Ξαφνικά μια ομάδα χωροφυλάκων εισβάλλει στην Πνύκα και διαλύει τη συγκέντρωση. Ο Γέρος του Μοριά, φορώντας τη χαρακτηριστική κόκκινη στολή του, ήρεμος αποχωρεί, συνοδευόμενος από πλήθος μαθητών και φοιτητών που μόλις είχαν παρακολουθήσει τη μία και μοναδική ομιλία του από το βήμα εκείνο, όπου οι αρχαίοι ημών πρόγονοι όρισαν τη Δημοκρατία.

Ηταν Οκτώβριος του 1838, δηλαδή 180 χρόνια πριν. Ο γυμνασιάρχης Γεννάδιος είχε δεχθεί στο σχολείο του την επίσκεψη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο ήρωας του ’21 παρακολούθησε ένα μάθημα του Γενναδίου, ο οποίος ανέλυε κάποιο απόσπασμα δημηγορίας από την «Ιστορία» του Θουκυδίδη. Ο Κολοκοτρώνης, συγκινημένος στο τέλος του μαθήματος, ζήτησε από τον Γεννάδιο να του ορίσει μια ημέρα που θα μπορούσε να μιλήσει στους μαθητές. Παραμονές των Ταξιαρχών, ο γυμνασιάρχης κάλεσε τους μαθητές του και περπάτησαν μαζί με τον Γέρο του Μοριά ως την Πνύκα. Στον δρόμο η ομάδα συμπληρώθηκε από περαστικούς, που τον αναγνώρισαν και τον ακολούθησαν. Οταν έφτασαν στο ιερό βήμα, ο Κολοκοτρώνης μίλησε. Ταπεινός ως ήταν, αναφέρθηκε πρώτα στους προγόνους λέγοντας πως αυτός είναι μικρός μπροστά τους. Ποιος; Ο Μέγιστος των ηρώων μας!

Μίλησε για τους παλαιούς Ελληνες από τους οποίους καταγόμεθα και μετά για τον Χριστιανισμό και τους νεότερους Ελληνες. Μίλησε για τον αγώνα του ’21 μ’ εκείνη την περίφημη φράση: «Οταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα”, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό τον σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».

Και μετά μίλησε διά μακρόν για την κατάρα της φυλής. Τον διχασμό. Εάν δεν είχαμε διχαστεί, θα είχε τελειώσει η απελευθέρωση της πατρίδας νωρίτερα και θα είχαμε πάρει και άλλα εδάφη, γιατί με εκατό μόνο αγωνιστές ενικούσαμε πέντε χιλιάδες Τούρκους. Κατέληξε δε με τούτα τα λόγια: «Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, διά να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία».

Κατ’ άλλους, ο Κολοκοτρώνης, προτρέποντας τους νέους να μορφώνονται, προέβλεψε πως «μια μέρα τούτο εδώ το παλάτι (εννοούσε το πανεπιστήμιο) θα φάει εκείνο εκεί το παλάτι (του βασιλιά)». Ομως αυτό δεν καταγράφεται στην ομιλία του, που δημοσιεύθηκε λίγες εβδομάδες μετά στην εφημερίδα «Αιών». Η ομιλία τελείωσε με τους χωροφύλακες να διαλύουν τη συγκέντρωση και ορισμένους καλοθελητές να «καρφώνουν» τον Κολοκοτρώνη στον Οθωνα ότι έκανε κήρυγμα εναντίον της βασιλείας. Ο Γεννάδιος αναγκάστηκε να πάει στον βασιλιά και να τον διαβεβαιώσει περί του αντιθέτου.

Ο Κολοκοτρώνης είναι για εμένα ο μείζων Ηρωας. Που με συγκινούσε από παιδάκι. Στην αρχή ήταν οι εικόνες στους τοίχους του σχολείου. Το αυστηρό πρόσωπό του με τη γαμψή μύτη, η περικεφαλαία, ο τρόπος που τον απεικόνιζαν ανάμεσα στους αγωνιστές με τα μακριά, λευκά μαλλιά του και την επιβλητική φιγούρα. Και φυσικά πάνω απ’ όλα τα κατορθώματά του. Αλλά και η άδικη δίωξή του. Η φυλάκιση. Η επιβεβαίωση του ρητού πως «σε αυτόν τον τόπο ουδείς έμεινε ατιμώρητος για την προσφορά του». Κι όμως, το τελευταίο του δίδαγμα δεν είχε πικρία για τις αδικίες που υπέστη, αλλά πόνο ψυχής για ένα έθνος που, αν θέλει να ζήσει, πρέπει να είναι ενωμένο.