Είναι πραγµατικά αξιοπρόσεκτο πως ο λαϊκισµός δεν γνωρίζει σύνορα ανάµεσα στην Ακρα ∆εξιά και στην Ακρα Αριστερά. Και ακόµη πιο αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι στην Ελλάδα ο λαϊκισµός αυτός φθάνει µέχρι το ΠΑΣΟΚ. ∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι η πρακτική των τραπεζών, να επιβάλλουν υπερβολικές χρεώσεις ακόµη και για την πιο ασήµαντη συναλλαγή, αποτελεί διαχρονικό πρόβληµα, το οποίο κανένα από τα κόµµατα που προτείνουν πότε το ένα και πότε το άλλο δεν αντιµετώπισε, ενώ ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε τις τράπεζες. Χωρίς, βέβαια, ποτέ να τηρήσει την υπόσχεσή του (του 2014) για δηµόσιο τραπεζικό πυλώνα. Αντιθέτως, µε τους δήθεν ηρωισµούς του κατέστρεψε, ανακεφαλαιοποίησε και τελικά αφελλήνισε όλες τις τράπεζες. Παραδίδοντάς τες στο ΤΧΣ, από το οποίο θα... άρπαζε 3 δισ. για να χρηµατοδοτήσει το περίφηµο «πρόγραµµα της Θεσσαλονίκης».

Το πρόβληµα αναγνώρισε ο πρωθυπουργός, που ανέλαβε σηµαντικές πρωτοβουλίες, οι οποίες και το τραπεζικό σύστηµα δεν θέτουν σε κίνδυνο και έχουν πραγµατικό αντίκρισµα στην κοινωνία. Ακριβώς διότι απαιτείται ισορροπία προκειµένου οι τράπεζες να σέβονται τους πελάτες τους, αλλά και να διαφυλάσσεται η χώρα από διεθνείς κραδασµούς. Οσο για τη δήλωση Ανδρουλάκη, που θριαµβολόγησε ότι τα µέτρα που ανακοίνωσε ο Μητσοτάκης αποτελούν σηµαντική κοινοβουλευτική νίκη του... ΠΑΣΟΚ, πραγµατικά δεν χρειάζεται κανένα σχόλιο.

Αξίζει να υπενθυµίσουµε, στο µεταξύ, µια ξεχασµένη ιστορία. Τον Αύγουστο του 2023, η κυβέρνηση Μελόνι στην Ιταλία, διά στόµατος του εταίρου της Σαλβίνι, ανακοίνωσε φόρο 40% (3 δισ. ευρώ) στα υπερκέρδη των τραπεζών για το 2022 και το 2023, µε σκοπό, όπως είπαν, τη στήριξη της αγοράς πρώτης κατοικίας και τη µείωση των φόρων. Η αντίδραση υπήρξε άµεση. Οι µετοχές των ιταλικών τραπεζών στο Χρηµατιστήριο εµφάνισαν τεράστιες απώλειες, κάτι που συνέβη και στην Ισπανία, σ’ αυτό που ονοµάστηκε «µαύρη Παρασκευή των τραπεζών». Αίσθηση είχε προκαλέσει στην Ιταλία ότι κατά την ανακοίνωση του µέτρου, σε συνέντευξη Τύπου, είχε απουσιάσει ο υπουργός Οικονοµικών Τζιανκάρλο Τζορτζέτι.

Λίγες µέρες αργότερα -και ενώ οι κραδασµοί συνεχίζονταν- η Ιταλίδα πρωθυπουργός ανέκρουσε πρύµναν. Ανέλαβε «πλήρως την ευθύνη» για τον αιφνιδιασµό, που προκάλεσε µεγάλο πρόβληµα στις χρηµαταγορές, προσθέτοντας ότι έλαβε την απόφαση µόνη της και πως ο φόρος δεν είχε τιµωρητικό χαρακτήρα. Ηδη από την εποµένη των ανακοινώσεων η ιταλική κυβέρνηση είχε υπαναχωρήσει «διευκρινίζοντας» πως επρόκειτο για ένα όριο στα κέρδη. Και αλλάζοντας αµέσως το κατώφλι εφαρµογής του φόρου, δηµιουργώντας στην ουσία έναν νέο φόρο που έθετε στο στόχαστρο την αύξηση σε επίπεδα ρεκόρ των κερδών των τραπεζών που προέκυψε από τα υψηλότερα επιτόκια.

Μετά ήλθαν νέες εξηγήσεις, καθώς πολλά µέλη της κυβέρνησης δεν είχαν λάβει γνώση λόγω της ευαισθησίας του θέµατος, όπως η πρωθυπουργός είπε, ενώ ο υπουργός των Οικονοµικών απουσίαζε από τις ανακοινώσεις. Με λίγα λόγια, η ιταλική κυβέρνηση εγκατέλειψε την ιδέα, αµέσως µόλις διαπιστώθηκε ότι προκλήθηκε µεγάλη ανησυχία στους διεθνείς επενδυτές.

Ολα αυτά επαναφέρουν το επιχείρηµα ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις για δύσκολα προβλήµατα, µια πρακτική που µε επικοινωνιακή µαεστρία εξασκούν οι λαϊκιστές όλου του ακραίου φάσµατος. Το ίδιο έπραξαν τόσο η Ακροδεξιά στην Ιταλία όσο και οι Σοσιαλιστές στην Ισπανία. Τα ίδια ακούµε κι εδώ. Βρισκόµαστε πάλι, όπως φαίνεται, στη λογική «θα βαράµε τα νταούλια και θα χορεύουν οι αγορές»!

Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή