Για τη χώρα και την πολιτική τους επιβίωση…
Άρθρο γνώμης
Βρισκόµαστε προ του κινδύνου της απόλυτης ρευστοποίησης και της ανάδυσης λαϊκιστικών ρευµάτων, αλλά η Ελλάδα δεν διαθέτει ούτε αντοχές ούτε αντισώµατα για την ακυβερνησία και την αστάθεια

Τη δική της πολιτική… επανάσταση, µία ηµέρα µετά την επέτειο της Εθνικής Παλιγγενεσίας, θα επιδιώξει να ξεκινήσει από σήµερα η κυβέρνηση, µιάµιση εβδοµάδα ακριβώς µετά τον τελευταίο ανασχηµατισµό και στον απόηχο των διαδοχικών µετρήσεων της περασµένης εβδοµάδας, όπου το περιβόητο «restart» φαίνεται να καθίσταται πιο αναγκαίο από ποτέ.
Ο πρωθυπουργός είναι διατεθειµένος να βγει και πάλι µπροστά, ωστόσο το one-man-show σε αυτή τη συγκυρία, δεν µπορεί σε καµία περίπτωση να είναι αρκετό. Θα χρειαστεί ενεργοποίηση των πάντων, µακριά από τις παιδικές ασθένειες του πρόσφατου παρελθόντος, όπως η µοιραία αλαζονεία ή οι προσωπικές στρατηγικές, καθώς και συστράτευση του συνόλου του στελεχιακού δυναµικού και κατ’ επέκταση της κοµµατικής βάσης.
Βλέπετε, ουδείς πλέον υπό τις παρούσες συνθήκες και στη σκιά του κορυφαίου ηθικά (εκτός των άλλων) θέµατος των Τεµπών δεν είναι διατεθειµένος να συνεχίσει να δίνει µάχες, και δη εκείνη των εκλογών όταν θα έρθει η ώρα, για να ζουν ορισµένοι τον µύθο που θεωρούν ότι τους χρωστάει η ζωή, η πατρίδα και η παράταξη. Πρόκειται -αν µη τι άλλο- για µία δύσκολη εξίσωση, τηρουµένων των αναλογιών, καθώς είναι µαθηµατικώς βέβαιο ότι τα στελέχη του υπουργικού συµβουλίου στο µέσο της παρούσας κυβερνητικής θητείας και στον έκτο χρόνο της «γαλάζιας» διακυβέρνησης, επιχειρούν να κάνουν τα… κουµάντα τους για το µέλλον και κυρίως για το επόµενο µεγάλο ραντεβού µε τους εσωκοµµατικούς τους ανταγωνιστές.
∆υστυχώς, όσοι πιστέψουν ότι οι παροχές τις οποίες θα εξαγγείλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης σήµερα κι εκείνες που θα ακολουθήσουν µέχρι την επικείµενη ∆ΕΘ, καθώς και η έλλειψη σοβαρής εναλλακτικής πρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας είναι ικανές, για να οδηγήσουν στην αντιστροφή του γενικότερου κλίµατος και την ολική επαναφορά του αισθήµατος ασφάλειας σε όλους τους τοµείς του δηµόσιου βίου, τότε µάλλον είναι απολύτως εκτός τόπου και χρόνου.
Για να γυρίσει πρώτα ο πληγωµένος νεοδηµοκράτης και στη συνέχεια να προκύψει επανασυσπείρωση των κοινωνικών δυνάµεων, οι οποίες αποτέλεσαν τα συστατικά του 41% του 2023, πριν και πέρα απ’ όλα απαιτείται επίδειξη ενσυναίσθησης και ακολούθως ενίσχυση της… πολιτικότητας στο Μέγαρο Μαξίµου, ένα στοιχείο που τόσο έλειψε τον τελευταίο ενάµιση χρόνο. Παρακολούθηση επίσης του κυβερνητικού έργου σε επίπεδο ουσίας και παραγωγής απτού αποτελέσµατος, τόσο σε ό,τι αφορά το κοµµάτι της υλοποίησης του σχεδιασµού όσο και στην καλλιέργεια αντίστοιχης περιρρέουσας ατµόσφαιρας. Καλά τα µπλε κουτάκια και τα µαθηµατικά, αλλά εδώ το παιχνίδι έχει περάσει ξεκάθαρα σε άλλη πίστα.
Αν λοιπόν το πρωθυπουργικό σύστηµα αφενός και τα κυβερνητικά στελέχη αφετέρου δεν συνειδητοποιήσουν ότι ανεξαρτήτως της πρωτιάς, της φθοράς ή των άλλων δηµοσκοπικών στοιχείων, η χώρα βρίσκεται προ του κινδύνου της απόλυτης ρευστοποίησης του πολιτικού συστήµατος και της ανάδυσης λαϊκιστικών ρευµάτων, µε τα οποία τα ανάλογα παραδείγµατα της Ευρώπης θα φαντάζουν… όαση, τότε απλώς δεν αντιλαµβάνονται ότι -εκτός από τη χώρα- τίθεται εν αµφιβόλω και η ίδια η ύπαρξή τους στο σηµερινό σκηνικό. Άλλωστε, σε µια σαφή και δίχως περιστροφές τοποθέτηση σχετικά µε το… όραµα της πλατείας και των εντός Βουλής εκφραστών της, η Ζωή Κωνσταντοπούλου ουσιαστικά προειδοποίησε την κυβερνητική πλειοψηφία ότι οι µισοί και βάλε βουλευτές της δεν θα είναι στα κοινοβουλευτικά έδρανα µετά τις επόµενες κάλπες.
Η προοπτική αυτή, έστω και µε τη Ν∆ στην πρώτη θέση, θα ισοδυναµεί µε την περιλάλητη… ιταλοποίηση της πολιτικής κατάστασης, χωρίς φυσικά να υφίστανται στην περίπτωσή µας ούτε οι αντοχές της βιοµηχανικής υπερδύναµης που βρίσκεται δίπλα µας ούτε οι συνθήκες και οι νοοτροπίες κρατών που βρίσκονται βορειότερα, όπως το Βέλγιο και η Γερµανία, που µπορούν εκ προοιµίου να αναπτύξουν αντισώµατα στην ακυβερνησία και την αστάθεια.
Ως εκ τούτου, πέραν της ιστορίας της παράταξης και την προσωπική πολιτική επιβίωση, το διακύβευµα για το κυβερνητικό σχήµα και τον πρωθυπουργό είναι εδώ και λίγους µήνες πολύ πιο κρίσιµο και ζωτικό και παραπέµπει (αν δεν υπάρξουν άµεσα αντανακλαστικά) σ’ εκείνο της προηγούµενης δεκαετίας. Και υπό την παρούσα συγκυρία, ουδείς άλλος µπορεί να πάρει στις π λάτες του αυτή την ευθύνη…
Ο πρωθυπουργός είναι διατεθειµένος να βγει και πάλι µπροστά, ωστόσο το one-man-show σε αυτή τη συγκυρία, δεν µπορεί σε καµία περίπτωση να είναι αρκετό. Θα χρειαστεί ενεργοποίηση των πάντων, µακριά από τις παιδικές ασθένειες του πρόσφατου παρελθόντος, όπως η µοιραία αλαζονεία ή οι προσωπικές στρατηγικές, καθώς και συστράτευση του συνόλου του στελεχιακού δυναµικού και κατ’ επέκταση της κοµµατικής βάσης.
Βλέπετε, ουδείς πλέον υπό τις παρούσες συνθήκες και στη σκιά του κορυφαίου ηθικά (εκτός των άλλων) θέµατος των Τεµπών δεν είναι διατεθειµένος να συνεχίσει να δίνει µάχες, και δη εκείνη των εκλογών όταν θα έρθει η ώρα, για να ζουν ορισµένοι τον µύθο που θεωρούν ότι τους χρωστάει η ζωή, η πατρίδα και η παράταξη. Πρόκειται -αν µη τι άλλο- για µία δύσκολη εξίσωση, τηρουµένων των αναλογιών, καθώς είναι µαθηµατικώς βέβαιο ότι τα στελέχη του υπουργικού συµβουλίου στο µέσο της παρούσας κυβερνητικής θητείας και στον έκτο χρόνο της «γαλάζιας» διακυβέρνησης, επιχειρούν να κάνουν τα… κουµάντα τους για το µέλλον και κυρίως για το επόµενο µεγάλο ραντεβού µε τους εσωκοµµατικούς τους ανταγωνιστές.
∆υστυχώς, όσοι πιστέψουν ότι οι παροχές τις οποίες θα εξαγγείλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης σήµερα κι εκείνες που θα ακολουθήσουν µέχρι την επικείµενη ∆ΕΘ, καθώς και η έλλειψη σοβαρής εναλλακτικής πρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας είναι ικανές, για να οδηγήσουν στην αντιστροφή του γενικότερου κλίµατος και την ολική επαναφορά του αισθήµατος ασφάλειας σε όλους τους τοµείς του δηµόσιου βίου, τότε µάλλον είναι απολύτως εκτός τόπου και χρόνου.
Για να γυρίσει πρώτα ο πληγωµένος νεοδηµοκράτης και στη συνέχεια να προκύψει επανασυσπείρωση των κοινωνικών δυνάµεων, οι οποίες αποτέλεσαν τα συστατικά του 41% του 2023, πριν και πέρα απ’ όλα απαιτείται επίδειξη ενσυναίσθησης και ακολούθως ενίσχυση της… πολιτικότητας στο Μέγαρο Μαξίµου, ένα στοιχείο που τόσο έλειψε τον τελευταίο ενάµιση χρόνο. Παρακολούθηση επίσης του κυβερνητικού έργου σε επίπεδο ουσίας και παραγωγής απτού αποτελέσµατος, τόσο σε ό,τι αφορά το κοµµάτι της υλοποίησης του σχεδιασµού όσο και στην καλλιέργεια αντίστοιχης περιρρέουσας ατµόσφαιρας. Καλά τα µπλε κουτάκια και τα µαθηµατικά, αλλά εδώ το παιχνίδι έχει περάσει ξεκάθαρα σε άλλη πίστα.
Αν λοιπόν το πρωθυπουργικό σύστηµα αφενός και τα κυβερνητικά στελέχη αφετέρου δεν συνειδητοποιήσουν ότι ανεξαρτήτως της πρωτιάς, της φθοράς ή των άλλων δηµοσκοπικών στοιχείων, η χώρα βρίσκεται προ του κινδύνου της απόλυτης ρευστοποίησης του πολιτικού συστήµατος και της ανάδυσης λαϊκιστικών ρευµάτων, µε τα οποία τα ανάλογα παραδείγµατα της Ευρώπης θα φαντάζουν… όαση, τότε απλώς δεν αντιλαµβάνονται ότι -εκτός από τη χώρα- τίθεται εν αµφιβόλω και η ίδια η ύπαρξή τους στο σηµερινό σκηνικό. Άλλωστε, σε µια σαφή και δίχως περιστροφές τοποθέτηση σχετικά µε το… όραµα της πλατείας και των εντός Βουλής εκφραστών της, η Ζωή Κωνσταντοπούλου ουσιαστικά προειδοποίησε την κυβερνητική πλειοψηφία ότι οι µισοί και βάλε βουλευτές της δεν θα είναι στα κοινοβουλευτικά έδρανα µετά τις επόµενες κάλπες.
Η προοπτική αυτή, έστω και µε τη Ν∆ στην πρώτη θέση, θα ισοδυναµεί µε την περιλάλητη… ιταλοποίηση της πολιτικής κατάστασης, χωρίς φυσικά να υφίστανται στην περίπτωσή µας ούτε οι αντοχές της βιοµηχανικής υπερδύναµης που βρίσκεται δίπλα µας ούτε οι συνθήκες και οι νοοτροπίες κρατών που βρίσκονται βορειότερα, όπως το Βέλγιο και η Γερµανία, που µπορούν εκ προοιµίου να αναπτύξουν αντισώµατα στην ακυβερνησία και την αστάθεια.
Ως εκ τούτου, πέραν της ιστορίας της παράταξης και την προσωπική πολιτική επιβίωση, το διακύβευµα για το κυβερνητικό σχήµα και τον πρωθυπουργό είναι εδώ και λίγους µήνες πολύ πιο κρίσιµο και ζωτικό και παραπέµπει (αν δεν υπάρξουν άµεσα αντανακλαστικά) σ’ εκείνο της προηγούµενης δεκαετίας. Και υπό την παρούσα συγκυρία, ουδείς άλλος µπορεί να πάρει στις π λάτες του αυτή την ευθύνη…
*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»