«Αμφιβολίες»… Μια προσωπική εξομολόγηση
Ενώ το θετικό μήνυμα δύσκολα διαδίδεται, η λάσπη εκτοξεύεται και λερώνει όποιον έτυχε να περνά μπροστά από τον ανεμιστήρα ή όποιον κατά περίπτωση στόχευσε ο χειριστής του.
Η ιδέα ενός ανεμιστήρα στον οποίον κάποιος πετάει λάσπη είναι τόσο παλιά όσο και ο ανεμιστήρας. Η εικόνα που σχηματίζει κανείς στο μυαλό του αμέσως παραπέμπει στην πολιτική λασπολογία, ίδιον άλλωστε της πολιτικής αντιπαράθεσης. Τα δύο στοιχεία ξεχωριστά μπορεί να είναι κατ’ εξοχήν ευεργετικά. Ο ανεμιστήρας δροσίζει, η λάσπη χτίζει. Βεβαίως, όπως εξήγησα, η μίξη τους αποτελεί το πρόβλημα ή, πολύ φοβούμαι, για κάποιους τη λύση.
Για την κυβέρνηση η λύση αυτή αποδεικνύεται για ακόμα μία φορά πρόσφορη στην προεκλογική μάχη που έχει αρχίσει ήδη από νωρίς. Πριν από 26 μήνες ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας για το, κατά τον υπουργό του της Δικαιοσύνης, «μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους», απεφάνθη πως «τώρα θα αποκαλυφθούν τα μαύρα ταμεία των κομμάτων που γέμιζαν από τη Novartis».
Λέγε-λέγε, κάτι θα μείνει, έλεγαν οι παλαιότεροι, προσθέτοντας το εξίσου αληθές: «Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα». Και ενώ το θετικό μήνυμα δύσκολα διαδίδεται, η λάσπη εκτοξεύεται και λερώνει όποιον έτυχε να περνά μπροστά από τον ανεμιστήρα ή όποιον κατά περίπτωση στόχευσε ο χειριστής του.
Περπατώντας σε συνοικίες της δεύτερης περιφέρειας της Αθήνας, στον Βόρειο Τομέα της οποίας θα είμαι υποψήφιος στις προσεχείς εκλογές με τη Νέα Δημοκρατία, δεν ήταν λίγες οι φορές που με σταμάτησαν άνθρωποι άγνωστοι σ’ εμένα, για να μου εκφράσουν τη συμπαράστασή τους στα όσα συνέβησαν μερικά χρόνια νωρίτερα, όταν, για λόγους σκοπιμότητας δύο εκδοτών επιχειρηματιών, μπήκα στο στόχαστρο με το περίφημο, πλέον, «σκάνδαλο» Βατοπεδίου.
Δεν κατηγορώ τους πολίτες που παρασύρθηκαν από τη λαίλαπα ψευδών πληροφοριών, αφού το καταλυτικό μέσο ενημέρωσης τότε, η τηλεόραση -στο οποίο σήμερα προστέθηκε το Διαδίκτυο-, με χιλιάδες ώρες τηλεοπτικής μου δυσφήμησης, δημιούργησε την εικόνα που εξυπηρετούσε τους συκοφάντες μου. Οταν σε συγκεντρώσεις πολιτών σε σπίτια φίλων και οικείων, όπου συναντώ κατά το μάλλον άγνωστους σ’ εμένα πολίτες οι οποίοι ενδιαφέρονται για την πολιτική, απευθύνω το ερώτημα εάν γνωρίζουν την κατάληξη εκείνης της υπόθεσης, οι περισσότεροι απαντούν πως ξέρουν πια ότι ήταν μια σκευωρία. Η συμπάθειά τους γίνεται μεγαλύτερη καθώς πέρασαν από τότε δέκα χρόνια, αλλά το θέμα παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, με ερωτήσεις για το τι ακριβώς συνέβη στο παρασκήνιο. Οι περισσότεροι έχουν μια θολή εικόνα για τα πράγματα. Δεν θυμούνται καθόλου ότι οι συκοφάντες μου καταδικάστηκαν κατόπιν δικής μου προσφυγής στη Δικαιοσύνη. Εκπλήσσονται, μάλιστα, που δεν το έμαθαν. Αλλά πώς να το μάθουν, όταν η αποκατάσταση προβλήθηκε για ένα ή δύο λεπτά στις τηλεοράσεις, ενώ η συκοφαντία, όπως προανέφερα, είχε κερδίσει χιλιάδες ώρες δημοσιότητας;
Το σκηνικό έχει επαναληφθεί. Σήμερα κατηγορούνται στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ με την ευκολία μιας καφενειακής συζήτησης. Καλούνται και αυτοί με τη σειρά τους -όπως ακριβώς και εγώ στο πρόσφατο παρελθόννα αποδείξουν την αθωότητά τους, αντιστρέφοντας πλήρως τους ηθικούς και νομικούς κανόνες πάνω στους οποίους στηρίχθηκε ο δυτικός μας πολιτισμός. Η ετυμηγορία βγήκε πριν καν μάθουμε την κατηγορία. Οι «κατηγορούμενοι» θα σηκώσουν τον σταυρό του μαρτυρίου και θα ταλαιπωρηθούν για κάποια χρόνια έως ότου η αργή κατά πάντα Δικαιοσύνη μας αποφανθεί. Ποτέ πια τα πράγματα δεν θα είναι ίδια γι’ αυτούς, όπως δεν είναι ίδια για εμένα.
Οταν αναφέρομαι στην προσωπική μου περιπέτεια, η οποία, παρά το αίσιο τέλος της, άφησε στίγματα σε ανθρώπους του περιβάλλοντός μου, καταλήγω με μια ωραία παραβολή, την οποίαν για πρώτη φορά είδα πριν από χρόνια σε ταινία του Χόλιγουντ, με πρωταγωνίστρια τη Μέριλ Στριπ. Υποδυόταν κάποια καλόγρια, η οποία υποψιαζόταν τον ιερέα του μοναστηριού για ανοίκειες σχέσεις με ένα νεαρό αγόρι. Το έργο έχει τον τίτλο «Αμφιβολίες». Ο κατηγορούμενος ιερέας, υπερασπιζόμενος εμμέσως τον εαυτό του σε κάποιο κήρυγμα, αναφέρθηκε σε μια κουτσομπόλα, η οποία πήγε να εξομολογηθεί. Της είπε ο ιερέας πως για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες της πρέπει να πάρει ένα πουπουλένιο μαξιλάρι και ένα ψαλίδι. Να ανέβει στο πιο ψηλό μπαλκόνι του σπιτιού της, να σκίσει το μαξιλάρι και να αφήσει τα πούπουλα να τα πάρει ο αέρας. Οταν αυτή το έκανε και επέστρεψε για να ενημερώσει τον ιερέα και να πάρει την ποθητή άφεση αμαρτιών, τότε εκείνος της απάντησε: «Πήγαινε να μαζέψεις τα πούπουλα και να τα ξαναβάλεις στο μαξιλάρι. Ετσι θα συγχωρεθείς». Χρειάζεται να πω περισσότερα;