Ήρθε η ώρα του… Καραµανλή λοιπόν σε ό,τι αφορά την τραγωδία των Τεµπών, σε µια επί της ουσίας προαναγγελθείσα εξέλιξη στο πεδίο της δικαστικής διερεύνησης αλλά και των σχετικών πολιτικών ζυµώσεων. Το γεγονός αυτό, ανεξαρτήτως της επίδρασης που θα έχει σε επίπεδο κοινοβουλευτικών και δηµοσκοπικών ισορροπιών, είναι σαφές πως έρχεται να αποτελέσει µία ακόµη ξεκάθαρη απάντηση σε όσους -προκειµένου να προωθήσουν τα αφηγήµατά τους- επιµένουν να παρουσιάζουν την Ελλάδα σαν… Κολοµβία του βαλκανικού νότου, που έλεγε και µια ψυχή, η οποία έχει αποδηµήσει εις Κύριον. Βλέπετε, όταν η ∆ικαιοσύνη προχώρησε, ακόµη και αν συλλήβδην αποδεχθεί την κριτική περί κωλυσιεργιών της αντιπολίτευσης (και όχι µόνο), τις προβλεπόµενες διαδικασίες, έπεσε... µοιραία πάνω στο όνοµα του «γαλάζιου» πρώην υπουργού αλλά βεβαίως και του Χρήστου Σπίρτζη από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ανεξαρτήτως του δρόµου που τελικώς θα ακολουθηθεί, αν δηλαδή υπάρξει από την πλευρά της κυβέρνησης µια προσπάθεια να επαναληφθεί η περίπτωση της υπόθεσης Τριαντόπουλου ή αν, αντιθέτως, συσταθεί µία Προανακριτική, οι εργασίες της οποίας θα έχουν διάρκεια και το προβλεπόµενο θεσµικό αποτέλεσµα είτε προς τη µια είτε προς την άλλη κατεύθυνση, ένα είναι σίγουρο.

Ότι εν µέσω µιας συγκυρίας κατά την οποία το κυβερνητικό στρατόπεδο δείχνει να ανακάµπτει µετά τις θετικές παρεµβάσεις στην οικονοµία και η αντιπολίτευση συνεχίζει να εµφανίζεται κατώτερη των περιστάσεων, θα ήταν εγκληµατικό να επαναληφθούν τα ήξεις αφήξεις του παρελθόντος, που έδωσαν χώρο για την καλλιέργεια κάθε πιθανού και απίθανου σεναρίου και τη δηµιουργία ακραίας πόλωσης, σε συνδυασµό µε κορόνες που παραπέµπουν στη χειρότερη µορφή λαϊκισµού. Στον αντίποδα και µε δεδοµένο ότι ο ίδιος ο Κώστας Καραµανλής έχει θέσει εαυτόν στη διάθεση των γεγονότων, θα πρέπει να αποφευχθεί κάθε ενέργεια ή δήλωση που θα υπενθυµίζει την παγιωµένη στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας άποψη περί συγκάλυψης, στη βάση της σοβαρότητας φυσικά και όχι εν είδει αντιπολιτευτικού πυροτεχνήµατος που κατά πάσα βεβαιότητα θα ακουστεί εκ νέου στη Βουλή και στα ΜΜΕ. Είναι επίσης σίγουρο ότι θα τεθεί και πάλι το ζήτηµα, ακόµη και από στελέχη της κυβερνητικής πλειοψηφίας, της υποψηφιότητας του Κώστα Καραµανλή στις εθνικές εκλογές του 2023 και πιθανόν της παραίτησής του (έστω και σε αυτή τη χρονική στιγµή) ώστε να διευκολυνθούν οι χειρισµοί και να ενισχυθεί το θεσµικό προφίλ της παράταξης. Πολλώ δε µάλλον από την ώρα που στον ΣΥΡΙΖΑ έχει ανοίξει η συζήτηση για παραίτηση του Χρήστου Σπίρτζη από τα κοµµατικά όργανα µέχρι την οριστική απεµπλοκή του από το κάδρο των τυχόν ευθυνών για την κατάσταση του εγχώριου σιδηροδροµικού δικτύου.

Προσωπικά τα ακούω όλα αυτά και αντιλαµβάνοµαι το σύνολο των σχετικών επιχειρηµάτων, ιδιαιτέρως όταν φέρει κανείς το πιο «ιερό» επώνυµο για την ελληνική Κεντροδεξιά. Ωστόσο, όλη η ουσία περιγράφεται παραπάνω και συνοψίζεται στην ανάγκη ο ενισχυµένος Μητσοτάκης του τελευταίου διαστήµατος και το σύνολο της κυβέρνησης να επιτρέψουν να προκύψει ολική επαναφορά του προ ολίγων µηνών σκηνικού και να πείσουν µε πράξεις τους Έλληνες ότι ο πλέον σταθερός πυλώνας του πολιτικού συστήµατος ούτε… καπελώνει ούτε καταφεύγει σε παλαιοκοµµατικά τερτίπια άλλων χρόνων. Πρόκειται για µονόδροµο σε ό,τι αφορά τη διαφύλαξη της σταθερότητας και της κοινωνικής ισορροπίας, που συνιστά µόνιµη επωδό για τις ψύχραιµες φωνές αυτού του τόπου.

Θα είναι όµως ταυτόχρονα η καλύτερη επίδειξη δύναµης, έναντι εκείνων που ποντάρουν στη θεσµική εκτροπή µέσω µιας επιλεκτικής ευαισθησίας για το κράτος δικαίου και όλων εκείνων που βάζουν εν τοις πράγµασι απέναντί τους µε κάθε τρόπο µέχρι και τους συγγενείς των θυµάτων, οι οποίοι µε τη δηµόσια παρουσία και τα λεγόµενά τους δεν εξυπηρετούν τους στόχους, τα αφηγήµατά τους και τα πραγµατικά τους κίνητρα.

Η δραστηριότητα αυτή των εν λόγω πολιτικών και εξωκοινοβουλευτικών κύκλων κορυφώνεται πολυεπίπεδα µετά τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από την υπόθεση, οι οποίες αν µη τι άλλο βάζουν οριστικά στην άκρη θεωρίες συνωµοσίας και... ανειδίκευτους ειδικούς. Αυτή τη φορά όµως οι πάντες είναι υποψιασµένοι. Ας κάνουν λοιπόν η κυβέρνηση και η ∆ικαιοσύνη τη δουλειά τους, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα βρεθούν και πάλι αντιµέτωπες µε το φιλότιµο και τις ευαισθησίες των υγιώς σκεπτόµενων πολιτών, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πιθανότητα σύνδεσης της παραµέτρου αυτής µε τις δυνάµεις του µόνιµου λαϊκισµού.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή