Έxει ηρεμήσει ο κόσμος;
Κάνε τον χαζό. Κάνε τον κινέζο. Κάνε το κορόιδο. Κάνε τον (μπιιιπ)...
Σταματημένη στο φανάρι. Από το μπροστινό αυτοκίνητο βγαίνει ένας νταβραντισμένος τύπος και κατευθύνεται στο διπλανό του ουρλιάζοντας: «Γιατί με προσπέρασες, ρε (μπιιιπ);». Η οργή του -για μια προσπέραση- δεν ξεχαρμανιάζει στο κοσμητικό επίθετο. Υψώνει τη γροθιά του, κάνει γυαλιά-καρφιά το παράθυρο του οδηγού, ο κόσμος κορνάρει, κάποιοι φωνάζουν «πέρασε με κόκκινο, ο τύπος είναι τρελός», στην άσφαλτο στάζει αίμα, ο από πίσω μου ωρύεται «κουνήσου, μωρή (μπιιιπ)», περνάω με τα μάτια κλειστά, μούντζες διασταυρώνονται στον αέρα, μπινελίκια εκτοξεύονται, παρκάρω όπως όπως, ανεβαίνω στο σπίτι μου, κλείνω την πόρτα, κλειδώνω διπλά, δεν θέλω να την ξανανοίξω.
Εκεί έξω γίνεται πόλεμος, ο κόσμος έχει σαλέψει. Ανοίγω την τηλεόραση. Σε γκρο πλαν το πτώμα ενός παρκαδόρου μαζί με το «σε τελείωσα» του σαλεμένου γείτονα, που δεν γούσταρε parking στη γειτονιά του. Το αίμα τρέχει τώρα στην οθόνη, «κλείσ’ τη, μωρή (μπιιιπ)», μονολογώ, «είναι στο σπίτι τα παιδιά». Βγαίνω στο μπαλκόνι να πάρω αέρα. Κάποιος παραληρεί «αν μου ξανακουνήσεις τις γλάστρες για να παρκάρεις, θα σ’ το κάνω λαμπόγυαλο τ’ αμάξι, θα σε σκοτώσω, ρε»· κλείνω και την μπαλκονόπορτα, εσώκλειστη στην κάμαρά μου θέλω να μείνω η κακομοίρα, χαράζοντας ασφαλείς διαδρομές για τις ανάγκες μου μέχρι το μπάνιο και την κουζίνα… Βήμα να μην κάνω παραπέρα, ρούπι να μην το κουνήσω από εδώ.
Τηλεφωνώ. Στον άντρα μου, στη μάνα μου, στην κολλητή μου, ο τρόμος μου συμπυκνωμένος πελτές, κατακόκκινος σαν αίμα, σχηματίζει τα λόγια: «Ο κόσμος έχει τρελαθεί. “Δεν βαριέσαι τώρα”, να λέτε στα πάντα, να δίνετε τόπο στην οργή των πάντων». Αν θέλουμε να ζήσουμε, μ’ ένα «δεν βαριέσαι τώρα» πρέπει να πορευόμαστε. Με τη γλώσσα μέσα, με το σωστό ξεγραμμένο, με το δίκιο αδιάφορο, με τη λογική ισοπεδωμένη, με την ευγένεια letter morte. Πήγε ο άλλος να σε σκοτώσει παραβιάζοντας ένα stop; Σκάσε, γιατί μπορεί να κρατάει μαχαίρι. Σε φασκέλωσε επειδή τον προσπέρασες; Κάνε πως δεν το είδες, γιατί παίζει να έχει για συνοδηγό μια καραμπίνα. Του τη δίνει να παρκάρεις έξω από το σπίτι του; Βρες θέση αλλού, γιατί την επόμενη φορά παίζει να σκάσει μύτη με κανένα τσεκούρι. Σου κορνάρει χωρίς λόγο και σε «λούζει» δίχως αφορμή; Βούλωσ’ το γιατί πέρα από τον διάολο μπορεί να σε πάρει κι ο χάρος. Αν αγαπάς τη ζωούλα σου κάνε το «δεν βαριέσαι τώρα» τρόπο ζωής. Με λόγια απλά, κάνε την κότα.
Κάνε τον χαζό. Κάνε τον κινέζο. Κάνε το κορόιδο. Κάνε τον (μπιιιπ)...
Κάνε τον χαζό. Κάνε τον κινέζο. Κάνε το κορόιδο. Κάνε τον (μπιιιπ)...