Έχοντας ήδη εισέλθει στην τελική ευθεία προς τις κάλπες, όλα δείχνουν ότι αυτή τη φορά υπάρχει και ένας τρίτος πρωταγωνιστής, όχι επειδή διεκδικεί την πρώτη θέση, όπως η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επειδή πιθανότατα από αυτόν θα περάσει όποιος είναι πρώτος για να κατακτήσει το κάστρο της εξουσίας. Ο λόγος, βεβαίως, είναι για το ΠΑΣΟΚ.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια σημαντική εκλογική άνοδο των «πρασίνων», αλλά σε καμία περίπτωση δεν κατάφεραν να επιστρέψουν στην πολιτική σκηνή με όρους μεγάλου κόμματος, παρότι η συγκυρία ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή. Η ρητορική μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς την Κεντροαριστερά δεν είναι από μόνη της ικανή για να αφομοιώσει τους κεντροαριστερής προέλευσης ψηφοφόρους.

Σ’ έναν βαθμό αυτό έχει συμβεί, αλλά μόνο εκλογικά όχι και ιδεολογικά-πολιτικά. Για να καλύψει με ηγεμονικούς όρους ο ΣΥΡΙΖΑ το κενό πολιτικής εκπροσώπησης της Κεντροαριστεράς έπρεπε να εκφράσει πολιτικά τις βασικές κοινωνικοοικονομικές ανάγκες και τις εθνικές ανησυχίες των κεντροαριστερών ψηφοφόρων. Ειδικά στον δεύτερο τομέα, η Κουμουνδούρου, λόγω των εθνομηδενιστικών ιδεολογημάτων της, κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση.

Το μείζον πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι στο τιμόνι παραμένει η κομματική γραφειοκρατία του «μικρού ΣΥΡΙΖΑ». Μέχρι τώρα, οι πρώην «πράσινοι» ψηφοφόροι, που πήγαν στο κόμμα του Τσίπρα ως «εκλογικοί πρόσφυγες» και το εκτόξευσαν εκλογικά, ελάχιστα επηρέασαν την πολιτική του. Και ενώ θα περίμενε κανείς ότι τα πεντέμισι χρόνια που ο ΣΥΡΙΖΑ άσκησε την εξουσία θα τον ωρίμαζαν ιδεολογικά-πολιτικά, όταν το καλοκαίρι του 2019 βρέθηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση και τα ανώτατα στελέχη του επέστρεψαν στην Κουμουνδούρου, παλινδρόμησαν στα γνωστά ιδεολογικά-πολιτικά καταγωγικά στερεότυπά τους.

Ο Τσίπρας έχει συνειδητοποιήσει ότι το εκλογικό μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ είναι να κατακτήσει τον κεντροαριστερό χώρο. Το επιχειρεί, όμως, με όρους εκλογικής αριθμητικής και όχι πολιτικής άλγεβρας. Προσέλκυσε πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ και επιδιώκει να προσδέσει εκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ τους πασοκογενείς ψηφοφόρους που είχαν προσέλθει. Έχει χάσει, όμως, σε μεγάλο βαθμό την ιστορική ευκαιρία να τους ενσωματώσει ιδεολογικά-πολιτικά.

Αυτός είναι ο βασικός λόγος που η εκλογή νέου προέδρου στο ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ τον Δεκέμβριο 2021 προκάλεσε μια δυναμική ανάκαμψης. Ήταν ξεκάθαρο ότι ένα σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων που είχαν εγκαταλείψει το ΠΑΣΟΚ, καταφεύγοντας κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως στη ΝΔ του Μητσοτάκη, βρισκόταν από τότε σε κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού. Αρκετοί εξ αυτών σκέφτονταν τον εκλογικό επαναπατρισμό τους.

Ο λόγος ήταν ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ έχουν σε σημαντικό βαθμό απογοητεύσει πρώην «πράσινους» που είχαν ψηφίσει τα δύο αυτά κόμματα και το 2019. Αυτή η πολιτική απογοήτευση πυροδότησε ένα είδος πολιτικής νοσταλγίας. Πολλοί θεώρησαν ότι έχουν αρκετά τιμωρήσει το Κίνημα και ως εκ τούτου πολλοί εξ αυτών σκέφτονταν να του δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία. Δυστυχώς για το ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρουλάκης δεν άδραξε την ιστορική ευκαιρία για να δημιουργήσει μια νέα πολιτική-εκλογική δυναμική, αναλαμβάνοντας πολιτικές πρωτοβουλίες οι οποίες θα τροφοδοτούσαν και θα παγίωναν την τάση επαναπατρισμού.

Αυτή είναι η βασική αιτία που το ΠΑΣΟΚ, ναι μεν θα πρωταγωνιστήσει, όχι ως μεγάλο κόμμα, αλλά ως εταίρος στον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης, αφού όλα δείχνουν πως η αυτοδυναμία είναι δυσπρόσιτη και με ενισχυμένη αναλογική.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 25/4