H Αθήνα είναι πιο ισχυρή... Μήπως να γίνει και πιο τολµηρή;
Άρθρο γνώμης
Η Ελλάδα οφείλει να προασπίσει στον απόλυτο βαθµό τα συµφέροντα και τα εθνικά της δίκαια (κι αυτό φυσικά είναι αδιαµφισβήτητη σταθερά, από την οποία δεν θα πρέπει να παρεκκλίνουµε), αλλά ταυτόχρονα να κοιτάξει µπροστά µε ρεαλισµό, σοβαρότητα και γενναιότητα
Η επικείµενη επίσκεψη Φιντάν στην Αθήνα και η περιρρέουσα ατµόσφαιρα που έχει δηµιουργηθεί γύρω από την ουσία και το περιεχόµενο των επαφών της ελληνικής πλευράς µε την Τουρκία επαναφέρουν δυναµικά τη συζήτηση σχετικά µε τη στρατηγική του µέλλοντος που θα πρέπει να υιοθετήσει η χώρα στο συγκεκριµένο µέτωπο.
Με φόντο µάλιστα τη γεωστρατηγική ρευστότητα που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή και τον εκ προοιµίου κοµβικό ρόλο της Ελλάδας και της Τουρκίας στις γενικότερες εξελίξεις, η κουβέντα αυτή αποκτά ακόµη µεγαλύτερες διαστάσεις. Και ο παράγων του... µέλλοντος σε αυτή την περίπτωση είναι ο πλέον καθοριστικός για τη διπλωµατική µας προσέγγιση έναντι του ανεξέλεγκτου και πολλές φορές επικίνδυνου γείτονα. Είναι σαφές ότι η από δω πλευρά του Αιγαίου είναι εκείνη που διαχρονικά επιδεικνύει θεσµική συµπεριφορά, συµβαδίζει µε το ∆ιεθνές ∆ίκαιο και προβάλλει τις θέσεις της µε βάση τις παραπάνω παραµέτρους. Στον αντίποδα, η Τουρκία είναι εκείνη που στο πέρασµα των χρόνων καθίσταται το κράτος-πειρατής που προκαλεί µε τη ρητορική της και, το χειρότερο, δροµολογεί κατά καιρούς είτε σοβαρές κρίσεις που ενίοτε οδηγούν σε εθνικές τραγωδίες (όπως µε την Κύπρο) είτε πιο... ελεγχόµενες, που όµως δυναµιτίζουν το κλίµα στις σχέσεις µε την Αθήνα.
Επί προέδρου Ερντογάν, ο δίαυλος επικοινωνίας µε την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση είχε περάσει από διάφορες φάσεις. Από την πανθοµολογούµενη ηρεµία και συνεννόηση των πρώτων ετών της διακυβέρνησής του, µέχρι τη σκοτεινή επιχειρηµατολογία της τελευταίας τριετίας. Σε αυτή τη συγκυρία, η επίτευξη µιας γενικότερης ηρεµίας, χάρη εν πολλοίς στις επιλογές του πρωθυπουργού και τη συµβολή του Γιώργου Γεραπετρίτη, παρά τις διάφορες ανορθογραφίες που εµφανίζονται κατά καιρούς, σε συνδυασµό µε τη συνθήκη της ισχυροποίησης της διπλωµατικής θέσης της Ελλάδας διεθνώς, που πλέον συνιστά κατά κοινή οµολογία τον πιο αξιόπιστο εταίρο της ∆ύσης σ’ ένα κοµµάτι του πλανήτη που φλέγεται κυριολεκτικά, αλλά και η προώθηση του πληρέστερου εξοπλιστικού προγράµµατος εδώ και δεκαετίες, δίνουν τη δυνατότητα στην Αθήνα να µελετήσει καλύτερα τις επόµενες πρωτοβουλίες της. Στο πλαίσιο αυτό, στηµένα παραληρήµατα στο όνοµα µιας ξεπερασµένης πατριδοκαπηλίας, αστείες όσο και επικίνδυνες ατάκες τύπου Σαµαρά περί... µαγειρεµάτων, αλλά και παντός είδους εµµονές δεν πρέπει να έχουν θέση στην τακτική της χώρας, ή να επηρεάζουν τις αναλύσεις της ελληνικής κυβέρνησης.
Η Ελλάδα οφείλει να προασπίσει στον απόλυτο βαθµό τα συµφέροντα και τα εθνικά της δίκαια (κι αυτό φυσικά είναι αδιαµφισβήτητη σταθερά, από την οποία δεν θα πρέπει να παρεκκλίνουµε), αλλά ταυτόχρονα να κοιτάξει µπροστά µε ρεαλισµό, σοβαρότητα και γενναιότητα. Κι αν αυτό δεν γίνει πράξη µε τον πλέον σταθερό και ισχυρό πολιτικό πυλώνα της χώρας στη διακυβέρνησή της, τότε νοµίζω πως δεν θα συµβεί ποτέ, µε την υπάρχουσα κατάσταση να κληροδοτείται ως κατάρα στις επόµενες γενιές Ελλήνων.
Άλλωστε, τι νόηµα έχουν οι επαφές (τις οποίες διεξήγαγαν όλοι οι πρωθυπουργοί και όλες οι κυβερνήσεις, για να µην ξεχνιόµαστε), οι ζυµώσεις και οι διεργασίες αν εν έτει 2024 δεν οδηγήσουν σε κάποιο αποτέλεσµα; Κι αν είναι και πάλι η Τουρκία εκείνη που δεν θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, τότε η Αθήνα θα είναι και πάλι κερδισµένη, αφού θα την έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα στα µάτια της διεθνούς κοινότητας.
Χωρίς σε καµία περίπτωση να δείχνει ότι είναι εκείνη που «καίγεται» για λύση, χωρίς να δίνεται τροφή σ’ εκείνους που περιµένουν στη γωνία για να διχάσουν, λες και θα είναι οι ίδιοι που πιλοτάρουν τα Rafale ή θα αναλάβουν την πλοήγηση των Belhara, αλλά αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την προσήλωσή της στο µέλλον της περιοχής και των λαών. Και φυσικά, όλοι αυτοί οι σκληροπυρηνικοί θα πρέπει να δώσουν ουσιαστικές απαντήσεις για τις αντοχές της πατρίδας µας έναντι της προοπτικής αδιάκοπης συνέχειας της υπάρχουσας κατάστασης (µε ό,τι αυτό συνεπάγεται εθνικά, κοινωνικά και οικονοµικά) ή αν θα ήταν σώφρον να ιχνηλατηθεί το πεδίο εξεύρεσης διεξόδου.
Πάντα στη λογική της προάσπισης των εθνικών κεκτηµένων και προοπτικών και µε την αίσθηση της ασφάλειας που µας παρέχει, η αναγνώριση της επιµονής µας στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο, η ψύχραιµη αντιµετώπιση των τουρκικών προκλήσεων, οι σύγχρονες πια αµυντικές δοµές µας και οι διπλωµατικές επιτυχίες αυτής της περιόδου.
*Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή
Με φόντο µάλιστα τη γεωστρατηγική ρευστότητα που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή και τον εκ προοιµίου κοµβικό ρόλο της Ελλάδας και της Τουρκίας στις γενικότερες εξελίξεις, η κουβέντα αυτή αποκτά ακόµη µεγαλύτερες διαστάσεις. Και ο παράγων του... µέλλοντος σε αυτή την περίπτωση είναι ο πλέον καθοριστικός για τη διπλωµατική µας προσέγγιση έναντι του ανεξέλεγκτου και πολλές φορές επικίνδυνου γείτονα. Είναι σαφές ότι η από δω πλευρά του Αιγαίου είναι εκείνη που διαχρονικά επιδεικνύει θεσµική συµπεριφορά, συµβαδίζει µε το ∆ιεθνές ∆ίκαιο και προβάλλει τις θέσεις της µε βάση τις παραπάνω παραµέτρους. Στον αντίποδα, η Τουρκία είναι εκείνη που στο πέρασµα των χρόνων καθίσταται το κράτος-πειρατής που προκαλεί µε τη ρητορική της και, το χειρότερο, δροµολογεί κατά καιρούς είτε σοβαρές κρίσεις που ενίοτε οδηγούν σε εθνικές τραγωδίες (όπως µε την Κύπρο) είτε πιο... ελεγχόµενες, που όµως δυναµιτίζουν το κλίµα στις σχέσεις µε την Αθήνα.
Επί προέδρου Ερντογάν, ο δίαυλος επικοινωνίας µε την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση είχε περάσει από διάφορες φάσεις. Από την πανθοµολογούµενη ηρεµία και συνεννόηση των πρώτων ετών της διακυβέρνησής του, µέχρι τη σκοτεινή επιχειρηµατολογία της τελευταίας τριετίας. Σε αυτή τη συγκυρία, η επίτευξη µιας γενικότερης ηρεµίας, χάρη εν πολλοίς στις επιλογές του πρωθυπουργού και τη συµβολή του Γιώργου Γεραπετρίτη, παρά τις διάφορες ανορθογραφίες που εµφανίζονται κατά καιρούς, σε συνδυασµό µε τη συνθήκη της ισχυροποίησης της διπλωµατικής θέσης της Ελλάδας διεθνώς, που πλέον συνιστά κατά κοινή οµολογία τον πιο αξιόπιστο εταίρο της ∆ύσης σ’ ένα κοµµάτι του πλανήτη που φλέγεται κυριολεκτικά, αλλά και η προώθηση του πληρέστερου εξοπλιστικού προγράµµατος εδώ και δεκαετίες, δίνουν τη δυνατότητα στην Αθήνα να µελετήσει καλύτερα τις επόµενες πρωτοβουλίες της. Στο πλαίσιο αυτό, στηµένα παραληρήµατα στο όνοµα µιας ξεπερασµένης πατριδοκαπηλίας, αστείες όσο και επικίνδυνες ατάκες τύπου Σαµαρά περί... µαγειρεµάτων, αλλά και παντός είδους εµµονές δεν πρέπει να έχουν θέση στην τακτική της χώρας, ή να επηρεάζουν τις αναλύσεις της ελληνικής κυβέρνησης.
Η Ελλάδα οφείλει να προασπίσει στον απόλυτο βαθµό τα συµφέροντα και τα εθνικά της δίκαια (κι αυτό φυσικά είναι αδιαµφισβήτητη σταθερά, από την οποία δεν θα πρέπει να παρεκκλίνουµε), αλλά ταυτόχρονα να κοιτάξει µπροστά µε ρεαλισµό, σοβαρότητα και γενναιότητα. Κι αν αυτό δεν γίνει πράξη µε τον πλέον σταθερό και ισχυρό πολιτικό πυλώνα της χώρας στη διακυβέρνησή της, τότε νοµίζω πως δεν θα συµβεί ποτέ, µε την υπάρχουσα κατάσταση να κληροδοτείται ως κατάρα στις επόµενες γενιές Ελλήνων.
Άλλωστε, τι νόηµα έχουν οι επαφές (τις οποίες διεξήγαγαν όλοι οι πρωθυπουργοί και όλες οι κυβερνήσεις, για να µην ξεχνιόµαστε), οι ζυµώσεις και οι διεργασίες αν εν έτει 2024 δεν οδηγήσουν σε κάποιο αποτέλεσµα; Κι αν είναι και πάλι η Τουρκία εκείνη που δεν θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, τότε η Αθήνα θα είναι και πάλι κερδισµένη, αφού θα την έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα στα µάτια της διεθνούς κοινότητας.
Χωρίς σε καµία περίπτωση να δείχνει ότι είναι εκείνη που «καίγεται» για λύση, χωρίς να δίνεται τροφή σ’ εκείνους που περιµένουν στη γωνία για να διχάσουν, λες και θα είναι οι ίδιοι που πιλοτάρουν τα Rafale ή θα αναλάβουν την πλοήγηση των Belhara, αλλά αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την προσήλωσή της στο µέλλον της περιοχής και των λαών. Και φυσικά, όλοι αυτοί οι σκληροπυρηνικοί θα πρέπει να δώσουν ουσιαστικές απαντήσεις για τις αντοχές της πατρίδας µας έναντι της προοπτικής αδιάκοπης συνέχειας της υπάρχουσας κατάστασης (µε ό,τι αυτό συνεπάγεται εθνικά, κοινωνικά και οικονοµικά) ή αν θα ήταν σώφρον να ιχνηλατηθεί το πεδίο εξεύρεσης διεξόδου.
Πάντα στη λογική της προάσπισης των εθνικών κεκτηµένων και προοπτικών και µε την αίσθηση της ασφάλειας που µας παρέχει, η αναγνώριση της επιµονής µας στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο, η ψύχραιµη αντιµετώπιση των τουρκικών προκλήσεων, οι σύγχρονες πια αµυντικές δοµές µας και οι διπλωµατικές επιτυχίες αυτής της περιόδου.
*Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή