δεν υπάρχει αντίλογος, έστω ένας ψίθυρος που να τους αντιτάξει πως καμιά αληθινή αγάπη δεν καταδέχεται την όψη του θανάτου. Ότι αυτά που λένε είναι πρόστυχα και ανήθικα, μια ελεεινή κατήχηση που δίνει άλλοθι στον ξεπεσμένο έρωτα κάθε επίδοξου φονιά.
Για τους φίλους, καρδιακούς ή εφήμερους, εκείνη δεν έπρεπε να τον χωρίσει. Ούτε τα ρούχα έπρεπε να του βγάλει στον διάδρομο της πολυκατοικίας, ο «καλός» φονιάς σοκαρίστηκε και δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει. Τι και αν είχαν χωρίσει; Εκείνος ήθελε να την ξαναπαντρευτεί και εκείνη όφειλε να μείνει αιχμάλωτη στη φυλακή του. Με τις χειροπέδες της παρανοϊκής του εμμονής περασμένες σε κάθε σημείο του σώματός της, δέσμια του ψυχωτικού του πάθους. Για το καλό όλων: το δικό της, το δικό του, των παιδιών τους και της οικογένειάς τους. Είχε όμως χρήματα, δεν τον είχε ανάγκη. Και αυτός ο καημένος ο «καλός» φονιάς ένιωθε άχρηστος, ανίκανος, ένα σκουπίδι της κοινωνίας…
Ούτε τώρα υπάρχει αντίλογος, έστω ένας ψίθυρος που να τους αντιτάξει ότι ο «κύριος» ήταν άρρωστος και επικίνδυνος. Χαμένος στις αυταπάτες, βυθισμένος στις ψευδαισθήσεις, αδίστακτος, αδυσώπητος, αμείλικτος και απάνθρωπος. Ένα ον που τρεφόταν με μίσος και διψούσε για εκδίκηση. Ένα(ς) πα-τέρας που στέρησε σε δύο παιδιά τη μάνα τους. Σιωπή. Ας ξεπλύνουμε λοιπόν τα χέρια μας και ας περάσουμε στο επόμενο θέμα. Οι φίλοι, καρδιακοί ή εφήμεροι, κάπου θα τον κλαίνε άλλωστε τον «καλό» φονιά, με ένα μπουκάλι κονιάκ στα χέρια και έναν Στράτο στα χείλη: «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα / γιατί την είχα σαν μικρό παιδί…». Και εμείς; Εμείς μάθαμε στον πόνο. Εμείς συνηθίσαμε στη φρίκη. Εμείς ανέλπιστα ελπίζουμε. Το επόμενο θύμα ενός «τρελού» και αδικημένου έρωτα τον περιμένει στη γωνία. Ανυπεράσπιστο και μόνο…
Για τους φίλους, καρδιακούς ή εφήμερους, εκείνη δεν έπρεπε να τον χωρίσει. Ούτε τα ρούχα έπρεπε να του βγάλει στον διάδρομο της πολυκατοικίας, ο «καλός» φονιάς σοκαρίστηκε και δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει. Τι και αν είχαν χωρίσει; Εκείνος ήθελε να την ξαναπαντρευτεί και εκείνη όφειλε να μείνει αιχμάλωτη στη φυλακή του. Με τις χειροπέδες της παρανοϊκής του εμμονής περασμένες σε κάθε σημείο του σώματός της, δέσμια του ψυχωτικού του πάθους. Για το καλό όλων: το δικό της, το δικό του, των παιδιών τους και της οικογένειάς τους. Είχε όμως χρήματα, δεν τον είχε ανάγκη. Και αυτός ο καημένος ο «καλός» φονιάς ένιωθε άχρηστος, ανίκανος, ένα σκουπίδι της κοινωνίας…
Ούτε τώρα υπάρχει αντίλογος, έστω ένας ψίθυρος που να τους αντιτάξει ότι ο «κύριος» ήταν άρρωστος και επικίνδυνος. Χαμένος στις αυταπάτες, βυθισμένος στις ψευδαισθήσεις, αδίστακτος, αδυσώπητος, αμείλικτος και απάνθρωπος. Ένα ον που τρεφόταν με μίσος και διψούσε για εκδίκηση. Ένα(ς) πα-τέρας που στέρησε σε δύο παιδιά τη μάνα τους. Σιωπή. Ας ξεπλύνουμε λοιπόν τα χέρια μας και ας περάσουμε στο επόμενο θέμα. Οι φίλοι, καρδιακοί ή εφήμεροι, κάπου θα τον κλαίνε άλλωστε τον «καλό» φονιά, με ένα μπουκάλι κονιάκ στα χέρια και έναν Στράτο στα χείλη: «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα / γιατί την είχα σαν μικρό παιδί…». Και εμείς; Εμείς μάθαμε στον πόνο. Εμείς συνηθίσαμε στη φρίκη. Εμείς ανέλπιστα ελπίζουμε. Το επόμενο θύμα ενός «τρελού» και αδικημένου έρωτα τον περιμένει στη γωνία. Ανυπεράσπιστο και μόνο…