Βοσκοί, λύκοι και πρόβατα
Στον μαζοπολτό της καθημερινότητας τα ψεύτικα νέα μοιράζονται αφειδώς σαν τις ψεύτικες ελπίδες.
Μικρές καθημερινές συνήθειες... Το διάβασμα μιας εφημερίδας, για πόσο καιρό ακόμη άραγε; Για πόσο καιρό στην κλασική έντυπη μορφή, που προϋποθέτει να ξεκινήσεις από το σπίτι και να πας στο περίπτερο. Που σημαίνει ότι έχεις ανάγκη να κάνεις κάτι που θεωρείς σημαντικό στη ζωή σου, όπως να διαβάσεις τις ειδήσεις, να εντρυφήσεις στα σχόλια των αγαπημένων ή λιγότερο συμπαθών αρθρογράφων που επέλεξες να συνοδεύσεις τη σκέψη τους, να γελάσεις με τα σκίτσα των αγαπημένων σου γελοιογράφων, να λύσεις στο τέλος το σταυρόλεξο κλείνοντας με ικανοποίηση μια πρωινή, μεσημεριανή ή, αναλόγως της ημέρας και του φόρτου της, βραδινή ενασχόληση.
Στο μεταξύ, οι ειδήσεις που προβάλλονται στην τηλεόραση ή στο Ιντερνετ έχουν ξεπεράσει την εφημερίδα και την κάνουν να αιωρείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας για τους κάτω των σαράντα ετών αναγνώστες, οι οποίοι προτιμούν την ηλεκτρονική ενημέρωση. Διαβάζοντας την ιστορία του Τύπου, στέκομαι στις πρώτες εκείνες ημέρες του 17ου αιώνα στην Αγγλία, όταν η δημοσιογραφία άρχισε να αποκτά υπόσταση επαγγέλματος και λειτουργήματος μαζί.
Με δημοσιογράφους που ταυτοχρόνως ήταν και εκδότες, ενίοτε δε και ενεργοί πολιτικοί. Ετσι ξεκίνησε η δημοσιογραφία, την οποίαν υπηρέτησαν πιστά και σε αντίξοες συνθήκες οι πρωτοπόροι του επαγγέλματος. Η εξουσία, ο βασιλιάς της Αγγλίας στην αρχή, το Κοινοβούλιο της νεογέννητης δημοκρατίας, οι πολιτικοί που θίγονταν ποτέ δεν αγάπησαν πραγματικά αυτούς που ακολούθησαν το καινούργιο επάγγελμα. Το περίφημο «πιλορί», μια ξύλινη κατασκευή που εγκλώβιζε κεφάλι, χέρια, πόδια, ήταν σε κοινή χρήση και τη δοκίμαζαν περισσότερο οι δημοσιογράφοι που ενοχλούσαν.
Τα δικαστήρια τους τιμωρούσαν στην ατιμωτική ποινή, αφού οι εγκλωβισμένοι όπως τοποθετούνταν σε δημόσια θέα, με ήλιο, χιόνι και βροχή, γίνονταν αντικείμενο χλευασμού. Οι περαστικοί τους έφτυναν και τους πετούσαν ζαρζαβατικά ή πέτρες, ώσπου σιγά σιγά κατάλαβαν τι ακριβώς διακυβευόταν και έγιναν σύμμαχοί τους και στάθηκαν δίπλα στους δοκιμαζόμενους αρθρογράφους, των οποίων η πένα ενοχλούσε την εξουσία. Δεν κατακτήθηκε εύκολα η ελευθερία του Τύπου. Ούτε μπόρεσε ποτέ να διαχωρίσει τον δρόμο της από την ασυδοσία ορισμένων ταγών της, οι οποίοι άλλοτε από άγνοια, άλλοτε από σκοπιμότητα νόθευαν το μελάνι της δημοσιογραφικής τους πένας στο βαρέλι με το μέλι του χρηματισμού.
Και πέρασαν τα χρόνια. Και κάθε γενιά έβγαζε άξιους και ανάξιους σε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής. Και ο λαός επέλεγε πότε τους μεν, πότε τους δε, ανάλογα με την παιδεία του και την αντίληψή του. Και έφτασε η εποχή που όλα έγιναν χυλός. Η αλήθεια δεν γινόταν διακριτή ακόμη και για τους καλοπροαίρετους. Η δημοσιογραφία έγινε ολοένα και περισσότερο προπαγανδιστική μηχανή στα χέρια επιτήδειων, που την έβλεπαν μόνον ως επιχείρηση. Η πολιτική εξουσία σε αγαστή σύμπνοια και συνεργασία άλλοτε επαινούσε, άλλοτε εκβίαζε τις πένες και, δυστυχώς, το ίδιο συνέβαινε και αντιστρόφως. Οι πένες συχνά-πυκνά έγραφαν για να επαινέσουν ανάξιους ή να εκβιάσουν άξιους.
Στον μαζοπολτό της καθημερινότητας τα ψεύτικα νέα μοιράζονται αφειδώς σαν τις ψεύτικες ελπίδες. Εκείνες που υποστηρίζουν πως τελείωσαν τα μνημόνια, πως η ζωή μας δεν θα δει άλλες μειώσεις μισθών και συντάξεων, πως όλα θα είναι πια μέλι-γάλα.
Εύκολα, λοιπόν, εξηγείται πώς και δεν εξεγείρονται οι πολίτες όταν το πρωί ο κυβερνητικός εταίρος ξεκινά με διάθεση να ρίξει την κυβέρνηση, το μεσημέρι το ξανασκέφτεται και το απόγευμα τη στηρίζει. Αυτοί που ανέχθηκαν και υπέθαλψαν το ψέμα και τη δημοσιογραφικοπολιτική απατεωνιά, ας αιτιώνται εαυτούς γιατί σήμερα η κοινωνία ανέχεται πρωτόγνωρες για τον τόπο αθλιότητες. Βοσκοί, λύκοι και πρόβατα δείχνουν, δυστυχώς, όλοι ίδιοι...