Το µεγάλο διακύβευµα της προσεχούς Παρασκευής, πέραν του ηχηρού µηνύµατος για την απονοµή της δικαιοσύνης στην υπόθεση των Τεµπών, δεν είναι άλλο από την ανάγκη ανάδειξης της κοινωνικής ωριµότητας που -άπαντες συνοµολογούν- έχει έλθει στη χώρα τα τελευταία χρόνια ως αποτέλεσµα και… επώδυνο µάθηµα των περιπετειών που περάσαµε την προηγούµενη δεκαετία, και η οποία πλέον πρέπει να φανεί πιο ξεκάθαρα από ποτέ.

Την ώρα που ο παλαιοκοµµατικού τύπου παροξυσµός έχει επιστρέψει στην καθηµερινότητα ως επανεµφάνιση µιας παιδικής ασθένειας, και µάλιστα στην πιο περίπλοκη µορφή της, οι Έλληνες πολίτες που θα διαδηλώσουν καλούνται να καταδείξουν ότι ως κοινωνία µπορούµε να διεκδικούµε, να απαιτούµε το αυτονόητο και -ναι, γιατί όχι;- να δείχνουµε τον δρόµο στους πυλώνες του πολιτεύµατος, όταν αισθανόµαστε ότι βαδίζουν χωρίς πυξίδα, αλλά σε καµία περίπτωση να παίξουµε επικίνδυνα παιχνίδια µε το ίδιο το παρόν και το µέλλον της χώρας, θέτοντας σε αµφισβήτηση τις κατακτήσεις ετών και αγώνων.

Πρόκειται για στοιχεία τα οποία δεν πρέπει να χαριστούν σε όποιον εποφθαλµιά το πρόσκαιρο µικροκοµµατικό ή προσωπικό όφελος, ειδικά σε µια χρονική στιγµή κατά την οποία η διεθνής σκηνή φλέγεται στην κυριολεξία και µέσα σ’ αυτό τον χαµό η Ελλάδα για πρώτη φορά στα χρονικά συνιστά φωτεινή εξαίρεση οµαλότητας. Η διατήρηση της πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας, παράλληλα µε την εκποµπή του µηνύµατος για άµεσες αλλαγές και προσαρµογή της λειτουργίας των µεγάλων θεσµών και των σηµαντικών υπηρεσιών και δοµών της χώρας στα πρότυπα της προοπτικής που έχει δηµιουργηθεί µετά την έξοδο από την περιπέτεια των µνηµονίων και το τέλος της εποχής του λαϊκισµού, είναι το µεγαλύτερ ο στοίχηµα σε ό,τι αφορά τη στιγµή της εξόδου από την παρούσα κατάσταση, µε φόντο την απόδοση δικαιοσύνης για τα Τέµπη.

Και εδώ είναι που η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει την µεγαλύτερη ευθύνη. Αφενός οφείλει να θυµηθεί το παραγωγικό πρώτο διάστηµα της πορείας της στην εξουσία, και αφετέρου να αφήσει στην άκρη τα προφανή λάθη στο µέτωπο της διαχείρισης της υπόθεσης, που την κατέστησαν έρµαιο σε κάθε συνωµοσιολόγο και εγχώριο -παντός είδους- καιροσκόπο που βρήκε την ευκαιρία να δώσει στίγµα και να προκαλέσει συνθήκες αναταραχής, το µοναδικό δηλαδή περιβάλλον στο οποίο µπορούν να ευδοκιµήσουν οι εκπρόσωποι των αντίστοιχων λογικών και πρακτικών.

Πλέον είναι σαφές ότι η επικρατούσα άποψη σ’ ένα σηµαντικό κοµµάτι κυβερνητικών στελεχών πως «ελλείψει σοβαρού αντιπάλου ξεπερνιούνται τα πάντα» και πως «ουδείς µπορεί να µας καταδιώξει πολιτικά» είτε θα µπουν µια για πάντα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας είτε θα οδηγήσουν εκεί την ίδια την κυβέρνηση και τα πεπραγµένα της τελευταίας τετραετίας, µαζί µε την όποια αισιοδοξία για την κοινωνία.

Η φθορά του έκτου χρόνου δεν µπορεί να συγκριθεί µ’ εκείνη του δεύτερου και του τρίτου, καθώς αφήνει για τα καλά τα σηµάδια της, τα οποία, αν δεν υπάρξει ανάλογη µέριµνα, µπορεί να µην επουλωθούν ποτέ. Πολλώ δε µάλλον όταν οι θετικές εξελίξεις στην οικονοµία επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη δοκιµάζονται σκληρά από την επέλαση της ακρίβειας, της αισχροκέρδειας και των εισαγόµενων κρίσεων.

Όµως εδώ, η όποια στραβοτιµονιά δεν θα ισοδυναµεί µε µια εναλλαγή στην εξουσία όµοια µε αυτές που είχαµε συνηθίσει στη µεταπολίτευση. Το οφθαλµοφανές σενάριο σε αυτό το κάδρο που έχουµε µπροστά µας είναι µια πιθανή αποσταθεροποίηση µε απροσδιόριστες συνέπειες που θα φέρει και πάλι στην πρώτη γραµµή τις δυνάµεις του λαϊκισµού και της πολιτικής παραφροσύνης που έχουν ήδη στρώσει το χαλί της µεγάλης αντεπίθεσης.

Ως εκ τούτου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσωπικά και οι κορυφαίοι υπουργοί οφείλουν να δείξουν άµεσα ανακλαστικά και να αντιδράσουν µε συγκεκριµένες ενέργειες και πρωτοβουλίες, οι οποίες θα πρέπει να οδηγούν σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη στόχευση θα πρέπει να είναι η αποδόµηση της επιχειρηµατολογίας περί συγκάλυψης στα Τέµπη, στον βαθµό βεβαίως που αυτό είναι εφικτό, δεδοµένης της άποψης που έχει αποτυπωθεί για τα καλά στην κοινωνία. Η δεύτερη είναι η εκ νέου καλλιέργεια της εικόνας µιας κυβέρνησης που σηκώνει και πάλι τα µανίκια για να κάνει τη δουλειά της. Να κυβερνήσει δηλαδή και να λύσει µεγάλα και µικρότερα προβλήµατα.

Αυτός είναι ο µοναδικός δρόµος για να µη γυρίσει η Ελλάδα σε πέτρινα χρόνια. Και στο ενδεχόµενο αυτό δεν θα έχει σηµασία καµία διαφορά από τον δεύτερο και καµία καταλληλότητα για την πρωθυπουργία...

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή στις 26/02/2025