Σε κάθε προεκλογική περίοδο στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, ένα από τα βασικά ζητούµενα στις εντός Ελλάδας αναλύσεις είναι φυσικά η διαµόρφωση του διπλωµατικού -και όχι µόνο- περιβάλλοντος στις ελληνοαµερικανικές σχέσεις σε περίπτωση επικράτησης του ενός ή του άλλου υποψηφίου στις αμερικανικές εκλογές.

Σε αυτή την κάλπη µε αντιπάλους τη Χάρις και τον Τραµπ και εν µέσω της κρίσιµης γεωστρατηγικής περιόδου στην ευρύτερη περιοχή, οι σχετικές αναλύσεις αποκτούν µεγαλύτερες διαστάσεις και ιδιαίτερη βαρύτητα. Σηµαντικός παράγων στη σχετική εξίσωση είναι διαχρονικά και οι πιθανές διαθέσεις των υποψήφιων προέδρων έναντι της Άγκυρας, πολλώ δε µάλλον σε αυτή τη συγκυρία, όπου η Τουρκία επιδιώκει να διαδραµατίσει κεντρικό ρόλο στις γενικότερες εξελίξεις. Κοινός τόπος των αναλύσεων, τόσο εντός των ελληνικών συνόρων όσο και στις ΗΠΑ (είτε από την οµογένεια είτε από άλλες εµπλεκόµενες πλευρές και προσωπικότητες από το πολιτικό, το διπλωµατικό, το οικονοµικό και το επιχειρηµατικό πεδίο), είναι πως ειδικά αυτή την εποχή, ο δίαυλος επικοινωνίας µεταξύ Αθήνας και Ουάσινγκτον θα παραµείνει ανοικτός και ισχυρός ανεξαρτήτως του τελικού νικητή.

Βλέπετε, το γεγονός ότι η Ελλάδα παραµένει κατά κοινή οµολογία ο πιο σταθερός και αξιόπιστος σύµµαχος της ∆ύσης σε µια περιοχή που φλέγεται συνιστά την απόλυτη δικλίδα ασφαλείας προς αυτή την κατεύθυνση.

Τα χρόνια που προηγήθηκαν οι αµυντικές και οικονοµικές συµφωνίες και συνέργειες µεταξύ των δύο πλευρών αλλά και η σηµειολογία της ανάδειξης των γενικότερων επαφών τους έφθασαν αδιαµφισβήτητα σ’ ένα σηµείο-σταθµό εδώ και πολλές δεκαετίες. Η αναβάθµιση της Σούδας, η τεράστια σηµασία που αποδίδουν οι Αµερικάνοι στο λιµάνι της Αλεξανδρούπολης, τα F-35, ακόµη και η ιστορική παρουσία Μητσοτάκη στο Κογκρέσο και η επίσκεψη του Αµερικανού υπουργού Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, στην παραδοσιακή οικία των Μητσοτάκηδων στα Χανιά (όπως είχε συµβεί και το 2020 µε τον Ρεπουµπλικανό Ποµπέο επί προεδρίας Τραµπ, µε τον ίδιο να πραγµατοποιεί ταξίδι-αστραπή στη χώρα µας και πριν από µερικές ηµέρες) αποτελούν µερικά µόνο ηχηρά παραδείγµατα της σηµερινής εικόνας στο κοµµάτι της συνεννόησης των δύο κρατών.

Σε αυτό το µήκος κύµατος, εξάλλου, κινήθηκε και ο πρέσβης των ΗΠΑ στη χώρα µας τις προάλλες, όπου, αν και ∆ηµοκρατικός, τόνισε πως η πορεία αυτή σε γενικές γραµµές είναι πια πλήρως αποσυνδεδεµένη από την ετυµηγορία των Αµερικανών πολιτών, έστω κι αν µοιραία υπάρξουν διαφοροποιήσεις που πιθανώς να µας «αγγίξουν» µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Μετά απ’ όλα αυτά, δεν µπορεί πραγµατικά να µην αναρωτηθεί κανείς για ποιο λόγο ορισµένες φωνές στη χώρα, µε αποκορύφωµα τον Αντώνη Σαµαρά, επιχειρούν, χάριν προσωπικών εµπαθειών περισσότερο και λιγότερο υπολογισµών, να προκαλέσουν, έστω και σε επίπεδο εσωτερικής κατανάλωσης, διαφόρων ειδών συζητήσεις για δήθεν κινδύνους και κενά στην εξωτερική πολιτική.

Νοµίζω ότι, αν άξιζε να συζητηθεί λίγο περισσότερο αυτή η παράµετρος, θα ήταν εύλογο να διευκρινιστεί για ποιο λόγο αναπτύσσεται η συγκεκριµένη ρητορική, τη στιγµή που οι… απ’ έξω µάς αποδίδουν τα εύσηµα, ενώ η ηγεσία της κυβέρνησης ξεκαθαρίζει σε όλους τους τόνους πως δεν υπάρχει ούτε κρυφή ατζέντα, ούτε διάθεση υποχωρητικότητας σε οποιοδήποτε µέτωπο. Ιδιαίτερα δε από την ώρα που τα εξοπλιστικά προγράµµατα της χώρας (προκειµένου να ενισχυθεί περαιτέρω η θέση της Ελλάδας) είναι τα πληρέστερα εδώ και πολλά χρόνια.

Νοµίζω ότι πια η ελληνική κοινωνία είναι τόσο ώριµη, ώστε να αναγνωρίζει χωρίς περιστροφές ότι σε αυτά τα θέµατα δεν χωράνε µικρότητες παντός είδους και στο πλαίσιο αυτό θα ήταν σώφρον οι φωνές αυτές να αντιµετωπίσουν την κατάσταση µε την ανάλογη σοβαρότητα. Εξαίρεση δικαιολογείται να αποτελέσουν µόνο οι µόνιµοι… γραφικοί πατριδοκάπηλοι. Τα ίδια θα µπορούσε να πει κανείς και για τον πολύ πιο προσεκτικό και µετριοπαθή σε σχέση µε τον Μεσσήνιο Κώστα Καραµανλή, που σε αντίθεση µε τις προαναφερθείσες αναλύσεις και την περιρρέουσα ατµόσφαιρα µίλησε επίσης προχθές για εύλογες ανησυχίες σε ό,τι αφορά τα εθνικά ζητήµατα.

Απλώς ελπίζουµε όλοι να θυµάται κι εκείνος ότι -όπως ο Σαµαράς συζητούσε κανονικότατα και θεσµικά µε τους Τούρκους- το ίδιο έκανε κι εκείνος, και µάλιστα ακόµη πιο συστηµατικά και συµβολικά. Μέχρι και… κουµπάροι είχαν γίνει µε τον Ερντογάν στον γάµο της κόρης του Τούρκου προέδρου, το µακρινό πια 2004…

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή