Η επιλογή του προσώπου, που προτάσσεται από τον εκάστοτε πρωθυπουργό, για την Προεδρία της ∆ηµοκρατίας ήταν ανέκαθεν µια συζήτηση που κατά βάση πραγµατοποιούνταν όχι µε όρους πολιτικής αλλά παραπολιτικής. Σε αυτό, φυσικά, συνετέλεσε καθοριστικά το γεγονός της µη άσκησης από τον ανώτατο άρχοντα ουσιαστικής διακυβέρνησης αλλά και της φθοράς που υπέστη ο θεσµός εξαιτίας περιπτώσεων που οι έχοντες το συγκεκριµένο αξίωµα δεν µπόρεσαν για τον έναν ή τον άλλο λόγο να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.

Η παράµετρος αυτή απέκτησε ακόµη µεγαλύτερες διαστάσεις, όταν εισήλθε στη σχετική εξίσωση η -χάριν της συµβολικής συναίνεσης των κοινοβουλευτικών δυνάµεων γύρω από τον πολιτειακό παράγοντα που σηµειολογικά εκφράζει την ενότητα των Ελλήνων- παράδοση που δηµιουργήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες για την ανάληψη της Προεδρίας της ∆ηµοκρατίας από ένα προβεβληµένο πολιτικό στέλεχος της αντίπαλης παράταξης από εκείνη που βρίσκεται στα πράγµατα. Όµως, ακόµη κι αυτή η ιστορική εξέλιξη δεν ήταν αποτέλεσµα µια ωρίµασης του πολιτικού συστήµατος, αλλά µια… αλήστου µνήµης ντρίµπλα του αείµνηστου Ανδρέα Παπανδρέου προκειµένου να αποφύγει τις πρόωρες εκλογές το 1995 (και µια πιθανή ήττα από τη Ν∆ του Μιλτιάδη Έβερτ), έπειτα από µια µαεστρική κάθετη πάσα του τότε προέδρου της Πολιτικής Άνοιξης, Αντώνη Σαµαρά. Έστω κι αν η περίπτωση του Κωστή Στεφανόπουλου συνδέθηκε µε µερικές από τις πιο σηµαντικές εικόνες στην ιστορία του θεσµού, από την περίοδο που ο Πρόεδρος έχασε το σηµαντικότερο κοµµάτι των αρµοδιοτήτων του και µετά.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου βέβαια είχε προβεί σε αντίστοιχες ενέργειες και νωρίτερα, όταν την τελευταία κυριολεκτικά στιγµή επέλεξε τον Χρήστο Σαρτζετάκη αντί της σχεδόν συµφωνηµένης παραµονής στην Ηρώδου Αττικού του Εθνάρχη Κωνσταντίνου Καραµανλή. Φυσικά, το πιο τρανό παράδειγµα πολιτικής εκµετάλλευσης µιας διαδικασίας για την εκλογή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας ήταν τα γεγονότα του Ιανουαρίου του 2015, όταν η αδυναµία να περάσει η πρόταση του Αντώνη Σαµαρά, που τότε βρισκόταν στην πρωθυπουργία, για τον Σταύρο ∆ήµα έφερε τις κάλπες εκείνης της χρονιάς µε τον Αλέξη Τσίπρα να αναδεικνύεται νικητής, µετά την πτώση της συγκυβέρνησης Ν∆ - ΠΑΣΟΚ. Ακολούθως, ο ίδιος επέλεξε τον Προκόπη Παυλόπουλο, για τη θητεία του οποίου εκφράστηκαν ουκ ολίγες ενστάσεις από τον χώρο τον οποίο προέρχεται µε φόντο τη στάση του και τα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι του δηµοψηφίσµατος αλλά και στη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε πριν από πέντε χρόνια την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ως πρώτη γυναίκα η οποία καταλαµβάνει το ύπατο πολιτειακό αξίωµα και εν είδει αναγνώρισης στο πρόσωπό της συνολικά των λειτουργών της ∆ικαιοσύνης. Μάλιστα η συνθήκη µε βάση την οποία επρόκειτο για ένα πρόσωπο αποφορτισµένο πολιτικά οδήγησε στην ευρύτερη αποδοχή της υποψηφιότητάς της από το Κοινοβούλιο.

Ωστόσο, σε αυτή την πενταετία που µεσολάβησε κατέστη σαφές γιατί σε κρίσιµες περιόδους, σαν κι αυτή που διανύουµε οικονοµικά, γεωστρατηγικά και οικονοµικά, η παρουσία ενός προβεβληµένου πολιτικού στελέχους στον προεδρικό θώκο είναι απαραίτητη - ακόµη και σε ένα αξίωµα περιορισµένων αρµοδιοτήτων αλλά µεγάλης σηµειολογικής σηµασίας. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι τα σενάρια περί παραµονής της Κατερίνας Σακελλαροπούλου που επανέρχονται τελευταία όχι µόνο αντιβαίνουν στην πραγµατικότητα και τις ανάγκες που έχουν διαµορφωθεί, αλλά ταυτόχρονα δεν εξυπηρετούν ούτε τις εθνικές στοχεύσεις ούτε ακόµη και την πιο… ταπεινή πολιτικά επιδίωξη της συσπείρωσης και της διατήρησης της εσωτερικής συνοχής του κυβερνώντος κόµµατος και τη βάσης των ψηφοφόρων του. ∆εν ήταν µόνο η παρουσία της στα επινίκια για την ψήφιση του γάµου των οµόφυλων ζευγαριών, η οποία ανεξαρτήτως της άποψης που µπορεί να έχει κανείς και της αδιαµφισβήτητης συζήτησης περί ανθρωπίνων δικαιωµάτων εκρίθη πως ήταν µια αχρείαστη απόφαση και εκ του περισσού πρωτοβουλία. Ήταν και η έλλειψη στίγµατος στα Ελληνοτουρκικά ή στην κριτική που της ασκήθηκε από την αντιπολίτευση για τη στάση της στο θέµα των υποκλοπών. Ιδιαίτερα για το τελευταίο, το µήνυµα της αντίδρασής της θα έπρεπε να είναι πιο δυναµικό και σαφές µε κάποιο τρόπο, πολλώ δε µάλλον από την ώρα που σε θεσµικό επίπεδο και σε ό,τι αφορά το πρόσωπό της (όχι την ουσία του πράγµατος) οι αντιπολιτευτικές αιτιάσεις περί ανάληψης δράσης από την ίδια (έστω και συµβολικά) δεν είχαν καµία νοµική, συνταγµατική και πολιτική βάση.

Στο πλαίσιο αυτό, η αναζήτηση διαδόχου είναι πια επιβεβληµένη απ΄ όλες τις απόψεις. Σε αυτή τη φάση, περίπτωση που να ενώνει αρχικά την Κοινοβουλευτική Οµάδα της Ν∆ και στη συνέχεια τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάµεις και να µην έχει «γαλάζιο» παρελθόν δεν υπάρχει, τουλάχιστον, στο πεδίο των ευρέως γνωστών πιθανώς υποψηφιοτήτων. ∆εν είναι τυχαίο ότι ο πρωθυπουργός φαίνεται εδώ και πολύ καιρό να προσανατολίζεται για πρώτη φορά στη λύση ενός κεντροδεξιού προσώπου, που µε δεδοµένο ότι δεν θα τύχει θερµής αποδοχής, τουλάχιστον, δεν θα αναζωπυρώνει τα πάθη… Εκτός κι αν αντί… ∆ένδια ή Τασούλα προκύψει χάριν της προσέγγισης µε το ΠΑΣΟΚ, διά παν ενδεχόµενο, ένα σκηνικό τύπου Στουρνάρα µε το ρίσκο των «γαλάζιων» διαρροών.