Την ώρα που η κυβέρνηση δείχνει, σύµφωνα µε τις τελευταίες µετρήσεις, να παίρνει ανάσα (αν είναι βαθιά ή όχι θα το δείξουν ο χρόνος και η αριθµητική) µετά τη λαίλαπα των Τεµπών και το αφήγηµα που επιχειρείται να προβληθεί περί... Μητσοτάκη ή χάους δείχνει να πείθει -και µε τη συνδροµή της ανόδου της Ζωής Κωνσταντοπούλου φυσικά- ένα σηµαντικό κοµµάτι «θεσµικών» ψηφοφόρων, φαίνεται ξεκάθαρα πλέον πως το µεγάλο διακύβευµα για τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση σε αυτήν τη συγκυρία δεν είναι άλλο από το να ΚΥΒΕΡΝΗΘΕΙ κανονικά η χώρα, µε φόντο τα όσα συµβαίνουν εντός κι εκτός συνόρων.

Ήδη, οι εξαγγελίες του προηγούµενου διαστήµατος για τις µισθολογικές αυξήσεις στα στελέχη των Ενόπλων ∆υνάµεων -έστω κι αν επικοινωνιακά υπονοµεύτηκαν από το όψιµο άγχος που έπιασε ορισµένους κυβερνητικούς προκειµένου να επιταχυνθούν οι δροµολογηµένες αντίστοιχες παρεµβάσεις και στις υπόλοιπες κατηγορίες ένστολων- αλλά και το γεωστρατηγικό ορόσηµο µε την εµπλοκή αµερικανικών κολοσσών στα νότια της Κρήτης, ήταν αν µη τι άλλο δύο ισχυρά δείγµατα γραφής που θύµισαν την πρώτη τετραετία Mητσοτάκη.

Το ίδιο ισχύει και στο µέτωπο των εξοπλισµών και της υπενθύµισης των σηµαντικών συµµαχιών της χώρας µε την αναβάθµιση της συνεργασίας µε τον γαλλικό παράγοντα. Οι κινήσεις αυτές και η συνέχειά τους µε την ίδια ή ακόµη µεγαλύτερη ορµή στις περιπτώσεις που χρειάζεται, συνιστούν την καλύτερη παρακαταθήκη σε ό,τι αφορά την προσπάθεια του Μεγάρου Μαξίµου να οδηγηθούν και πάλι τα ποσοστά της Ν∆ στα µεγέθη αρχικά των ευρωεκλογών και στη συνέχεια -εφόσον συντρέξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις ακόµη ψηλότερα.

Ως εκ τούτου, θα πρέπει άπαντες να συσπειρωθούν γύρω από το εν λόγω εγχείρηµα, πολλώ δε µάλλον µε δεδοµένη τη ρευστότητα που επικρατεί στο εξωτερικό, αλλά και τον ορατό κίνδυνο της επέλασης µιας νέας µορφής λαϊκισµού στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Η παράµετρος αυτή είναι κοµβική για το µέλλον της χώρας και της κυβερνώσας παράταξης και θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουν άµεσα εκείνοι (οι µεγαλόσχηµοι) που καταδεικνύουν ότι ακόµη είναι… αραχτοί στις δάφνες της εξαετούς διακυβέρνησης και ήρεµοι ελλείψει σοβαρής εναλλακτικής πρότασης από την αντιπολίτευση, τουλάχιστον µε θεσµικά χαρακτηριστικά. Σε µια περίεργη, µάλιστα, συνθήκη, είναι οι ίδιοι που… τρόµαξαν µε τον αριθµό των πολιτών οι οποίοι διαδήλωναν για τα Τέµπη και οι ίδιοι που επικαλούντο εναγωνίως την ανάγκη διατήρησης της σταθερότητας της χώρας. Αν θεωρούν ότι επειδή η Ν∆ τσίµπησε µία µoνάδα στις δηµοσκοπήσεις, τότε µπορούν να κοιµούνται ήσυχοι και να καταστρώνουν τα σχέδιά τους για τη… µακρινή, όπως φαίνεται, µετά Μητσοτάκη εποχή ή για το πώς θα επωφεληθούν και θα κερδίσουν έδαφος έναντι πραγµατικών ή φαντασιακών εσωτερικών εχθρών, είναι πραγµατικά εκτός τόπου και χρόνου, τα όρια της ακαταλληλότητας.

Οι θιασώτες της λογικής αυτής δεν έχουν καταλάβει, και ιδιαίτερα µετά τα τελευταία γεγονότα, ότι η κοινωνία, το οργισµένο κοµµάτι της οποίας εκφράζεται κατά κύριο λόγο σήµερα από τη ρητορική της Ζωής Κωνσταντοπούλου, έχει δύναµη και επιρροή ασύγκριτη µε το σύνολο των ούτως ή άλλως αδύναµων στην παρούσα χρονική στιγµή κοµµάτων της αντιπολίτευσης κι αν βρεθεί µαζικά απέναντι στην κυβέρνηση, υπό την πίεση καταστάσεων όπως η ακρίβεια ή η στεγαστική κρίση, τότε τα περιθώρια κινήσεων και πρωτοβουλιών απλώς θα έχουν εξανεµιστεί και η χώρα θα έχει εισέλθει σε µια επικίνδυνη περιδίνηση.

Από εκεί και πέρα είναι σαφές, όσο τίποτα άλλο, πως ο καλύτερος σύµµαχος των κυβερνώντων σε κάθε κρίσιµη ώρα δεν είναι άλλος από το στελεχιακό δυναµικό και τη βάση της Ν∆, που οφείλουν να µην αισθάνονται παρίες στο σύστηµα εξουσίας. Αυτό δεν ισοδυναµεί µε παλαιοκοµµατικού τύπου ρουσφέτια ή άλλου είδους… εξυπηρετήσεις, αλλά µε την έµπρακτη απόδειξη ότι υπολογίζονται από τα υψηλά κλιµάκια. Ενίοτε, άλλωστε, είναι οι καλύτεροι αγωγοί για τη µεταφορά προς τα πάνω των κοινωνικών ρευµάτων και µηνυµάτων, σε αντίθεση µε ορισµένες αυθεντίες που δεν πήραν χαµπάρι τι γινόταν στα social media στις µεγάλες κινητοποιήσεις του προηγούµενου διαστήµατος.

*Δημοσιεύτηκε στην «Απογευματινή»