Αντίο, Ροδόλφε
Ο δημοσιογράφος που διέγραψε ευδόκιμη πορεία έξι δεκαετιών υπηρετώντας το λειτούργημα-πυλώνα της Δημοκρατίας έφυγε ξαφνικά, σε ηλικία 76 ετών
Με τον σπουδαιότερο εν ζωή Ελληνα ηθοποιό Γιώργο Μιχαλακόπουλο περπατήσαµε δίπλα-δίπλα την περασµένη Πέµπτη από τον Ναό της Παναγίας Παντοβασίλισσας, στο κέντρο της Ραφήνας, έως το νεκροταφείο της πόλης. Συνοδεύσαµε στην τελευταία του κατοικία έναν κοινό µας φίλο, ο οποίος αιφνιδίως αποδήµησε. Τον Ροδόλφο Μορώνη. Τον δηµοσιογράφο που διέγραψε ευδόκιµη πορεία έξι δεκαετιών υπηρετώντας το λειτούργηµα-πυλώνα της ∆ηµοκρατίας και έφυγε σε ηλικία 76 ετών, ξαφνικά, µόλις λίγες ηµέρες αφότου διαγνώστηκε µε σοβαρή ασθένεια.
Ο Γιώργος, αβρός στους τρόπους, ταίριαξε µε τον Ροδόλφο και τον Λαοκράτη Βάσση, έναν σπουδαίο φιλόλογο και σεµνό αγωνιστή των ιδεών µιας άλλης Αριστεράς, την οποίαν υπηρέτησε µε σεµνότητα αναντίστοιχη των σηµερινών κυβερνώντων. Αποτέλεσαν µια παρέα που οι πολιτικές τους πεποιθήσεις δεν έπαιξαν ρόλο ούτε κατ’ ελάχιστον στις συζητήσεις που συχνά είχαν στην Καλλιτεχνούπολη.
Μιλήσαµε µε τον Μιχαλακόπουλο για τη µεγάλη του θεατρική επιτυχία των τελευταίων ετών, «Το τίµηµα», ένα αριστουργηµατικό έργο του Αρθουρ Μίλερ, γραµµένο τη δεκαετία του ’60, το οποίο περιγράφει µε τόσο όµορφο τρόπο το κόστος των επιλογών µας. Αυτών των επιλογών που διαµορφώνονται από παιδικά όνειρα σε στόχους ζωής, σε οράµατα ή χίµαιρες, σε αριστεία ζωής ή ψυχοτρόπες ουσίες µιας φενάκης. Μείναµε για λίγο σιωπηλοί σκεπτόµενοι τις δικές µας επιλογές. Αναψε τσιγάρο στη διαδροµή, που κράτησε είκοσι λεπτά, µέσα σε σχεδόν καλοκαιρινή, µεσηµεριάτικη ζέστη, ο Μιχαλακόπουλος. «Σκέφτηκες να το κόψεις, Γιώργο;», τον ρώτησα. «Στη ζωή µου ποτέ δεν είχα ψευδαισθήσεις», απάντησε µε πικρό χιούµορ και µέσα στη θλίψη της απώλειας µε έκανε να χαµογελάσω. «Θέλεις ένα;», µου έτεινε το πακέτο και δεν το πήρα. Κακώς. Ισως ο Ροδόλφος να µου χαµογελούσε γλυκά και χαµηλόφωνα να µε προέτρεπε να το πάρω και να το καπνίσω, ωθώντας µε σε µια µη πολιτικώς ορθή κίνηση για υποψήφιο ενός κόµµατος που έχει θέσει στόχο την καταπολέµηση του καπνίσµατος.
Τον σταµατούσαν στον δρόµο και τον χαιρετούσαν µε ενθουσιασµό οι περαστικοί που τον αναγνώριζαν. Κάποιοι από αυτούς µού εύχονταν καλή επιτυχία στον επερχόµενο εκλογικό αγώνα και στην υποψηφιότητά µου (στη Β’ Βόρεια, για να µην ξεχνιόµαστε!). «Μα γιατί σου εύχονται, αφού θα βγεις;», παρατήρησε χαµογελαστός και πιάσαµε µια κουβέντα για τον πολιτισµό. «Να φροντίσεις σε όποια θέση είσαι να µην επιτραπεί οι ηθοποιοί να παίζουν στην Επίδαυρο µε µικρόφωνα. Είναι ιεροσυλία, ειδικά σε αυτό το θέατρο, µε την ιστορία του και την ακουστική του. Εάν δεν βγαίνει η φωνή τους, να µην παίζουν στην Επίδαυρο. Εµείς από µικροί σεβαστήκαµε τον χώρο. Οι νεότεροι γιατί όχι;». Οµολογώ ότι δεν το ήξερα, καθώς έχω χρόνια να παρακολουθήσω παράσταση στην Επίδαυρο.
Πιάσαµε την κουβέντα για τον Ροδόλφο, που πριν από ακριβώς έναν µήνα είχε έλθει να ακούσει µια δική µου οµιλία στο Ιδρυµα Κακογιάννη για την τέταρτη βιοµηχανική επανάσταση και λίγες µόλις ώρες πριν µπει στο νοσοκοµείο έπινε καφέ µε τον Γιώργο. «Αντε, δώσε µου ένα τσιγάρο», του είπα, αλλά µας άκουσε η γυναίκα του και αναγκάστηκα να υποχωρήσω µπροστά στη γλυκιά της επίπληξη προς τον αργοβαδίζοντα σύζυγο και σπουδαίο Ελληνα. «Ορίστε, εσύ φταις που φώναξες δυνατά για το τσιγάρο», µου είπε και αναδέχθηκα την ευθύνη... «Σε ένα ταξίδι στο εξωτερικό, είχα φέρει στον Ροδόλφο πέντε πακέτα καπνό για την πίπα του...», είπα χαµηλόφωνα στον Γιώργο. «Μην έχεις τύψεις», µου απάντησε.
Φτάσαµε στο νεκροταφείο και πιάσαµε σκιά κάτω από ένα δέντρο. Η τελετή σύντοµη. Οι φίλοι από τον δηµοσιογραφικό κόσµο πολλοί. Ο Ροδόλφος, µε το ωραίο όνοµα, το ωραίο προφίλ, την ωραία κορµοστασιά και τον γλυκό λόγο, χανόταν και ως φυσική παρουσία στο βάθος του ερέβους. Ο Μιχάλης, ο αδελφός του, δίπλα, από τους πρώτους δηµοσιογράφους που γνώρισα το 1982 στην «Ελευθεροτυπία», η Χαρά, η γυναίκα του Ροδόλφου, η κόρη του, ο εγγονός, οι αόρατες σκιές όσων σηµαντικών γραφιάδων προηγήθηκαν του άξιου διαδόχου σε ένα σκληρό επάγγελµα, από το οποίο αυτός βγήκε αλώβητος. Ηταν όλοι παρόντες. Συµφωνήσαµε µε τον Γιώργο και τον Λαοκράτη να πιούµε καφέ στην Καλλιτεχνούπολη σύντοµα. Εις µνήµην ενός πραγµατικά καλού ανθρώπου, που έφυγε από τη ζωή και την παρέα.
* Αυτό είναι το τελευταίο µου άρθρο, αφού ως υποψήφιος βουλευτής στις προσεχείς εκλογές δεν δικαιούµαι πλέον να αρθρογραφώ για λόγους ισότιµης αντιµετώπισης των υποψηφίων. Προτίµησα, λοιπόν, αντί να γράψω κάτι για την υποψηφιότητά µου, να αποχαιρετήσω την αρθρογραφία µου αποτίοντας φόρο τιµής σε έναν συνάδελφο µε ήθος. ∆ιότι είναι σπουδαία πολιτική πράξη να έχεις ήθος.
Ο Γιώργος, αβρός στους τρόπους, ταίριαξε µε τον Ροδόλφο και τον Λαοκράτη Βάσση, έναν σπουδαίο φιλόλογο και σεµνό αγωνιστή των ιδεών µιας άλλης Αριστεράς, την οποίαν υπηρέτησε µε σεµνότητα αναντίστοιχη των σηµερινών κυβερνώντων. Αποτέλεσαν µια παρέα που οι πολιτικές τους πεποιθήσεις δεν έπαιξαν ρόλο ούτε κατ’ ελάχιστον στις συζητήσεις που συχνά είχαν στην Καλλιτεχνούπολη.
Μιλήσαµε µε τον Μιχαλακόπουλο για τη µεγάλη του θεατρική επιτυχία των τελευταίων ετών, «Το τίµηµα», ένα αριστουργηµατικό έργο του Αρθουρ Μίλερ, γραµµένο τη δεκαετία του ’60, το οποίο περιγράφει µε τόσο όµορφο τρόπο το κόστος των επιλογών µας. Αυτών των επιλογών που διαµορφώνονται από παιδικά όνειρα σε στόχους ζωής, σε οράµατα ή χίµαιρες, σε αριστεία ζωής ή ψυχοτρόπες ουσίες µιας φενάκης. Μείναµε για λίγο σιωπηλοί σκεπτόµενοι τις δικές µας επιλογές. Αναψε τσιγάρο στη διαδροµή, που κράτησε είκοσι λεπτά, µέσα σε σχεδόν καλοκαιρινή, µεσηµεριάτικη ζέστη, ο Μιχαλακόπουλος. «Σκέφτηκες να το κόψεις, Γιώργο;», τον ρώτησα. «Στη ζωή µου ποτέ δεν είχα ψευδαισθήσεις», απάντησε µε πικρό χιούµορ και µέσα στη θλίψη της απώλειας µε έκανε να χαµογελάσω. «Θέλεις ένα;», µου έτεινε το πακέτο και δεν το πήρα. Κακώς. Ισως ο Ροδόλφος να µου χαµογελούσε γλυκά και χαµηλόφωνα να µε προέτρεπε να το πάρω και να το καπνίσω, ωθώντας µε σε µια µη πολιτικώς ορθή κίνηση για υποψήφιο ενός κόµµατος που έχει θέσει στόχο την καταπολέµηση του καπνίσµατος.
Τον σταµατούσαν στον δρόµο και τον χαιρετούσαν µε ενθουσιασµό οι περαστικοί που τον αναγνώριζαν. Κάποιοι από αυτούς µού εύχονταν καλή επιτυχία στον επερχόµενο εκλογικό αγώνα και στην υποψηφιότητά µου (στη Β’ Βόρεια, για να µην ξεχνιόµαστε!). «Μα γιατί σου εύχονται, αφού θα βγεις;», παρατήρησε χαµογελαστός και πιάσαµε µια κουβέντα για τον πολιτισµό. «Να φροντίσεις σε όποια θέση είσαι να µην επιτραπεί οι ηθοποιοί να παίζουν στην Επίδαυρο µε µικρόφωνα. Είναι ιεροσυλία, ειδικά σε αυτό το θέατρο, µε την ιστορία του και την ακουστική του. Εάν δεν βγαίνει η φωνή τους, να µην παίζουν στην Επίδαυρο. Εµείς από µικροί σεβαστήκαµε τον χώρο. Οι νεότεροι γιατί όχι;». Οµολογώ ότι δεν το ήξερα, καθώς έχω χρόνια να παρακολουθήσω παράσταση στην Επίδαυρο.
Πιάσαµε την κουβέντα για τον Ροδόλφο, που πριν από ακριβώς έναν µήνα είχε έλθει να ακούσει µια δική µου οµιλία στο Ιδρυµα Κακογιάννη για την τέταρτη βιοµηχανική επανάσταση και λίγες µόλις ώρες πριν µπει στο νοσοκοµείο έπινε καφέ µε τον Γιώργο. «Αντε, δώσε µου ένα τσιγάρο», του είπα, αλλά µας άκουσε η γυναίκα του και αναγκάστηκα να υποχωρήσω µπροστά στη γλυκιά της επίπληξη προς τον αργοβαδίζοντα σύζυγο και σπουδαίο Ελληνα. «Ορίστε, εσύ φταις που φώναξες δυνατά για το τσιγάρο», µου είπε και αναδέχθηκα την ευθύνη... «Σε ένα ταξίδι στο εξωτερικό, είχα φέρει στον Ροδόλφο πέντε πακέτα καπνό για την πίπα του...», είπα χαµηλόφωνα στον Γιώργο. «Μην έχεις τύψεις», µου απάντησε.
Φτάσαµε στο νεκροταφείο και πιάσαµε σκιά κάτω από ένα δέντρο. Η τελετή σύντοµη. Οι φίλοι από τον δηµοσιογραφικό κόσµο πολλοί. Ο Ροδόλφος, µε το ωραίο όνοµα, το ωραίο προφίλ, την ωραία κορµοστασιά και τον γλυκό λόγο, χανόταν και ως φυσική παρουσία στο βάθος του ερέβους. Ο Μιχάλης, ο αδελφός του, δίπλα, από τους πρώτους δηµοσιογράφους που γνώρισα το 1982 στην «Ελευθεροτυπία», η Χαρά, η γυναίκα του Ροδόλφου, η κόρη του, ο εγγονός, οι αόρατες σκιές όσων σηµαντικών γραφιάδων προηγήθηκαν του άξιου διαδόχου σε ένα σκληρό επάγγελµα, από το οποίο αυτός βγήκε αλώβητος. Ηταν όλοι παρόντες. Συµφωνήσαµε µε τον Γιώργο και τον Λαοκράτη να πιούµε καφέ στην Καλλιτεχνούπολη σύντοµα. Εις µνήµην ενός πραγµατικά καλού ανθρώπου, που έφυγε από τη ζωή και την παρέα.
* Αυτό είναι το τελευταίο µου άρθρο, αφού ως υποψήφιος βουλευτής στις προσεχείς εκλογές δεν δικαιούµαι πλέον να αρθρογραφώ για λόγους ισότιµης αντιµετώπισης των υποψηφίων. Προτίµησα, λοιπόν, αντί να γράψω κάτι για την υποψηφιότητά µου, να αποχαιρετήσω την αρθρογραφία µου αποτίοντας φόρο τιµής σε έναν συνάδελφο µε ήθος. ∆ιότι είναι σπουδαία πολιτική πράξη να έχεις ήθος.