Το σχέδιο Μητσοτάκη στα ∆υτικά Βαλκάνια
Μπορεί να ξίνισαν οι υπερπατριώτες δεξιοί για το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνάντησε ξανά τον Ζόραν Ζάεφ και τον Εντι Ράμα. Ξίνισαν ίσως και οι υπερπατριώτες αριστεροί, καθώς πιστεύουν ότι δεν δικαιούται να το κάνει, λόγω της άποψής του για τη Συμφωνία των Πρεσπών ή την εικαζόμενη θέση του κόμματος για τους μετανάστες. Στην πραγματικότητα, ο Μητσοτάκης κάνει αυτό ακριβώς που πρέπει. ∆ιπλωματία χωρίς συναίσθημα και με περισσό τακτικισμό. Αυτό που έπρεπε να κάνουν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Σε αντίθεση με την τουρκική προκλητικότητα, που χρειάζεται χειρισμούς σε διεθνές γεωπολιτικό επίπεδο, η υπόθεση των δυτικών Βαλκανίων είναι διαφορετική. Ενδέχεται να αρκεί η οικονομική διπλωματία για να λύσει σε μεγάλο βαθμό τα δυσεπίλυτα προβλήματα. Να ολοκληρώσει, δηλαδή, αυτό που ξεκίνησε με πολέμους, ανταλλαγές πληθυσμών και κλειστά σύνορα.
Η Βόρεια Μακεδονία είναι μια φτωχή χώρα. Μία απ’ τις φτωχότερες της Ευρώπης. Το ονομαστικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της μόλις θα φθάσει φέτος τα 6.143 δολάρια, την ώρα που στην καθημαγμένη Ελλάδα ήταν πέρυσι σχεδόν 21.000. Η οικονομία της εξαρτάται πλήρως από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Στην Αλβανία η κατάσταση είναι ακόμ α χειρότερη. Το ονομαστικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της εκτιμάται ότι θα ανέλθει φέτος σε 5.847 δολάρια. Η οικονομία της εξαρτάται επίσης, σε τεράστιο βαθμό, από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αμφότερες οι χώρες αναζητούν συμμάχους σε περιφερειακό επίπεδο για να αυξήσουν το επίπεδο της ευημερίας τους. Η Τουρκία, έχοντας ισχυρή ανάπτυξη την προηγούμενη εικοσαετία και διαυγή διπλωματία διαχρονικά, τους προσέφερε ένα ξεροκόμματο για να εξαγοράσει τη συνεργασία τους. Η Ελλάδα, επίσης, επιχείρησε αποσπασματικά να επενδύσει στις όμορες χώρες και να ελέγχει κρίσιμους τομείς της οικονομίας, όπως οι τηλεπικοινωνίες. Η περίοδος αυτή, όμως, έληξε άδοξα για τη χώρα μας, εξαιτίας προφανώς της οικονομικής κρίσης. Η Τουρκία λόγω μεγέθους συνέχισε να ασκεί μερική επιρροή.
Η σημερινή συγκυρία, όμως, είναι διαφορετική. Η Τουρκία βρίσκεται στα πρόθυρα του ∆ΝΤ και η οικονομία της παραπαίει εξαιτίας και της πανδημίας. Η Ελλάδα, αντίθετα, αντιμετωπίζει προβλήματα, αλλά ατενίζει και το μέλλον με αισιοδοξία. Η επόμενη ημέρα της πανδημίας θα ξημερώσει με προοπτικές ανάπτυξης και ταυτόχρονα ένα μεγάλο «πακέτο» από την Ε.Ε.Οι δύο αυτές χώρες έχουν κάθε λόγο να συνεταιριστούν με τον οικονομικά ισχυρό παίκτη της περιοχής, ο οποίος μπορεί να τους ανοίξει το «τελωνείο» για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Εμείς, χωρίς αγκυλώσεις και ιδεοληψίες, μπορούμε να διευρύνουμε την αγορά στην οποία απευθύνονται οι επιχειρήσεις μας και να αποκτήσουμε περισσότερο ζωτικό χώρο σε τομείς όπου η χώρα παραμένει ισχυρή. Ταυτόχρονα, θα επιτύχουμε μια ισορροπία σε γεωπολιτικό επίπεδο. ∆εν είναι πολύ πιθανό μια χώρα με διασυνδεδεμένη οικονομία με την ελληνική να προκαλέσει διπλωματικά ή άλλα προβλήματα.
Αυτό είναι προφανώς το σχέδιο Μητσοτάκη. Το παράθυρο ευκαιρίας έχει ανοίξει με τις αλλοπρόσαλλες επιλογές του βασικού ανταγωνιστή στην περιοχή. Του Ερντογάν. Αν επιτύχουμε μια οικονομική κυριαρχία στα ∆υτικά Βαλκάνια, το αποτέλεσμα θα είναι προς όφελος και της ανάπτυξης αλλά και της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή.
Σε αντίθεση με την τουρκική προκλητικότητα, που χρειάζεται χειρισμούς σε διεθνές γεωπολιτικό επίπεδο, η υπόθεση των δυτικών Βαλκανίων είναι διαφορετική. Ενδέχεται να αρκεί η οικονομική διπλωματία για να λύσει σε μεγάλο βαθμό τα δυσεπίλυτα προβλήματα. Να ολοκληρώσει, δηλαδή, αυτό που ξεκίνησε με πολέμους, ανταλλαγές πληθυσμών και κλειστά σύνορα.
Η Βόρεια Μακεδονία είναι μια φτωχή χώρα. Μία απ’ τις φτωχότερες της Ευρώπης. Το ονομαστικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της μόλις θα φθάσει φέτος τα 6.143 δολάρια, την ώρα που στην καθημαγμένη Ελλάδα ήταν πέρυσι σχεδόν 21.000. Η οικονομία της εξαρτάται πλήρως από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Στην Αλβανία η κατάσταση είναι ακόμ α χειρότερη. Το ονομαστικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της εκτιμάται ότι θα ανέλθει φέτος σε 5.847 δολάρια. Η οικονομία της εξαρτάται επίσης, σε τεράστιο βαθμό, από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αμφότερες οι χώρες αναζητούν συμμάχους σε περιφερειακό επίπεδο για να αυξήσουν το επίπεδο της ευημερίας τους. Η Τουρκία, έχοντας ισχυρή ανάπτυξη την προηγούμενη εικοσαετία και διαυγή διπλωματία διαχρονικά, τους προσέφερε ένα ξεροκόμματο για να εξαγοράσει τη συνεργασία τους. Η Ελλάδα, επίσης, επιχείρησε αποσπασματικά να επενδύσει στις όμορες χώρες και να ελέγχει κρίσιμους τομείς της οικονομίας, όπως οι τηλεπικοινωνίες. Η περίοδος αυτή, όμως, έληξε άδοξα για τη χώρα μας, εξαιτίας προφανώς της οικονομικής κρίσης. Η Τουρκία λόγω μεγέθους συνέχισε να ασκεί μερική επιρροή.
Η σημερινή συγκυρία, όμως, είναι διαφορετική. Η Τουρκία βρίσκεται στα πρόθυρα του ∆ΝΤ και η οικονομία της παραπαίει εξαιτίας και της πανδημίας. Η Ελλάδα, αντίθετα, αντιμετωπίζει προβλήματα, αλλά ατενίζει και το μέλλον με αισιοδοξία. Η επόμενη ημέρα της πανδημίας θα ξημερώσει με προοπτικές ανάπτυξης και ταυτόχρονα ένα μεγάλο «πακέτο» από την Ε.Ε.Οι δύο αυτές χώρες έχουν κάθε λόγο να συνεταιριστούν με τον οικονομικά ισχυρό παίκτη της περιοχής, ο οποίος μπορεί να τους ανοίξει το «τελωνείο» για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Εμείς, χωρίς αγκυλώσεις και ιδεοληψίες, μπορούμε να διευρύνουμε την αγορά στην οποία απευθύνονται οι επιχειρήσεις μας και να αποκτήσουμε περισσότερο ζωτικό χώρο σε τομείς όπου η χώρα παραμένει ισχυρή. Ταυτόχρονα, θα επιτύχουμε μια ισορροπία σε γεωπολιτικό επίπεδο. ∆εν είναι πολύ πιθανό μια χώρα με διασυνδεδεμένη οικονομία με την ελληνική να προκαλέσει διπλωματικά ή άλλα προβλήματα.
Αυτό είναι προφανώς το σχέδιο Μητσοτάκη. Το παράθυρο ευκαιρίας έχει ανοίξει με τις αλλοπρόσαλλες επιλογές του βασικού ανταγωνιστή στην περιοχή. Του Ερντογάν. Αν επιτύχουμε μια οικονομική κυριαρχία στα ∆υτικά Βαλκάνια, το αποτέλεσμα θα είναι προς όφελος και της ανάπτυξης αλλά και της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή.