Η µεσολάβηση των ηµερών µετά τις µεγάλες συγκεντρώσεις σε όλη την Ελλάδα για την τραγωδία των Τεµπών θα έπρεπε ουσιαστικά να ισοδυναµεί µε µια πιο ψύχραιµη ανάλυση από το σύνολο των πολιτικών κοµµάτων για τον τρόπο µε τον οποίο θα έπρεπε να διαχειριστούν αυτή τη συνθήκη, αλλά και τις δηµοσιογραφικές αποκαλύψεις που ακολούθησαν.

Κι όµως, µέχρι σήµερα άπαντες δείχνουν χαµένοι στις σκέψεις και τους εν πολλοίς ανούσιους σχεδιασµούς που επιχειρούν να καταστρώσουν, αδυνατώντας να αντιληφθούν τον πραγµατικό αντίκτυπο σε επίπεδο κοινωνίας, αλλά και να ιχνηλατήσουν τα µελλούµενα. Σε ό,τι αφορά τα «γαλάζιας» απόχρωσης συµπεράσµατα, η αµηχανία, η φοβία, η ατολµία, ενίοτε και η ανεπάρκεια των σχετικών γνώσεων µε τις οποίες ορισµένα κυβερνητικά στελέχη προσεγγίζουν το θέµα συνιστούν βούτυρο στο ψωµί του λαϊκισµού, µε τις δυνάµεις που τον εκφράζουν να εµφανίζονται ως οι αποκλειστικά ευνοηµένες από τα γεγονότα της τελευταίας εβδοµάδας.

Την ίδια στιγµή, κάποιοι άλλοι λάµπουν διά της απουσίας τους, παρατηρώντας -κατά την προσφιλή τους συνήθεια σε αντίστοιχες κρίσεις- από απόσταση ασφαλείας τις εξελίξεις και αφήνοντας άλλους να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά. Παρεµπιπτόντως, αυτοί οι… άλλοι ίσως θα ήταν προτιµότερο να µονοπωλήσουν την υπεράσπιση των κυβερνητικών θέσεων, καθώς -πέραν της κοινής πεποίθησης ότι ήταν οι µόνοι που το είχαν κάνει συνειδητά στο παρελθόν-, επιχειρούν όλο αυτό το διάστηµα να θέσουν την αντίστοιχη ρητορική και τη στρατηγική στη σωστή τους βάση. Στην απόκρουση δηλαδή της επιχειρηµατολογίας της αντιπολίτευσης κι ενός σηµαντικού τµήµατος της κοινής γνώµης περί συγκάλυψης των αιτιών της τραγωδίας µε σφραγίδα του Μεγάρου Μαξίµου. Πρόκειται για το µέτωπο που -σύµφωνα µε όλες τις µετρήσεις- η κοινή γνώµη κάθε άλλο παρά έχει πειστεί για τις προθέσεις της ηγεσίας της κυβέρνησης να δροµολογήσει το σύνολο των απαραίτητων ενεργειών οι οποίες της αναλογούν θεσµικά στην πορεία για την αποκάλυψη της αλήθειας.

Η επιµονή σε αυτόν τον παράγοντα µε αξιόπιστο δηµόσιο λόγο και ψυχραιµία (εφόσον, βεβαίως, τα στοιχεία αυτά µπορούν να στηριχθούν από την πραγµατικότητα) είναι η µοναδική διέξοδος για να αλλάξουν το κλίµα και ο βαθµός εµπιστοσύνης των πολιτών, αλλά και να διαµορφωθούν οι συνθήκες εκείνες που θα οδηγήσουν σε αποφυγή των λαϊκών δικαστηρίων και της ενίσχυσης των λαϊκιστικών φωνών, µε µοιραίο αποτέλεσµα την αποσταθεροποίηση της χώρας σε ένα -ούτως ή άλλως- τόσο ρευστό διεθνές περιβάλλον, καθώς και την υποθήκευση της προοπτικής της αλλά και των βηµάτων προς τα εµπρός που έγιναν τα προηγούµενα χρόνια.

Αλλά και η αντιπολίτευση (αξιωµατική και µη) φαίνεται να αδυνατεί να αναπτύξει ένα αφήγηµα το οποίο θα καταστήσει σοβαρή και αποτελεσµατική την επιχειρηµατολογία και την τακτική της στα µάτια των πολιτών. Τα «ήξεις, αφήξεις» του Νίκου Ανδρουλάκη, ο ανταγωνισµός για το ποιος θα σηκώσει πρώτος το λάβαρο των κοινοβουλευτικών πρωτοβουλιών απέναντι στην κυβέρνηση και η… τυφλή και παλαιοµοδίτικη επιλογή του τσουβαλιάσµατος προσώπων και καταστάσεων, είτε πρόκειται για την Προανακριτική Επιτροπή είτε ακόµη για την πρόταση δυσπιστίας, όχι µόνο απογοητεύουν τους πολίτες, αλλά αποτελούν µια ακόµη αιτία (ίσως και τη σηµαντικότερη, µε φόντο την έλλειψη αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης) της διαρκούς δηµοσκοπικής δυναµικής κοµµάτων όπως αυτό της Ζωής Κωνσταντοπούλου και κυρίως αυτά των Βελόπουλου και Λατινοπούλου. Αν η εικόνα αυτή δεν αναχαιτιστεί, τότε η πιθανότητα όχι πια µόνο ενός νέου κύκλου οικονοµικής κρίσης αλλά και έντονης κοινωνικής αναζήτησης, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται, θα είναι όχι µόνο ορατή αλλά σχεδόν… πανίσχυρη.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή